Περπατάμε ατελείωτους δρόμους ζωής, επαγγελμάτων, υποχρεώσεων. Απέναντι, δίπλα, αντικρυστά. Αλλά δεν αγγιζόμαστε. Ξένοι μεταξύ ξένων. Όχι γιατί δεν έχουμε δεσμούς αίματος ή κοινές αναμνήσεις. Απλά επειδή δεν αγγιζόμαστε.
Χέρια που κρέμονται άσκοπα και άχαρα ψάχνοντας μια θέση σ’ ένα ξένο κορμί, μια θέση που δε θα τολμήσουν ν αναζητήσουν. Χέρια που κρύβονται δειλά και μόνα, μέσα σε μικρές υφασμάτινες προσθήκες στα ρούχα μας, παρατημένα απο κάθε αξίωση.
Οικογένειες σε κρύες, μουντές ατμόσφαιρες. Ένας χειμώνας και οι τέσσερεις εποχές, ζώντες διεκπεραιωτικές καθημερινότητες με παντελή απουσία λεκτικού και σωματικού χαδιού.
Ασθενείς σε κρεβάτια του πόνου αναμένουν στωικά για αυλαία. Βρώμικοι, παρατημένοι, μόνοι.
Άστεγοι, τρίτη ηλικία, ιδρύματα, σωφρονιστικά καταστήματα και πάσης φύσεως «περιθώριο».
Άνθρωποι που στην πλειοψηφία τους δεν νιώθουν την αφή άλλων ανθρώπων.
Εραστές! Καταχρηστική έννοια του όρου. Άγνωστοι που βρίσκονται λίγα λεπτά για ανταλλαγή σωματικών υγρών. Αλλοδαποί, από τη χώρα της ξεπέτας. Βιαστικές επαφές.
Δε φιλιούνται, δε γλείφονται, δε μυρίζονται. Δεν αγγίζονται. «Αναπαράγονται» αλλά δεν καυλώνουν.
Κοιμάσαι δίπλα μου. Κοιμάσαι βαριά. Κι όπως είσαι έτσι παραδομένος στον ύπνο, αρχίζει μεταξύ μας μια δεύτερη συνάντηση. Αυτή τη φορά όμως όπως ακριβώς τη θέλω εγω.
Έχω όλο το χρόνο δικό μου τώρα για να σε αγγίξω όπου και όπως θέλω. Τα χέρια μου διψάνε και πεινάνε για μια δεύτερη συνουσία. Συνουσία με τις πιθανότητες.
Παίρνω απαλά το χέρι σου και το ακουμπώ πάνω μου. Ευτυχώς η κούρασή σου σε βύθισε σ’ένα βαρύ ύπνο-συνεργό της τελευταίας στιγμής. Μπορώ έτσι να σε αγγίξω με τις ώρες χωρίς να αναρωτιέσαι από ποιον πλανήτη κατέβηκα. Μπορώ να πειραματιστώ με τις αισθήσεις που μου προκαλεί το κάθε σου άγγιγμα. Ακόμη κι αν δεν προέρχεται αυτοβούλως από σένα. Ακόμη κι αν το κλέβω.
Στα χάδια ανέκαθεν αντιστρέφονταν οι ρόλοι και οι νόμοι. Καλύτερα κλέφτρα παρά ζητιάνα.
Ακουμπώ το δέρμα σου και χιλιάδες αισθητήρια νεύρα κάτω από αυτό χορεύουν με τα δικά μου.
Στο μυαλό μου σαν ταινία περνά σε κλάσματα δευτερολέπτου κάθε μικρή ή μεγάλη στέρηση αυτής της αφής ανά τους αιώνες της μοναξιάς μου.
Ναι, όλα τα μπορώ μόνη μου. Σε όλα μπορώ να ανταπεξέλθω, είμαι το θηλυκό απο μια ομάδα σούπερ-ηρώων και φυσικά όλα τα μπορώ μόνη.
Σχεδόν όλα… Όλα εκτός από τις χημικές ουσίες που παράγονται όταν ενώνονται οι αφές μας. Μία κατά λάθος απότομη κίνηση και ξύπνησες. Κι εγώ θέλω να προλάβω να το ζήσω όλο αυτό πριν ξημερώσει. Σκέφτομαι πόσα βράδια που προηγουμένως κάτι είχε συμβεί, έψαχνα αυτό το άγγιγμα. Τη θερμότητα από την απλή επαφή. Περιφέρω τις άκρες των δακτύλων μου στο λαιμό σου. Απαλά και μεθοδικά μην ξυπνήσεις και νιώσεις την κλεψιά.
Περπατάμε ζωές χωρίς ν’ αγγιζουμε ανθρώπους, χωρίς ν’ αγγίζουμε στιγμές.
Πορευόμαστε χωρίς ν’ αφήνουμε το δαχτυλικό μας αποτύπωμα πουθενά.
Προτιμάμε ν’ αφήνουμε συνθήματα σε τοίχους με πολύχρωμα σπρέυ ή σε οθόνες πίσω από έξυπνα ψευδώνυμα, παρά σε μνήμες.
Αγοράζουμε τυπικές χειραψίες εξαργυρώνοντας ψεύτικες, επιθυμητές όμως εικόνες που δεν αντιστοιχούν στο ποιοί είμαστε πραγματικά.
Δε μυρίζουμε, δε γευόμαστε και κυρίως δεν αγγίζουμε. Ούτε δέρμα, ούτε ψυχή.
Παραμένουμε άχρωμοι και άγευστοι για τους άλλους και κυρίως υλικό που δεν έχει αγγιχτεί.
Υ.Γ. Χέρια – Αργύρης Χιόνης
Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
Τα δίνουν – τάχα χαιρετώντας – σ’ άλλους
Τ’ αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή – το χειρότερο – τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα
(Από τη συλλογή Λεκτικά τοπία, 1983)