Σηκώθηκε ξημερώματα σαν την γάτα. Ντύθηκε κι έψαξε για τις μπότες της. «Πρέπει να πάρω καινούριες μπότες», σκέφτηκε. Πάντα μια άσχετη σκέψη την γλιτώνει από την αμηχανία της στιγμής. Δεν πήγε καν στο μπάνιο. Οποιοσδήποτε μικρός θόρυβος θα μπορούσε να τον ξυπνήσει κι εκείνη ήθελε να φύγει χωρίς διαλόγους. Μόνο ένα ποτήρι νερό ήθελε να πιει και θα έφευγε. Στο τραπέζι της κουζίνας βρήκε μια χαρτοπετσέτα γραμμένη με στυλό. «Θέλω να έρθεις πάλι αύριο. Να γνωριστούμε.» Κι ένα τηλέφωνο. Την έβαλε βιαστικά στην τσέπη κι έφυγε περισσότερο μουδιασμένη από πριν.

Λίγες ώρες πριν, πάλι έψαχνε αυτές τις μπότες. Είχε ανάγκη να πάει μια βόλτα. Ας ήταν νύχτα κι ας έβρεχε. Κρίμα που δεν έχω σκύλο, σκέφτηκε. Λίγο περπάτημα και βρέθηκε στο μετρό. Είναι δυο-τρεις φορές τελευταία που άρχισε να κάνει, χωρίς λόγο, βόλτες με το μετρό. Ανακάλυψε ότι η ιλιγγιώδης ταχύτητα του συρμού, μαζί με τον ιδιαίτερο ήχο που βγάζει, μπορούν για λίγα λεπτά να σταματήσουν την αδιάκοπη σκέψη, αυτό το εργοστάσιο μέσα στο κεφάλι της που, νυχθημερόν, δε σταματά να παράγει. Μπήκε στο βαγόνι και στάθηκε κοντά στην πόρτα και δίπλα από το μισάνοιχτο παραθυράκι. Απολαμβάνει αυτό το ολιγόλεπτο blackout που το συνοδεύει από συνήθειες παρόμοιες με αυτές των αυτιστικών. Συνήθως χαζεύει έξω από τις πόρτες και μετράει τις λάμπες στους τοίχους που εξαφανίζονται ταχύτατα και ρυθμικά όσο το βαγόνι διασχίζει τις γραμμές. Ενίοτε χαζεύει και τα πρόσωπα των επιβατών φτιάχνοντας σε κλάσματα δευτερολέπτου μια ιστορία ζωής για τον καθένα, ανάλογα με το τί της βγάζουν τα μάτια τους. Μόνο που χτες το βράδυ στάθηκε σε ένα πρόσωπο λίγο παραπάνω απ’ όσο έπρεπε.

Ακριβώς απέναντί της. Όχι στην ευθεία των ματιών της καθότι ψηλότερος. Τα μάτια του είχαν κάτι που την εμπόδισε να φτιάξει την συνηθισμένη ιστορία. Μουτράκι όμορφα αστείο, μέσα σε ένα σκούφο και σε πολλά γένια. «Μέτρα τις λάμπες, μέτρα τις λάμπες!» άκουσε φουριόζα τη φωνή της λογικής. Κάτι υπήρχε όμως τώρα εδώ σε αυτά τα μάτια και οι λάμπες δεν είχαν πλέον σημασία. Ωπ! Την είδε! Κατέβασε τα μάτια, πάλι από αυτή την ηλίθια ντροπή που σέρνει, σα κουτσό πόδι, από την εφηβεία της. Στάθηκε στο σημείο του φερμουάρ του παντελονιού του.

Άρχισε να αναστατώνεται αλλά το κουτσό πόδι υπήρχε πάλι εκεί να προσπαθεί να την επαναφέρει θυμίζοντάς της τη χιουμοριστική συζήτηση με φίλο σχετικά με χαρακτηριστικά του σώματος που προσδιορίζουν τα διάφορα μεγέθη. Σα φούσκα διαλύθηκε ανίσχυρη κάθε χιουμοριστική σκέψη και η αναστάτωση επανήλθε. Σε δευτερόλεπτα δικαιολόγησε όλους τους, ανά τους αιώνες, λιγούρηδες που οι ματιές τους περιφέρονται δηκτικά δημόσια σε κώλους και βυζιά. Δεν υπήρχε τίποτα που να ήθελε παραπάνω εκείνη τη στιγμή από το να χώσει το κεφάλι της ανάμεσα στα πόδια του, κάτω από εκείνο το φερμουάρ. Ανέβασε τα μάτια της στα μάτια του και έμεινε εκεί. Ήταν αμοιβαίο.

Κατέβηκε στην επόμενη στάση και τον είδε να κατεβαίνει μαζί της. Απέφυγε τις κυλιόμενες σκάλες και κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ της αποβάθρας που θα την ανέβαζε στα εισιτήρια. Βρέθηκαν μόνοι τους στο ασανσέρ. «Θέλεις να έρθεις μαζί μου;» της είπε. Αυτά τα δευτερόλεπτα μέχρι να απαντήσει ήρθαν μπροστά της όλες οι αναστολές, οι συστολές, οι καθωσπρεπισμοί ένεκα των διαφόρων ρόλων της.

Σφήνα σε όλα αυτά όμως ήρθε η εικόνα αυτά τα πόδια να αγκαλιάζουν τη μέση της και οι αναστολές έγιναν μονομιάς διαστολές. Της φαντασίας της. «Θέλω» είπε. Δύο στενά δίπλα από την έξοδο του μετρό μπήκαν σε μια πολυκατοικία. Λόγια δεν αντάλλάξαν άλλα εκτός από τα «θέλεις-θέλω».

Εκείνος ξεκλείδωσε και μπήκαν στο διαμέρισμά του. «Θέλεις να πιεις;» τη ρώτησε. Όχι, απάντησε εκείνη. Είμαι ήδη πιωμένη, ήθελε να του πει. Πριν μπει στο διαμέρισμα και κλείσει η πόρτα πίσω της είχε αφήσει ήδη έξω στο χαλάκι της εξώπορτας όλο το φορτίο που κουβαλούσε χρόνια στο μυαλό της.

Ανασφάλειες, ντροπές, επικριτικές θεωρίες για τους μετρ της ξεπέτας, υποχρεώσεις, λογαριασμούς, χρέη, τα μάτια του γιου της που ήθελαν μαμά και μπαμπά πάλι μαζί. Είναι απίστευτο το πόσο εύκολα πετάς τόνους βάρους σε λίγα δευτερόλεπτα, απλά με ένα γύρισμα του μυαλού. Είμαι ήδη πιωμένη, ήθελε να του πει. Από απόφαση, θάρρος, ξεγνοιασιά, ελευθερία και κυρίως από καύλα. Αλλά δεν το είπε. Άρχισε μόνο να τον γδύνει με μανία.

Στο φως της ημέρας όλα είναι αλλιώς. Πιο συνετά. Πιο λογικά. Ίσως πάλι όχι. Θυμάται το φιλί του της προηγούμενης νύχτας. Σαν το ρακόμελο των Κυριακών στου Ψυρρή. Καυτό, γλυκό, με κανέλα για να μείνει αξέχαστο και δυνατό να καίει σε κάθε γουλιά τα σωθικά. Όσο για τα υπόλοιπα δεν το συζητώ. Ένα συνονθύλευμα από μυρωδιές του δέρματος και υγρά. Πόδια δεμένα μεταξύ τους, σαν την εκπλήρωση ενός αιώνια άλυτου παζλ. Παίζει την χαρτοπετσέτα στα χέρια της. Να πάει; Ποιος μπλέκει πάλι σε ιστορίες μετά από τόσο καιρό… Κι αυτός ποιος να είναι άραγε; Ούτε καν όνομα δεν ξέρει. Τί μέρος του λόγου να είναι; Πόσο άραγε να μείνει; Θα φύγει άραγε κλείνοντας απαλά την πόρτα; Άντε πάλι να αρχίσει να δίνω κομμάτια της μετά από τόσο καιρό… Πόσα δευτερόλεπτα άραγε θέλει για να καεί μια χαρτοπετσέτα; Πόσα κότσια άραγε θέλει για να μην καεί; Στο ραδιόφωνο παίζει παλιό ερωτικό κομμάτι του Παπάζογλου σαν απάντηση σε κάθε της ερώτηση. «Θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό». Έπρεπε για μία ακόμη φορά να ψάξει τις μπότες της.

Είναι δύσκολο μετά από μια μοναχική πορεία να αρχίσεις ξανά από την αρχή. Να δεθείς και να δοθείς ξανά. Μοιάζει με βουτιά μετά από παλιά τραυματική εμπειρία με το νερό. Κι αυτή τη φορά πού θα βγάλει;

Αν δεν ξαναβάλεις παπούτσια, δε θα μάθεις ποτέ.

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα