Είναι στιγμές που απλά δεν αντέχεις. Που ψυχικά δεν μπορείς ν’ ανταπεξέλθεις στην εκάστοτε περίσταση. Που συσσωρεύεις αυτή την πίεση που νιώθεις κατά τη διάρκεια της καθημερινότητας και τη βγάζεις σε μια ευάλωτη στιγμή που, συνήθως, είσαι μόνος. Εκτονώνεσαι κλαίγοντας. Για ό,τι νιώθεις ότι σε απειλεί. Μια ανάμνηση, ένα απωθημένο, μία στέρηση. Ένα παρελθόν ή ένα μέλλον.
Το πιο αληθινό σου κλάμα το έχεις κάνει μπροστά στον καθρέφτη σου. Όχι μπροστά σ’ έναν φίλο-εξομολόγο. Μα μπροστά σ’ εκείνο το τζάμι που σου δείχνει κάποιον που σου μοιάζει. Μια πρώτη εκτίμηση κι εξήγηση είναι το ενδεχόμενο να μη σ’ αρέσει αυτό που βλέπεις. Εμφανισιακά ίσως. Και στο είδωλο απέναντι βγάζεις όλο εκείνο το βουνό των ανασφαλειών σου. Μπορεί, όμως, εμβαθύνοντας περισσότερο στην αιτία, να μη σ’ αρέσει αυτό που βλέπεις πίσω από αυτό το πρόσωπο. Το εσωτερικό του ανθρώπου που βλέπεις. Στο σημείο αυτό ακριβώς έρχεται να κολλήσει η έννοια της συνείδησης. Αλλά ας το πάρουμε το θέμα με τη σειρά.
Κλαίμε πιο γοερά μπροστά σ’ έναν καθρέφτη. Έχουμε το είδωλό μας μπροστά μας, σε απόσταση κυριολεκτικά αναπνοής. Το κλάμα είναι πιο δυνατό. Πιο σπαρακτικό εσωτερικά, περισσότερο εκτονωτικό. Δεν είναι η όψη μας. Είναι η ψευδαίσθηση που έχουμε ότι βλέπουμε από ένα πιο κοντινό πλάνο το μέσα μας. Είναι η ψευδαίσθηση ότι έχουμε απέναντί μας κάποιον που γνωρίζουμε καλά. Κάποιον που ξέρει τι μας συμβαίνει. Δεν έχεις προσέξει ότι κάποιες φορές, σε περιπτώσεις προσωπικής κρίσης, όταν συναντούμε από κοντά κάποιον πολύ δικό μας άνθρωπο που γνωρίζει κάθε παρασκήνιο, χωρίς καν να πούμε τίποτα ενδεχομένως να πέσουμε στην αγκαλιά του κλαίγοντας με λυγμούς;
Κάπως έτσι είναι κι ο καθρέφτης μας. Ο τύπος απέναντι που μας κοιτάζει με το ίδιο χαμένο βλέμμα, με την ίδια απόγνωση στο πρόσωπο, ξέρει τα πάντα. Δε χρειάζεται να πεις πολλά, δε χρειάζεται καν να πεις οτιδήποτε. Νιώθεις ασφάλεια να κλάψεις σθεναρά μπροστά του, με τον ίδιο τρόπο που κλαις σθεναρά μόνο στον αδελφικό σου φίλο. Ίσως και με περισσότερη ασφάλεια. Γιατί το μοναδικό κριτήριο που συντονίζει αυτή την αίσθηση της πλήρους έκθεσης του πληγωμένου σου εαυτού είναι η ασφάλεια. Δεν είναι τυχαίο που δεν κλαίμε ποτέ δημοσίως. Κι αν το κάνουμε, είναι πάντα πίσω από μαύρα γυαλιά. Δαγκώνοντας, ίσως, χείλη για να κρύψουμε συσπάσεις του προσώπου που μαρτυρούν κλάμα.
Κλαίμε για να απελευθερωθούμε απ’ ό,τι μας πονάει. Κλαίμε γιατί πονάμε, κλαίμε, όμως, και από ενοχή. Για κάτι που κάναμε ή για κάτι που δεν κάναμε. Και οι ενοχές είναι βαρύτερες όταν απέναντί μας υπάρχει κάποιος που γνωρίζει. Που θα έκανε τα πράγματα καλύτερα. Που ξέρει τα τρωτά μας. Το λόγο που τα σκατώσαμε, αν θες. Που είναι πιο ακέραιος, πιο συγκροτημένος, πιο αληθινός. Ναι, ο τύπος απέναντι, στον καθρέφτη σου, δεν έχει μόνο την όψη του παλιόφιλου που ξέρει τα πάντα και σου προσφέρει ασφάλεια να αφεθείς. Έχει και άλλη όψη.
Η όψη του γνωστού απέναντι είναι αυτό που λέγεται συνείδηση. Είναι αυτό που έχεις μέσα σου και περιλαμβάνει κάθε μικρό και μεγάλο κώδικα «δεοντολογίας». Είναι το πλέγμα εκείνο, το αόρατο, που συνθέτει κάθε τι απ’ αυτό που εσύ ορίζεις ως ηθική. Ως Καλό. Αυτό που φιλτράρει ανελλιπώς κάθε σου κίνηση, κάθε σου σκέψη και κάθε σου συναίσθημα. Κάθε σου πρόθεση, πριν καν να γίνει πράξη. Και κάθε συνέπεια απ’ ό,τι έπραξες. Κλαίμε γοερά μπροστά στο είδωλό μας γιατί είναι σαν να αποκτά πρόσωπο αυτός ο κώδικας που έχεις, η συνείδησή σου.
Όποιος κι αν είναι ο λόγος που συμβαίνει το φαινόμενο του κλάματος μπροστά στον καθρέφτη, γεγονός είναι ότι το κλάμα δεν είναι μια απλή υπόθεση δακρυϊκών πόρων και διεργασιών του εγκεφάλου. Το κλάμα έρχεται να «καθαρίσει» τον έσω οργανισμό από κάθε βλαβερό συναίσθημα. Καθαρίζει ενοχές κι ανασφάλειες, δηλώνει μετάνοια, ευαισθησία, ενσυναίσθηση. Κι ο καθρέφτης παίζει το ρόλο του. Ακόμη κι όταν είναι νοερός. Γιατί μερικές φορές δε χρειάζεται να υπάρχει ως αντικείμενο, ως ένα κομμάτι τζαμιού. «Καθρέφτης» υπάρχει κάθε φορά που κάποιος κοιτάει μέσα του. Λέγεται ενδοσκόπηση. Αυτοκριτική. Κι αυτό είναι ο πιο δυνατός «καθρέφτης».