Το κρεβάτι αυτό κάτι σου θυμίζει. Και τα σεντόνια του, ομοίως. Κι εκείνα τα μάτια στον καθρέφτη απέναντι στο μπάνιο. Αυτά τα μελαγχολικά μάτια. Αυτά τα ανικανοποίητα. Στον ίδιο καθρέφτη που μέχρι πρότινος είχε τα ίδια μάτια πάνω από ένα χαμόγελο. «Μα τι δουλειά έχω εγώ εδώ πέρα;», του λες, μα αυτός ποτέ δεν έδωσε απάντηση όταν έπρεπε.
Η ηδονή μοιάζει καχεκτική, σαν να της λείπει κάτι. Της λείπει η προοπτική. Η προσδοκία του «μαζί και μετά απ’ αυτό». Σαν ταινία της οποίας ξέρεις το τέλος. Με τι χαρά να πάρεις ποπ κορν; Μήπως καλύτερα να έβλεπες κάποια άλλη; Ναι, κάποια άλλη ίσως να μην έβγαινε το ίδιο καλή μ’ αυτήν, μέχρι ενός ορισμένου σημείου βέβαια, μα εσύ δε θα ‘ξερες την πλοκή, τους χαρακτήρες και κυρίως το τέλος. Κι αυτό θα προσέδιδε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Το σεξ μεταξύ ανθρώπων που είχαν κάτι δυνατό, μα πλέον δεν είναι μαζί, θα είναι πάντα μελαγχολικό. Δεν μιλάμε για το σεξ της επανασύνδεσης, εκείνο το οποίο επισφραγίζει με χαρά μια καινούρια αρχή. Μιλάμε για ‘κείνη τη συνεύρεση μεταξύ εκείνων που αμφότεροι γνωρίζουν ότι δε θα είναι πια ποτέ ξανά μαζί. Απλά επί του παρόντος είναι και οι δύο μόνοι. Και βρέθηκαν ξανά. Τυχαία ή από σκοπού. Και προέκυψε.
Θες η μοναξιά κι εκείνο το αίσθημα του κενού που αφήνει ο κάθε χωρισμός, θες η βαριά αίσθηση της απουσίας εκείνου που μέχρι χτες ήταν καθημερινότητα, θες η λαχτάρα να ξαναγευτείς αυτό που μέχρι πρότινος ήταν ολότελα δικός σου, ενέδωσες! Μα δεν είναι όπως παλιά. Τουλάχιστον για τον έναν. Εκείνον που δεν το ξεπέρασε. Εκείνον που ήθελε κι άλλο. Εκείνον που δεν πήρε αυτή την απόφαση. Τον άλλον. Εκείνον που πονάει.
Θα είναι, ίσως, εύκολο για εκείνον που έχει συμβιβαστεί με την ιδέα του να προχωρήσει χωριστά. Και θα είναι και ιδιαίτερα ερεθιστικό, εφόσον έχει μπροστά του ένα κορμί που γνωρίζει απ’ έξω κι ανακατωτά. Και που κι εκείνο ξέρει όλα όσα μπορούν να τον απογειώσουν. Ίσως το κάνει κι απλά για εκτόνωση. Να σπάσει λίγο τη μοναξιά ή την “πείνα” του.
Μα υπάρχει κι εκείνος ο άλλος. Εκείνος που είναι ακόμη ερωτευμένος με τον «αποστάτη». Εκείνος που είτε ξαναελπίζει, είτε απλά προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Για λίγο ακόμη. Για μόνο λίγο ακόμη. Και ας ξέρει ότι η κατάσταση είναι πλέον μη αναστρέψιμη. Μπορεί η δική του συμμετοχή στη συνεύρεση αυτή να έχει πρωτόγνωρο πάθος. Σχεδόν λύσσα. Για την ίδια μυρωδιά, για την ίδια γεύση. Αυτήν πάνω στην οποία, πλέον, έχει χάσει κάθε δικαιοδοσία.
Μα όταν όλα σ’ εκείνο το κρεβάτι τελειώσουν και ανάψει το πρώτο «μετά» τσιγάρο, η μελαγχολία θα είναι διάχυτη στο δωμάτιο. Σε σημείο που θα ψάχνει παράθυρο ν’ ανοίξει έτσι ώστε να μπορέσει ν’ αναπνεύσει. Δεν έχει εξήγηση όλο αυτό. Επιστημονική, ψυχολογική, συναισθηματική ή λογική. Απλά συμβαίνει. Απλά εκείνο το κενό υπάρχει. Όχι μόνο πάνω σ’ αυτό το κρεβάτι. Οπουδήποτε υπάρχει ξανά επαφή μεταξύ εκείνων των δύο που παλιά ήταν ένα. Και μάλιστα όταν ο ένας από τους δύο ήθελε κι άλλο.
Κατά έναν μαγικό τρόπο θα ‘πρεπε όλοι εκείνοι που έζησαν κάτι δυνατό, όταν χωρίζουν, να νιώθουν ότι ζουν σε κάποιο άλλο σύμπαν. Και μάλιστα σε διαφορετικές γωνίες του Γαλαξία. Αντίθετες. Έστω για ένα διάστημα. Να μη μυρίζουν τον ίδιο αέρα, να μη φωτίζεται η μέρα τους από τον ίδιο ήλιο. Τουλάχιστον οι ερωτευμένοι εξ αυτών.
Η απόσταση είναι εκείνη που μπορεί δειλά δειλά να ξαναφέρει πίσω τις ισορροπίες. Να μικρύνουν το κενό. Μόνο έτσι μηδενίζονται τα κοντέρ, μόνο έτσι ξαναρχίζουν οι ζωές ή στήνονται καινούριες. Πού πας, ταλαίπωρη ψυχή, στα ίδια σεντόνια, στα ίδια υγρά, στα ίδια φιλιά; Δεν τις νιώθεις τις νάρκες κάτω απ’ τα πόδια σου; Αν δεν τις νιώθεις ήδη κάτω απ’ το χώμα που πατάς, να ξέρεις σύντομα θα τις ακούσεις να εκρήγνυνται. Μέσα σου.