Φόβος έκθεσης. Φόβος σύγκρουσης. Φόβος μοναξιάς. Φόβος δέσμευσης. Φόβος ευθυνών. Πέντε μόνο από τους πολλούς φόβους που παραδέχονται με τον καιρό άνθρωποι που γνωρίζονται. Ίσως οι πλέον συνηθισμένοι. Αν, βέβαια, τελικά τους παραδεχτούν. Ιδίως αν η έκθεση είναι ένας απ’ αυτούς, τότε οι όποιοι φόβοι που έχει κάποιος, σχεδόν ποτέ δεν έρχονται στη επιφάνεια με τη μορφή παραδοχής.
Μικρές φοβίες ή μεγάλοι φόβοι έρχονται να επιβεβαιώσουν ότι είμαστε τρωτοί. Δυνατοί μα άνθρωποι. Ό,τι κι αν λέει κάποιος που ισχυρίζεται ότι δεν έχει φόβους, όσο σθεναρά κι αν επιμένει στην πεποίθηση ότι είναι «ατρόμητος», πάλι θα παραμένει μέσα του εκείνο το κάτι που φοβάται να ζήσει ή που φοβάται μήπως δεν μπορέσει να ζήσει. Εκείνο που δε θέλει να συμβαίνει κι όμως συμβαίνει. Κι αυτό το κάτι είναι κομμάτι του χαρακτήρα του, ένα κομμάτι που αν διευθετήσει ομαλά θα νιώθει ολοκληρωμένος. Μια εκκρεμότητα στη ζωή του.
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη φοβάται, υπάρχουν μόνο άνθρωποι που δεν έχουν εξοικειωθεί με τη λέξη «φοβάμαι». Που ταυτίζουν τη λέξη αυτή με την αδυναμία. «Ο φόβος προέρχεται από τη φαντασία, η αδυναμία από το χαρακτήρα» λέει ο Joseph Joubert. Και δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο φυσιολογικό από το να φοβάται κάποιος, χωρίς να χάνει ταυτόχρονα τη δύναμή του. Ο φόβος προέρχεται από τη φαντασία κι απ’ όλα όσα νομίζουμε εμείς ότι δε θα μπορέσουμε να αντέξουμε. Η δύναμή μας, όμως, είναι στοιχείο του χαρακτήρα μας, της φτιαξιάς μας κι αυτό δε θ’ αλλάξει ποτέ.
Ένα μόνο φάρμακο υπάρχει για το φόβο, μία μόνο γιατρειά. Ένα μόνο μέσο επούλωσης, μία μόνο άσπρη σημαία συμφιλίωσης. Η αγάπη. Μόνο εκείνη λειαίνει τις γωνίες, μόνο εκείνη κόβει τα περισσεύματα κι αφήνει στον άλλον ατόφια τη δύναμή του. Τη δύναμη που δε μειώνεται από τους όποιους φόβους του, αλλά εκείνη που κρύβεται πίσω απ’ αυτούς. Κι αν κάτι αγαπάμε, όταν αγαπάμε πραγματικά, αυτό είναι εκείνοι οι φόβοι που δείχνουν ότι υπάρχει χώρος και για μας. Για να παράγουμε έργο. Κι αν κάτι έχουμε να δώσουμε όταν κι εμείς είμαστε στο δρόμο του να αγαπηθούμε, είναι αυτό. Χώρο να παράγει ο άλλος έργο.
Ποιος ο λόγος να συμπλέουμε όταν δεν πρόκειται να σηκώσουμε κύμα, να κάνουμε σαματά; Ποιος ο λόγος ν’ αλλάζουμε φιλιά, να τρώμε χρόνο μαζί, να λέμε λόγια και να διαφημίζουμε την αγάπη αν η σχέση μας δε μοιάζει εργοτάξιο κι οικοδομή; Ποιος ο λόγος να ζούμε «σε σχέση» αν δεν είμαστε το βράδυ σκονισμένοι, ιδρωμένοι, κουρασμένοι μα με έργο; Ποιος ο λόγος να είμαστε μαζί αν δεν αγαπάμε με τρόπο που να διώχνουμε ο ένας τους φόβους του άλλου; Αδιάκοπα, καθημερινά.
«Αγαπώ» δε σημαίνει στέκομαι ακίνητος και καλοπερνώ. Δε σημαίνει ξαπλώνω στον καναπέ των ηδονών του άλλου και χαζεύω το χρόνο να περνά. «Αγαπώ» σημαίνει εργάζομαι αδιάκοπα, σκάβω μαζί σου στους βαθύτερους φόβους σου (χωρίς να το ξέρεις) κι αναμετριέμαι μαζί τους κι εγώ. Γινόμαστε συμμορία και τους διώχνουμε μαζί. Μα μέχρι να φτάσουμε εκεί μαζί, «αγαπώ» σημαίνει ότι στα μάτια μου μπορείς να σταθείς μπροστά, με όλους σου τους φόβους στα χέρια κι εγώ να μη βλέπω αδυναμία, μονάχα ηρωισμό που μου τους γνωρίζεις. «Αγαπώ» σημαίνει «για όσα φοβάσαι είμαι εδώ».