Πριν χρόνια, στο υπόγειο μιας μεγάλης πολυκατοικίας, στεκόταν θλιμμένος ένας όμορφος μπλε χαρταετός. Και τι δεν είχε περάσει τόσον καιρό εκεί μέσα. Κρύο τον χειμώνα, υγρασία και ζέστη το καλοκαίρι. Τα πάνδεινα. Άντεχε όμως. Ο κύριος Πέτρος που τον κατασκεύασε, τον είχε φτιάξει από εξαιρετικά υλικά. Ο σκελετός του ήταν από ξύλο ελαφρύ, καλαμίσιο, αλλά γερό κι ευλύγιστο, όχι σαν κι αυτά τα κόντρα πλακέ που έβαζαν στους άλλους. Τον είχε ντύσει με μπλε και λευκό χαρτί πρώτης ποιότητας και του είχε φορέσει και σκουλαρίκια χάρτινα, χρυσά βαμμένα, μεγάλα σαν κι αυτά που φοράνε οι πειρατές. Πόσο όμορφος ήταν! Στο τέλος του πρόσθεσε μια μακρυά γαλάζια ουρά, τόσο μεγάλη, που άλλος χαρταετός δεν είχε.
Ήταν ένας παλιός αλλά γερός χαρταετός. Τον είχε αγοράσει ο κυρ Θανάσης στα παιδιά του και τον πετούσαν μια φορά το χρόνο, την Καθαρά Δευτέρα. Κάποιες φορές τον άφηναν εκεί κάτω στην αποθήκη για δυο και τρία χρόνια, αλλά τόσον καιρό δεν τον είχαν ξεχάσει ποτέ. Κι αυτός περίμενε υπομονετικά κάθε φορά πότε θα έρθει η μία και μοναδική μέρα που θα ξανανέβαινε στον ουρανό.
Μια καινούργια χρονιά λοιπόν είχε φτάσει. Μπήκε ο Μάρτης κι οι μέρες για την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς πλησίαζαν. Ο χαρταετός ανυπομονούσε. Ήθελε τόσο να πετάξει. Άραγε φέτος θα τον ξέχναγαν πάλι; Η αγωνία του μεγάλωνε ώρα με την ώρα. Δυο μέρες όμως πριν την Κυριακή, στο υπόγειο, εμφανίστηκαν δυο αρουραίοι. Αφού εξερεύνησαν τον χώρο με τις τριχωτές μουσούδες τους, σταμάτησαν μπροστά στον χαρταετό.
«Πολύ όμορφος μου φαίνεται αυτός εκεί ο χαρταετός» είπε ο ένας.
«Και πολύ νόστιμος» συμπλήρωσε ο άλλος.
Ο χαρταετός ανήσυχος άκουσε την κουβέντα κι αποφάσισε να μιλήσει: «Για καθίστε καλά, σας παρακαλώ πολύ, δεν είμαι εγώ φτιαγμένος για τα δόντια σας» φώναξε.
«Γιατί τι θα μας κάνεις;» του απάντησε ο ένας αρουραίος περιπαικτικά.
«Εγώ λέω να ξεκινήσουμε να τον ροκανίζουμε από κει κάτω δεξιά», σχολίασε αδιάφορα ο άλλος, γεμάτος όρεξη.
Ο χαρταετός ένιωσε την απειλή να τον κυκλώνει. Αλλά τι θα μπορούσε να κάνει; Ένας χαρταετός ήταν, που είχε δύναμη μονάχα στον αέρα. Εδώ κάτω στην αποθήκη ήταν ένα απλό κομμάτι χαρτί. Σκέφτηκε να τους παρακαλέσει.
«Φίλοι μου σας ικετεύω. Μη μου κάνετε κακό. Μεθαύριο είναι Καθαρά Δευτέρα και θα έρθουν να με πάρουν να πετάξω στον ουρανό. Αφήστε με να πετάξω για μια τελευταία φορά και μετά ελάτε να μου κάνετε ότι θέλετε. Δε θα με πειράξει. Για μια τελευταία φορά μόνο.»
Οι αρουραίοι γέλασαν δυνατά.
«Κι εμείς τι θα κερδίσουμε με το να περιμένουμε; Ίσα ίσα που θα μείνουμε πεινασμένοι άλλες δυο μέρες», είπε ο μεγαλύτερος.
«Και δεν ξέρουμε κιόλας αν θα επιστρέψεις», είπε χασκογελώντας ο άλλος.
Ο χαρταετός απογοητεύτηκε. Ήταν αποφασισμένοι. Τα μάτια τους γυάλιζαν από πείνα κι από κακία. Δεν μπορούσε να αποτρέψει το κακό. Και το κακό δεν άργησε να γίνει. Ο πρώτος πεινασμένος αρουραίος άρχισε να ροκανίζει το καλάμι του και ο δεύτερος πήρε φόρα κι έπεσε με δύναμη πάνω του, σκίζοντας το χαρτί. Ο πόνος ήταν αφόρητος για τον χαρταετό και στο τέλος, αυτό που του έμεινε, ήταν όλα κι όλα δυο μισοφαγωμένα καλάμια κι ένα κατατρυπημένο χαρτί. Ήταν πολύ λυπημένος. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πια.
Οι μέρες πέρασαν κι ο κυρ Θανάσης με τα παιδιά του κατέβηκαν στην αποθήκη την Καθαρά Δευτέρα. Βρήκαν τον χαρταετό σε κακό χάλι.
«Πω πω κρίμα, χάλασε ο χαρταετός μας. Μα τι έπαθε;» είπε απογοητευμένο το ένα παιδί.
«Πρέπει να τον έφαγαν τα ποντίκια», είπε το άλλο.
«Κρίμα» είπε ο κυρ Θανάσης. «Μη στεναχωριέστε όμως παιδιά μου. Θα πάρουμε έναν καινούργιο. Πιάστε τον τώρα αυτόν να τον βγάλουμε έξω να τον πετάξουμε.»
Κι έτσι, ο όμορφος μπλε χαρταετός βρέθηκε στα σκουπίδια, πιο στεναχωρημένος και θλιμμένος από ποτέ. Είχε πια αποδεχτεί πως δε θα πετούσε ποτέ ξανά. Περίμενε λοιπόν το τελευταίο στάδιο. Να έρθει το σκουπιδιάρικο να τον μαζέψει.
Καθώς περίμενε, άκουσε δυο παιδικές, κοριτσίστικες φωνές από μακριά.
«Ζωή, κοίτα. Ένας χαρταετός. Τι όμορφος που είναι», φώναξε με ενθουσιασμό το ένα κορίτσι.
«Ναι αλλά είναι σκισμένος Ελπίδα», αποκρίθηκε το άλλο.
Καθίσαν για λίγο να τον περιεργαστούν. Τον πήραν στα χέρια τους. Ο χαρταετός τότε έκπληκτος άκουσε την Ελπίδα να λέει:
«Κι όμως νομίζω ότι μπορεί να ξαναπετάξει. Να τον πάμε στον μπαμπά να δούμε τι μπορεί να κάνει.»
Κι έτσι τον πήραν μαζί στο σπίτι. Ο πατέρας τους, μόλις άκουσε την ιστορία, χαμογέλασε και τους υποσχέθηκε να τον ξαναφτιάξει. Πήρε λοιπόν καινούργιο χαρτί, άλλο καλάμι, τον ξαναζύγιασε τον κόλλησε κι έστειλε τη Ζωή να αγοράσει μια μεγάλη καλούμπα.
«Τώρα κορίτσια είναι όλος δικός σας. Τρέξετε για τον λόφο να τον αμολήσετε!»
Τα κορίτσια έτρεξαν ανυπόμονα στον κοντινό λόφο και τον άφησαν να πετάξει. Ναι, ο μπλε χαρταετός ζούσε και πάλι. Ήταν τόσο ευτυχισμένος. Τόσο τυχερός που τον βρήκαν τα δύο αυτά κορίτσια. Το μόνο που τον κρατούσε πια στη γη, ήταν ο μακρύς σπάγκος που τον πήγαινε εδώ και ‘κει, όπου φύσαγε ο αέρας. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη.
Και τότε έγινε κάτι που κανείς δεν περίμενε. Ο σπάγκος κόπηκε κι ο χαρταετός άρχισε να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά. Τώρα δεν τον κρατούσε τίποτα στο έδαφος.
«Ζωή, Ζωηηηη, ο σπάγκος κόπηκε, ο χαρταετός έφυγε. Τι θα κάνουμε τώρα. Τι θα κάνουμε!» είπε τρομαγμένη η Ελπίδα
«Τίποτα Ελπίδα. Τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα τώρα» απάντησε η Ζωή. «Μη λυπάσαι όμως. Νομίζω ότι ο χαρταετός μας τελικά αυτό ήθελε περισσότερο. Να πετάξει όσο πιο ψηλά γινόταν. Άφησέ τον. Τώρα πια ανήκει στον ουρανό.»
Η Ελπίδα την κοίταξε γεμάτη απορία. Μετά, γύρισε και κοίταξε τον μπλε χαρταετό που χανόταν ανάμεσα στα σύννεφα. Χαμογέλασε. Η Ζωή είχε δίκιο. Τώρα πια ήταν πραγματικά ελεύθερος.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου