Τον γνώρισα στο σχολείο. Ήταν ένα ψηλό κι αδύνατο παιδί, ασουλούπωτο, διαφορετικό από τ’ άλλα. Ήμασταν μαζί από την πρώτη δημοτικού. Τον έλεγαν Ζαχαρία και φορούσε πάντοτε κάτι χοντρά γυαλιά μ’ έναν μαύρο κοκάλινο σκελετό. Το αστείο περπάτημά του σε συνδυασμό με τη λεπτή διαπεραστική φωνή του, τον έκανε να βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο της καζούρας.

Κάναμε παρέα και στη γειτονιά. Το σπίτι του ήταν δυο στενά μακριά απ’ το δικό μου και το απογευματάκι μετά απ’ το σχολείο πάντα ερχόταν κι έπαιρνε μέρος στα παιχνίδια που διοργανώναμε με τους υπόλοιπους. Τα κλασικά παιδικά παιχνίδια. Παίζαμε κρυφτό κι αμπάριζα, αγαλματάκια ακούνητα και μακριά γαϊδούρα κι ό,τι άλλο τραβούσε η όρεξή μας. Ήμασταν όλοι αγόρια στην παρέα, κι η συμπεριφορά μας ήταν απότομη και σκληρή. Τότε δεν το καταλαβαίναμε, έτσι νομίζαμε ότι ήταν το φυσιολογικό. Έτσι μάθαμε. Κι ο Ζαχαρίας το πλήρωνε αυτό. Ακριβά.

Όμως ήθελε πολύ να είναι μαζί μας. Πάντα πρώτο τον βρίσκαμε στο σημείο συνάντησής μας, στη σκάλα μιας παλιάς πολυκατοικίας στην οδό Σοφοκλέους στην Καλλιθέα. Μας περίμενε πάντοτε χαμογελαστός να μαζευτούμε και στα μπλε μάτια του που κρυβόταν επιμελώς πίσω απ’ τα χοντρά κοκάλινα γυαλιά που φορούσε, έβλεπες την ανυπομονησία του να σβήνει κάθε φορά που μας συναντούσε. Οι περισσότεροι δεν του δίναμε κι ιδιαίτερη σημασία. Ήταν καλόψυχος αλλά αγαθούλης κι αυτό του κόστιζε κάθε μέρα. Στο κρυφτό ήταν το μόνιμο θύμα, καθώς οι υπόλοιποι με πλάγιους τρόπους καταφέρναμε και τον βάζαμε στην κολόνα για να φυλάξει και στο ποδόσφαιρο είχε εξασφαλισμένη τη θέση του τερματοφύλακα ως ο πιο άσχετος. Αλλά δεν παραπονιόταν. Ήταν μόνιμα εκεί και περίμενε. Χαμογελαστός στα σκαλάκια της παλιάς πολυκατοικίας. Κάθε μέρα.

Την προτελευταία χρονιά στο γυμνάσιο έτυχε να είμαστε στην ίδια τάξη. Ο Ζαχαρίας είχε ψηλώσει απότομα. Μας έριχνε σχεδόν ένα κεφάλι κι αυτό προστέθηκε στις προς πείραγμα λεπτομέρειες. Τότε συνέβη το εξής παράδοξο για τα δεδομένα μας γεγονός. Ο Ζαχαρίας ερωτεύτηκε. Το μάθαμε όταν η Ευτυχία, η απουσιολόγος της τάξης, μας εκμυστηρεύτηκε ότι ο Ζαχαρίας της έγραψε ένα ραβασάκι με τα αισθήματά του και της το έβαλε στην τσάντα. Από εκείνη την ημέρα η ζωή του έγινε μαρτύριο. Η καζούρα ήταν σε καθημερινή βάση και κάθε φορά, η πλάκα που του κάναμε γινόταν και πιο χοντρή. Κοκκίνιζε ολόκληρος όποτε άκουγε να αναφέρουμε το όνομά του δίπλα στης Ευτυχίας κι έτρεχε να εξαφανιστεί για να γλιτώσει. Το αποκορύφωμα ήταν όταν μια μέρα μου ήρθε η φαεινή ιδέα να γράψω ένα στιχάκι για τον έρωτά του και να το απαγγείλω στην τάξη.

«Ο έρωτας είναι τυφλός μικρέ μου Ζαχαρία

που στα σκοτάδια έψαχνες να βρεις την Ευτυχία

Αυτή όμως αρνήθηκε να δει τον έρωτά σου

μη σε πειράζει σκούπισε με Άζαξ τα γυαλιά σου.»

Η τάξη σείστηκε απ’ το γέλιο. Ο Ζαχαρίας έγινε κατακόκκινος. Πήρε την τσάντα του κι εξαφανίστηκε. Δεν ήρθε στο σχολείο την επόμενη μέρα. Με την παιδική, αφελή μου νοοτροπία δεν κατάλαβα εκείνη τη στιγμή πόσο τιποτένια συμπεριφορά είχα απέναντί του. Έτσι ήταν, δυστυχώς. Όταν είσαι μικρός, δε δίνεις τόση σημασία στα λόγια και τις πράξεις σου. Καμιά φορά κάνεις πράγματα που πληγώνουν και που μετά σ’ ακολουθούν μια ζωή. Έτσι συνέβη και με μένα. Το πόσο άθλια του φέρθηκα τότε, το κατάλαβα μετά από χρόνια.

Την επόμενη μέρα ο Ζαχαρίας γύρισε στην τάξη. Κάθισε στο θρανίο του και δε μίλησε. Γύρισε κάποια στιγμή προς τα πίσω και με κοίταξε. Όχι με θυμό. Μου χαμογέλασε, αλλά ήταν από ‘κείνα τα χαμόγελα που τα ‘χεις λούσει με πίκρα. Υποσυνείδητα καταλάβαινα ότι είχα κάνει χοντράδα αλλά έκανα πως δεν τρέχει τίποτα. «Σιγά μωρέ, θα του περάσει» σκέφτηκα και στο διάλειμμα πήγα και του χτύπησα φιλικά την πλάτη.

-Έλα ρε Ζαχαρία πού χάθηκες; Δεν πιστεύω να σε πείραξαν τα χτεσινά; Πλάκα κάνουμε, ε;

-Όχι ρε ‘συ. Απλώς μ’ έπιασε το στομάχι μου λίγο και πήγα στο σπίτι. Μάλλον καμιά δηλητηρίαση θα ήταν. Όλα καλά, μην ανησυχείς.

Είπε αλλά δεν μ’ έπεισε.

-Εντάξει ρε Ζαχαρία. Το βράδυ στη γειτονιά έτσι;

Του είπα.

-Εντάξει Λευτέρη!

Μου απάντησε και χαμογέλασε.

Κι η ζωή συνεχίστηκε. Έτσι απλά. Τα χρόνια πέρασαν, τελειώσαμε το σχολείο. Ο Ζαχαρίας χάθηκε α’π τη γειτονιά, μετακόμισε με τη μητέρα του μακριά απ’ την Αθήνα. Από τότε δεν ξανάκουσα κάτι γι’ αυτόν. Εγώ συνέχισα τις σπουδές μου, πέρασα στο πανεπιστήμιο ηλεκτρολόγος μηχανικός κι έκανα κι ένα μεταπτυχιακό στο Λονδίνο. Είχα τριανταρίσει πια όταν γύρισα πίσω στην πατρίδα κι είχε φτάσει κι εκείνη η αποφράδα ώρα να παρουσιαστώ φαντάρος.

Και παρουσιάστηκα. Στην Τρίπολη. Μετά από ένα σύντομο διάστημα που πέρασα εκεί, ο επόμενος κι επίπονος σταθμός ήταν ο Έβρος. Δύσκολο πράγμα να πηγαίνεις μεγάλος στον στρατό. Δεν είσαι πλέον τόσο ανεκτικός όσο ήσουν παλιά κι όλα σου φαίνονται ακόμα πιο μαύρα. Παρουσιάστηκα στις Καστανιές στο τριεθνές. Στην πινέζα που λέμε. Θυμάμαι την πρώτη μέρα που πήγα πόσο χαμένος ήμουν, πόσο έξω απ’ τα νερά μου. Ένα στρατόπεδο στη μέση του πουθενά. Σκοτάδι και μαυρίλα παντού. Ο αλφαμίτης μου ζήτησε τα χαρτιά μου στην πύλη και μ’ έστειλε να παρουσιαστώ στο διοικητήριο. Προχώρησα σέρνοντας τις βαλίτσες και τα πόδια μου.

Μπαίνοντας στο πρώτο γραφείο όμως για να δώσω το φύλλο πορείας, είχα μια απρόσμενη συνάντηση. Απ’ αυτές που όταν συμβαίνουν συνειδητοποιείς πόσο μεγάλωσες. Ήταν ο Ζαχαρίας. Είχε γίνει μόνιμος στο στρατό. Αρχιλοχίας. Σκυμμένο τον είδα πάνω από κάτι χαρτιά, αλλά μόλις άκουσε το επίθετό μου σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε έκπληκτος, φορώντας ακόμα εκείνα τα χοντρά κοκάλινα γυαλιά.

-Λευτέρη; Ρε συ Λευτέρη!

Φώναξε και σηκώθηκε από το γραφείο του να μ’ αγκαλιάσει.

Τον αγκάλιασα κι εγώ αποσβολωμένος σχεδόν, αλλά σφιχτά κι οικεία, λες και είχα βρει τον χαμένο αδερφό μου.

-Ζαχαρία; Δεν το πιστεύω. Τι κάνεις εδώ ρε συ! Έχω να σε δω απ’ το σχολείο. Δεν άλλαξες καθόλου! 

– Τώρα αυτό είναι κομπλιμέντο; Μου απάντησε και γέλασε. Έλα κάτσε μου είπε να τα πούμε λίγο.

Και καθίσαμε να μιλήσουμε. Μου είπε τόσα πολλά. Για το πώς έφυγε και μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, για τη μητέρα του που έχασε κι άλλα σημαντικά και μη. Είχε σοβαρέψει ο Ζαχαρίας. Του είχε φύγει αυτή η αγαθοσύνη που είχε, το έβλεπες στα μάτια του και στον τρόπο που σου μιλούσε. Αλλά όχι και η καλοψυχία του. Κι αυτό μου το απέδειξε έμπρακτα από την πρώτη μέρα που βρέθηκα εκεί. Φρόντισε να μεσολαβήσει ώστε να με έχει στο γραφείο δίπλα του, να αποφύγω τις σκοπιές και τις αγγαρείες. Με έκανε γραφέα πρώτου γραφείου, θέση βυσματική για οποιονδήποτε εκεί πάνω. Και τότε, στο μυαλό μου άρχισαν να τριγυρίζουν όλες αυτές οι πλάκες κι οι εξευτελισμοί που είχε υποστεί από μένα κι απ’ όλους μας μικρός. Κι ένιωσα ένοχος. Τόσο ένοχος.

Δεν τολμούσα όμως να του πω κάτι για τα περασμένα. Όλο έλεγα ότι θα τον πιάσω μια μέρα να του πω μια συγγνώμη αλλά πάντα με έκοβε η καλή του διάθεση κι η όρεξή του για να κάνουμε παρέα. Κατά βάθος ντρεπόμουν κιόλας να του ξανανοίξω ένα τέτοιο θέμα. Και το άφηνα. Το άφηνα να χαθεί στον χρόνο. Κι ο χρόνος κυλούσε. Και βγαίναμε έξω με τον Ζαχαρία. Συνέχεια. Πηγαίναμε παντού, στην Ορεστιάδα στον Διδυμότειχο στην Αλεξανδρούπολη. Μου έμαθε τις καλύτερες ταβέρνες και τα πιο ωραία μπαράκια. Μου γνώρισε κόσμο, κοπέλες, φίλους του. Ένιωθα πραγματικά ότι όλ’ αυτά που είχαν γίνει στο παρελθόν ήταν απλώς μια παλιά ξεχασμένη ιστορία και τίποτ’ άλλο. Έτσι αφήναμε τον χρόνο να περνάει κλεισμένο στην νέα ευτυχισμένη μας παρένθεση.

Πέντε μήνες είχαν περάσει εκεί πάνω και με τον Ζαχαρία είχαμε γίνει πλέον αχώριστοι. Βγαίναμε έξω σχεδόν κάθε μέρα και χάρις σ’ αυτόν άρχισα να βλέπω το στρατιωτικό με άλλο μάτι. Ήμουν λες και είχα πάει διακοπές. Ξέχασα και τους φίλους μου και την Αθήνα κι όλα. Αν και είχα πατήσει τα τριάντα και ουσιαστικά δεν είχα εργαστεί ποτέ μου έχασα αυτή την όρεξη που είχα να γυρίσω πίσω, να αρχίσω τη δική μου ζωή, να δουλέψω, να εφαρμόσω όλα όσα είχα σπουδάσει τόσα χρόνια στο εξωτερικό. Μέσα μου ευχόμουν να μην τελειώσει όλο αυτό. Αλλά τέλειωσε δυστυχώς. Και με τον πιο σκληρό τρόπο που θα μπορούσα να φανταστώ.

Μια μέρα με το Ζαχαρία είχαμε μείνει στο στρατόπεδο. Εγώ είχα υπηρεσία ως γραφέας κι αυτός ως Αξιωματικός υπηρεσίας. Η δουλειά μου όταν έμενα μέσα ήταν να κάθομαι στο γραφείο και να καταγράφω τις αναφορές που έπαιρνα από τους σκοπούς των φυλακίων στα σύνορα. Αν πέρασε κανένα τζιπάκι απ’ την Τουρκία, αν ακούστηκε κάτι, αν έγινε κάποιο επεισόδιο, οτιδήποτε. Και το πρωί παρέδιδα την αναφορά μου στον Διοικητή.

Εκείνη τη μέρα λοιπόν, Φεβρουάριος θα ‘ταν, το κρύο ήταν τσουχτερό. Ο Ζαχαρίας είχε έρθει στο γραφείο και χαζολογούσαμε. Σε μια στιγμή ακούστηκε απ’ έξω ένας δυνατός κρότος που ερχόταν από μακριά. Μια έκρηξη. Βγήκαμε στο παράθυρο, αλλά το σκοτάδι ήταν πυκνό. Δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε τίποτα. Δεν πέρασαν δύο λεπτά και το τηλέφωνο χτύπησε.

-Γραφέας υπηρεσίας, γραφέας υπηρεσίας! Στρατιώτης Κοντομάρκος Δημήτριος. Έχουμε επεισόδιο στον τομέα Δ4. Έκρηξη σε ναρκοπέδιο. Πιθανότατα κάποιος πήγε να περάσει τα σύνορα.

-Εντάξει Κοντομάρκο, θα το μεταβιβάσω.

Είπα στον Ζαχαρία τι έγινε κι αυτός πήρε αμέσως τηλέφωνο τον Διοικητή. Μίλησαν για λίγο και κλείνοντας μου είπε.

-Ντύσου, πάρε ένα τετράδιο ένα στυλό, τη φωτογραφική και φύγαμε.

-Πού να πάμε; 

-Έσκασε νάρκη στο Δ4. Πάμε να δούμε τι έγινε να το καταγράψουμε. Διαταγή του διοικητή.

Ντύθηκα γρήγορα. Μ’ έπιασε ένα άγχος. Για πρώτη φορά εδώ πάνω ίσως. Είχα ακούσει ιστορίες διάφορες από τους πιο παλιούς για το τι συνέβαινε εδώ στα σύνορα. Πόσες φορές είχαν πάει κι είχαν μαζέψει λαθρομετανάστες κι εμπόρους ναρκωτικών διαμελισμένους από τα ναρκοπέδια. Δεν υπολόγιζαν τίποτα, ούτε την ίδια τους τη ζωή, προκειμένου να περάσουν στην Ελλάδα. Δεν ξέρω κατά πόσο ήμουν έτοιμος ν’ αντικρίσω ένα τέτοιο θέαμα.

Σε λίγα λεπτά είχε έρθει κι ο Ζαχαρίας μ’ ένα τζιπ και με περίμενε κάτω απ’ το Διοικητήριο. Μπήκα μέσα γρήγορα και φύγαμε. Τα σύνορα ήταν λίγα χιλιόμετρα μακριά, πέντε λεπτά περίπου με το τζιπ. Φτάσαμε στο φυλάκιο 7. Οι φαντάροι μας έδειξαν το σημείο όπου είχε γίνει η έκρηξη. Ξεκινήσαμε να πάμε εκεί με τα πόδια- κάνα χιλιόμετρο απόσταση. Βγήκαμε από το τζιπ και προχωρήσαμε. Βαθύ σκοτάδι παντού, ούτε ένα φως δεν υπήρχε κι εμείς να προχωράμε σ’ ένα λασπωμένο χωματόδρομο πηγαίνοντας στο πουθενά. Τότε κατάλαβα πόσο τυχερός ήμουν που είχα βρει τον Ζαχαρία εδώ πάνω και δε βρέθηκα σε κανένα τέτοιο φυλάκιο. Η καρδιά μου όσο πλησιάζαμε, χτυπούσε όλο πιο δυνατά.

Φτάσαμε στο σημείο όπου είχαν μαζευτεί 3-4 φαντάροι και κοιτούσαν μέσα στο ναρκοπέδιο. Ήταν περιφραγμένο με συρματόπλεγμα με μια συστάδα δέντρων στα δεξιά και μια μεγάλη λεύκα στη μέση.

-Έμπορος είναι μάλλον, μας είπαν. Πρέπει να ‘ναι ακόμα ζωντανός. Τον ακούσαμε να φωνάζει.

Κοιτάξαμε κι εμείς μέσα όπου με δυσκολία διακρίναμε στα 5-10 μέτρα περίπου δίπλα στην λεύκα μια σκοτεινή φιγούρα, πεσμένη στο έδαφος. Ακούγαμε όμως τα πνιχτά βογγητά του.

Ένας είναι, μου είπε ο Ζαχαρίας. Έλα λίγο από μπροστά, πάρε τη φωτογραφική και τράβα.

Τι να κάνω, έβγαλα την φωτογραφική και με τη βοήθεια ενός φακού από ένα άλλο παλικάρι προσπάθησα να τραβήξω. Δυστυχώς όμως το σκοτάδι δε βοηθούσε κι ελάχιστα πράγματα φαινόταν στη μηχανή.

-Δε γίνεται του λέω. Δε φαίνονται πολύ καθαρά. Θα πρέπει να πάμε πιο κοντά.

-Για να δω. Χέσ’ το μωρέ εντάξει. Φαίνεται ότι είναι ένα άτομο.

«Ειιιι εσύυυυ», φώναξε προς το μέρος του, «ειιιι».

Τίποτα. Καμία ανταπόκριση. Δεν έβγαζε ούτε άχνα.

-Μάλλον πέθανε, είπε ο Ζαχαρίας. Ας περιμένουμε το συνεργείο απεγκλωβισμού, να ‘ρθει να τον βγάλει.

Και τότε εντελώς ξαφνικά, πίσω από τη λεύκα, λίγα μέτρα μακριά, μια φιγούρα άρχισε να τρέχει προς τα δεξιά. Υπήρχε κι άλλο ένα άτομο κρυμμένο πίσω από το δέντρο!

-Φυλάξου! ούρλιαξε ο Ζαχαρίας και τινάχτηκε με φόρα πάνω μου. Πέσαμε κι οι δύο κάτω μαζί με όλους τους άλλους. Το σώμα του σχεδόν κάλυψε το δικό μου. Τότε ακολούθησε μια τρομακτική έκρηξη.

Το άτομο που έτρεξε πανικόβλητο πίσω απ’ το δέντρο είχε πέσει σε νάρκη. Αντιλήφθηκε την παρουσία μας κι έτρεξε να μας αποφύγει χωρίς να υπολογίσει τίποτα. Τα αυτιά μου πόναγαν από τον θόρυβο. Δεν άκουγα σχεδόν τίποτα για λίγο. Σήκωσα το κεφάλι μου και παρά το σκοτάδι, ο γκρίζος καπνός φαινόταν να ‘χε καλύψει τον ουρανό. Γύρισα να κοιτάξω τον Ζαχαρία. Είδα το πρόσωπό του σφιγμένο, γεμάτο πόνο.

-Ζαχαρία. Ζαχαρία! του φώναξα. Τα παιδιά απ’ έξω μας φώναζαν αν είμαστε καλά, αλλά με δυσκολία άκουγα μετά την έκρηξη. Ο Ζαχαρίας δε μου μίλησε. Σηκώθηκα στα γόνατα και τον γύρισα να δω την πλάτη του. Ένα θραύσμα από τη νάρκη τον είχε βρει στο πλάι κάτω από τα πλευρά. Η παραλλαγή του ήταν πνιγμένη στο αίμα κι εγώ τρομαγμένος όσο ποτέ να μην μπορώ να κάνω τίποτα. Δίπλα σ’ ένα ναρκοπέδιο με τον Ζαχαρία βαριά τραυματισμένο, το μόνο που μου έμενε ήταν να περιμένω εκεί το συνεργείο απεγκλωβισμού και το ασθενοφόρο.

Και περίμενα. Έβγαλα το χιτώνιό μου και προσπάθησα να πιέσω το σημείο που είχε τραυματιστεί. Αυτός τινάχτηκε απ’ τον πόνο. Δεν ήξερα. Δεν ήξερα πώς ν’ αντιμετωπίσω μια τέτοια κατάσταση. Όλα έμοιαζαν σαν να είναι βγαλμένα από ταινία κι εγώ πρωταγωνιστής χωρίς να ‘χω ξαναπαίξει.

-Λευτέρη. Λευτέρη άσε με, μου είπε. Τα γυαλιά μου. Δώσε μου τα γυαλιά μου.

-Κάτσε να τα βρω, του είπα κι έψαξα μες στα χώματα, εκεί που είχαμε πέσει. Ψαχουλεύοντας στο χώμα, τα βρήκα, τα καθάρισα αλλά ο δεξιός φακός είχε σπάσει.

-Σπάσανε ρε συ. Μάλλον χτύπησαν σε καμιά πέτρα, του είπα και τα κρατούσα με το χέρι μου να τρέμει.

Σήκωσε το χέρι του, μου τ’ άρπαξε χωρίς να πει τίποτα και τα φόρεσε.

Άκου με Λευτέρη, ψέλλισε με φωνή που έτρεμε. Άκου με και μη λες τίποτα. Πάρε αυτό, μου είπε κι έκλεισε στη χούφτα μου ένα μικρό χάλκινο κλειδί.

-Τι ειν’ αυτό; Τον ρώτησα.

-Είναι από το συρτάρι του γραφείου μου, μου απάντησε. Το πρώτο δεξιά. Εμένα δε με βλέπω για πολύ, είπε κι έβηξε δυνατά. Το στόμα του γέμισε με αίμα και τα μάτια του γούρλωσαν, πετάχτηκαν σχεδόν έξω από τα χοντρά γυαλιά του.

-Ζαχαρία; Ζαχαρία! Tου φώναξα και τον τράβηξα από τους ώμους. Αλλά ο Ζαχαρίας πια δεν αποκρινόταν. Έγειρε το κεφάλι του δεξιά και δεν ξαναμίλησε.

Έκλαψα πολύ εκείνο το βράδυ. Δε θυμάμαι να έχω ξανακλάψει τόσο. Δε θυμάμαι να έχω νιώσει τόσο άσχημα στη ζωή μου ποτέ. Ο Ζαχαρίας. Ο φίλος μου ο Ζαχαρίας. Είχε σκοτωθεί. Είχε σκοτωθεί πάνω στην προσπάθειά του να με προστατέψει. Να σώσει εμένα. Ποιον; Εμένα. Αυτόν που τον κορόιδευε μια ζωή. Που του έκανε μαρτύριο τα παιδικά του χρόνια. Πώς να το άντεχα αυτό; Πώς;

Το συνεργείο έφτασε μετά από λίγη ώρα, μας μάζεψαν και μας πήγαν στο στρατιωτικό νοσοκομείο στο Διδυμότειχο. Έτρεμα ολόκληρος από το σοκ και όταν φτάσαμε με εξέτασαν, μου έκαναν μια ηρεμιστική ένεση και μ’ άφησαν να κοιμηθώ. Την επόμενη μέρα σηκώθηκα ένα ράκος. Τ’ αυτιά μου ακόμα πονούσαν αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στον πόνο που μου προκαλούσε η εικόνα του Ζαχαρία ξαπλωμένου στο χώμα μες στα αίματα. Στα μάτια μου υπήρχε μόνο αυτό κι ήξερα από τότε ότι δε θα φύγει ποτέ από τα μάτια μου.

Γύρισα μετά δυο μέρες στο στρατόπεδο. Οι πάντες ήταν ακόμη ανάστατοι από το γεγονός. Έβλεπες πηγαδάκια δεξιά κι αριστερά κι όλοι να μιλούν για το συμβάν. Τα παιδιά ήρθαν να με βρουν στο θάλαμο, να δουν αν είμαι καλά, να με ρωτήσουν λεπτομέρειες. Εγώ όμως δεν είχα καμία όρεξη να μιλήσω. Στο μυαλό μου ήταν καρφωμένα τα μάτια του Ζαχαρία. Τα γαλάζια μάτια του που έκλεισαν για πάντα εκείνο το βράδυ του Φλεβάρη. Σηκώθηκα αιφνιδιαστικά απ’ το κρεβάτι χωρίς να μιλήσω σε κανέναν κι έτρεξα στο γραφείο. Έβαλα το χέρι μου στην τσέπη κι έβγαλα το μικρό κλειδί που μου είχε δώσει. Βρήκα το συρτάρι, έβαλα το κλειδί μέσα και το άνοιξα. Πάνω-πάνω υπήρχε ένας φάκελος. «Για τον Λευτέρη» έγραφε.

Τον κράτησα στα χέρια μου και τον άνοιξα. Μέσα υπήρχε μια φωτογραφία. Την τράβηξα έξω. Ήμουν εγώ κι ο Ζαχαρίας χαμογελαστοί στην πλατεία της Ορεστιάδας. Τη θυμάμαι εκείνη τη μέρα. Είχαμε περάσει τόσο όμορφα. Κι οι δυο ανέμελοι και γελαστοί σαν να μην είχε συμβεί ποτέ αυτό που συνέβη. Την κοίταξα και ξαφνικά βούρκωσα. Και τότε σαν να ‘ξερα ότι κάτι ήθελε να μου πει, τη γύρισα ανάποδα. Ήταν τα γράμματά του.

«Λευτέρη. Καλέ μου φίλε. Δεν είμαι και πολύ καλός στο να γράφω ευχές, σκέψεις κι οτιδήποτε άλλο. Παρ’ όλα αυτά, θέλω να σου αφήσω κάτι να το ‘χεις να το θυμάσαι τώρα που οι δρόμοι μας θα χωρίσουν. Εσύ σε λίγο καιρό θα γυρίσεις στην οικογένειά σου κι εγώ θα συνεχίσω εδώ τη ζωή μου η κάπου αλλού, όπου η μοίρα μου ορίσει. Μπορεί να ξανασυναντηθούμε κάποτε, μπορεί κι όχι. Το εύχομαι, αλλά ξέρεις η ζωή είναι μικρή κι απρόβλεπτη. Θέλω να κρατήσεις λοιπόν αυτή τη φωτογραφία να την έχεις να θυμάσαι τις όμορφες στιγμές που περάσαμε εδώ πάνω. Θα μου λείψουν πραγματικά. Τέλος θέλω να ξέρεις ότι τα μάτια πολλές φορές λένε πολλά περισσότερα από τις λέξεις. Και τα μάτια τα δικά σου ξέρω τι θα ήθελαν να μου πουν. Εγώ σου ‘χω ήδη απαντήσει. Μην απορείς πώς το ξέρω. Σου είπα. Τα μάτια…» έγραψε κι έκλεισε το γράμμα.

Έμεινα να κρατάω τη φωτογραφία αμίλητος. Την έβαλα μες στον φάκελο και γύρισα στον θάλαμο. Ήξερε. Ήξερε τα πάντα. Τι σκεφτόμουν, τι ήθελα να του πω, πώς ένιωθα. Όλα. Αλλά δεν είπε τίποτα. Ποτέ. Είχε αφήσει κι αυτός το χρόνο να γιατρέψει όλες τις πληγές από το παρελθόν. Που όμως δεν ήταν αρκετός να μας προστατέψει απ’ τις καινούργιες. Τις δικές του στο σώμα και τις δικές μου στην ψυχή. Και μ’ άφησε να συνεχίσω μόνος μου παρέα μόνο με τις αναμνήσεις και με μια φωτογραφία να την έχω για να θυμάμαι.

Μετά από έναν μήνα απολύθηκα. Γύρισα στο πατρικό μου στην Καλλιθέα. Ύστερα παντρεύτηκα, μετακόμισα, έφυγα απ’ τη γειτονιά. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Φύλαξα τη φωτογραφία μέσα σ’ ένα παλιό άλμπουμ αλλά δεν το άνοιξα ποτέ ξανά. Δεν ήθελα να την ξαναδώ. Δεν είχα την ανάγκη γιατί το πρόσωπό του Ζαχαρία δε θα έσβηνε ποτέ από τα μάτια μου. Ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που κατάφερα και νίκησα τον χρόνο. Αλλά δεν ήμουν μόνος. Είχα μαζί μου τον Ζαχαρία. Θα ζούσε πάντα εκεί στη σκέψη μου, να τον πολεμάμε, όσα χρόνια κι αν περνούσαν.

Για πάντα μαζί. Για πάντα φίλοι.

Συντάκτης: Παναγιώτης Λαμπρίδης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου