«Πάτησα τα 82 πριν τρεις μέρες.

«Χαρούμενα γενέθλια γιαγιά», μου είπε η εγγόνα μου. Απ’ το τηλέφωνο την άκουσα, γιατί από κοντά δε με αφήνουν να πλησιάσω. Χαρούμενα και μόνη μου δε γίνεται πουλάκι μου, πήγα να της πω, αλλά δεν ήθελα να τη στεναχωρήσω.

Θέλουν να με μάθουν να τη βλέπω στο βίντεο. Εγώ δε θέλω. Εγώ θέλω να της αγοράσω ένα παγωτό φράουλα και να κοιμηθεί στην αγκαλιά μου όταν θα της πω το αγαπημένο της παραμύθι. Το κάνει αυτό το βίντεο; Άμα δεν το κάνει δε θέλω.

«Θα περάσει μαμά», μου λέει η κόρη μου. Ναι, κορίτσι μου. Το ξέρω. Άνοιξα το παντζούρι μου να ποτίσω το γεράνι. Ψυχή έξω. Απαγορεύεται λέει να κυκλοφορείς. Ας γελάσω. Λες και πήγαινα και πουθενά. Με ένα Πι σέρνομαι εδώ και τρία χρόνια, από τότε που έπεσα κι έσπασα το γοφό μου. Αλλά όσο να ‘ναι, στεναχωριέμαι. Όχι για το γοφό μου. Γιατί θα ήθελα να έχω την επιλογή να βγω κι ας μην μπορώ.

«Ε, κυρία Μαργαρίτα θα πάω μέχρι το φαρμακείο, να σου πάρω τίποτα;» μια φωνή απ’ το υπερπέραν ακούστηκε. Παραξενεύτηκα, δεν αναγνώρισα τη φωνή. Ποια είν’ αυτή; Καλέ η Μαρία του Σταύρου από απέναντι. Καλέ, πού να τη γνωρίσω με αυτό το φακιόλι στη μούρη. Όχι δε θέλω. Ευχαριστώ. Θα ‘ρθει η κόρη μου σήμερα να μου φέρει πράγματα. Θα μου τα αφήσει στην πόρτα, δε θα μπει μέσα.

Κάθε φορά προσπαθεί να μου εξηγήσει. «Δε φοβόμαστε εσένα μαμά, εμείς εσένα θέλουμε να προφυλάξουμε». Δουλεύει σε σούπερ μάρκετ η Αγγελική μου. Την καταλαβαίνω. Αυτό όμως που δεν έχω καταλάβει ακόμη είναι γιατί αισθάνομαι ότι εγώ είμαι το πρόβλημα. Ας είναι. Είμαι και κάποιας ηλικίας, μερικά πράγματα τα μπερδεύω.

Θυμάμαι το Μεγάλο Σάββατο, άναψα ένα κεράκι και βγήκα στο παράθυρο. Όλοι στα μπαλκόνια τους ψάχνουν τα μάτια των απέναντι. Έψαχναν ελπίδα και κουράγιο. Χρόνια πολλά φώναζαν με βροντερή φωνή κι ας μην είχαν ανταλλάξει λέξη όλη τη χρονιά. Περίεργα πράγματα.

Πέρασε η ώρα. Θα βάλω τη νυχτικιά μου να ξαπλώσω. Τελευταία δυσκολεύομαι να κοιμηθώ το βράδυ. Παλιά άνοιγα λίγο την τηλεόραση να με νανουρίσει, τώρα μοιάζει με ξυπνητήρι. Μείνετε σπίτι, μείνετε ασφαλείς, μείνετε ξάγρυπνοι. Δε θέλω να την ακούω. Καλύτερα ησυχία, να ‘χω το κεφάλι μου ξέγνοιαστο γιατί τόσο θόρυβο δεν τον αντέχει το κεφάλι μου.

Ξημέρωσε. Τελικά δεν κοιμήθηκα απόψε, αλλά δεν πειράζει. Μου φτάνει που θα δω και σήμερα τον ήλιο να μπαίνει απ’ τις κουρτίνες. Ξέρετε, αυτόν που τον κοιτάς κατάματα τις Κυριακές και λες, αποκλείεται. Μια τέτοια μέρα, τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά.»

 

 

Συντάκτης: Παναγιώτης Λαμπρίδης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου