Τι άλλο να κάνω πια εδώ. Στο ίδιο παράθυρο, στο ίδιο τραπέζι, στην ίδια σελίδα. Με την ίδια πένα. Οι λέξεις με ξανασυναντούν σαν παλιές αγαπημένες στο ίδιο λευκό τοπίο. Διαμάντια που δε γυαλίζουν πια. Το μελάνι μου βάλτωσε κι εγώ έχω σκουριάσει σ’ αυτήν την παλιά καρέκλα. Μου φωνάζει τρίζοντας κάθε μέρα πως δε μ’ αντέχει πια. Ούτε κι εγώ με αντέχω.
Πρέπει να βγω έξω. Να κυλήσω. Να βρω τη λάμψη, την περιπέτεια, το λόγο. Να πιω το πράσινο απ’ τα μεγάλα λιβάδια, Να αγγίξω κρυστάλλινα νερά από χαμένες θάλασσες, Να ακούσω άγνωστα χαμόγελα. Και να με ζεστάνουν χέρια που ποτέ δε γνώρισα. Εκεί θέλω να πάω. Χωρίς μολύβι και χαρτί, χωρίς ονόματα, χωρίς πρέπει. Όλα να γράψουν στο μυαλό. Χωρίς φόβο. Ό,τι αξίζει άλλωστε ποτέ δε σβήνει.
Να τριγυρίζω όλη τη μέρα και να με παίρνει ο ύπνος τα βράδια. Εκεί. Όπου η τύχη μου ορίσει. Στην όχθη ενός ποταμού, σ’ ένα παλιό ξενοδοχείο η στο παγκάκι μιας πλατείας. Δεν έχει σημασία ο προορισμός. Σημασία έχει το ταξίδι και το ταξίδι είναι εκεί έξω και περιμένει. Θα φύγω, το αποφάσισα. Οι λευκές μου ημέρες με προστάζουν. Δεν μπορώ να μαζέψω σύννεφα πια, πρέπει να βγω έξω να τα κυνηγήσω. Ένα ταξίδι χιλίων μιλίων ξεκινά μ’ ένα απλό βήμα, λένε. Το απλό όμως είναι και το πιο δύσκολο. Λέω να κατηφορίσω τον πρώτο δρόμο που θα βρω μπροστά μου και δε με νοιάζει πού θα βγάλει. Σε ένα μικρό μονοπάτι ή σε μια πλατιά λεωφόρο. Δεν παίζει ρόλο.
Δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Βγαίνω απ’ την τροχιά μου κι ανοίγω χωματόδρομους. Κόντρα στο ρεύμα, κόντρα στον καιρό, κόντρα στο θάνατο. Πηγαίνω μπροστά. Αυτή είναι η ουσία. Να γεμίσω παράσημα απ’ τον ήλιο, τη βροχή και τη σκόνη. Και να χαμογελάω. Σαν να μην υπάρχει αύριο. Να μιλάω με τους ανθρώπους.
Θα καθόμαστε ολόγυρα σε μεγάλα ξύλινα τραπέζια και θα πίνουμε κρασί. Άγνωστος με άγνωστο. Και ζαλισμένοι να μου μιλάνε για τα όχι τους τα θέλω και τα γιατί τους. Να ακούω τις ιστορίες τους τη νύχτα και το πρωί να φεύγω αφήνοντας πίσω μου το γραφτό τους. Χωρίς αντίτυπα. Και να συνεχίζω. Με οποιοδήποτε μέσο με οποιοδήποτε τρόπο. Στη θάλασσα θέλω να φτάσω, να με φιλήσει η αρμύρα στο πρόσωπο. Να πάρει γεύση αυτή η άνοστη ζωή. Να τη χρωματίσω με δανεικό μπλέ.
Και πριν χορτάσω, να κατέβω στο πρώτο λιμάνι λαθρεπιβάτης μιας εμπειρίας. Κι εκεί να συμβεί πάλι το ίδιο. Με τους ίδιους αγνώστους σε άλλο τραπέζι μια τέτοια στιγμή. Και ξανά πίσω. Σε νέο ταξίδι. Θέλω να κολυμπήσω όλο τον κόσμο. Να γίνω ένας εξερευνητής που δε θα ψάχνει για χώμα αλλά για λέξεις. Που θα τις φυλάξω ευλαβικά στο πίσω μέρος του μυαλού μου, μέχρι να ωριμάσουν.
Κι ύστερα θα επιστρέψω. Στην καρέκλα που τρίζει. Δε θα ‘ναι όμως ποτέ πια η ίδια. Τίποτα δε θα ναι. Ξεκινάω σε λίγο. Κι αφήνω πίσω μου το μέτριο, παίρνοντας στις αποσκευές μου το πιο μικρό. Το πιο απαραίτητο. Εμένα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου