Και πριν κάτι μέρες χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ο φίλος μου ο Χρήστος από Δράμα.
– Έλα ρεμάλι τι κάνεις;
– Καλά Χρηστάρα, εσύ;
– Μια χαρά. Άκου σου ‘χω πρόταση. Έρχεσαι Ανάβυσσο, παίρνεις και τους υπόλοιπους χαμένους άνεργους φίλους σου και πάμε βουρ να φυτέψουμε ένα χωράφι με ρόδια. Μεροκάματο καλό κι αν γουστάρετε σας κλείνω και δωματιάκι στο ξενοδοχείο «Μαύρο Λιθάρι» να μην πηγαινοέρχεστε. Ψήνεστε;
– Μόνο ψηνόμαστε; Και σουφλέ 4 τυριά γινόμαστε. Μέσα.
Κι έτσι, που λέτε, αποδεχτήκαμε πρόσκληση να πάρουμε μια γεύση από αγροτική ζωή. Ναι, γιατί όχι. Τώρα να σας πω, πώς θα τα βγάζαμε πέρα 3 μ@λάκες που έχουμε να ξεκουνήσουμε απ’ τον υπολογιστή 15 χρόνια, με τα φτυάρια τις τσάπες και τα χώματα, ένας θεός ξέρει. Αλλά λέμε, όχι ρε, θα το κάνουμε. Άλλωστε, τι έχουμε να χάσουμε. Άνεργοι είμαστε, χαβαλέ θα ‘χει, στην εξοχή θα ήμαστε, λεφτά θα πάρουμε, όλα υπέρ μας. Δε γ@μιέται, φύγαμε.
Και να σου ένας γραφίστας, μια μανικιουρίστ κι ένας ιατρικός επισκέπτης επίσκεψη σε χωράφι. Σουρεάλ. Τα πράγματα δεν ξεκίνησαν πάντως και πολύ καλά, γιατί έπρεπε να ξυπνήσουμε στις 7. Αλλά με έναν φρέντο εσπρέσο γλυκό ελαφρύ, το προσπεράσαμε το θέμα γλυκά κι ελαφριά. Η συνέχεια όμως; Με το που σκάμε στο χωράφι, τι να δούμε. 60 στρέμματα χώμα. Oh my God. Για να σας δώσω να καταλάβετε, το μέγεθος ήταν καμιά 10ρια γήπεδα ποδοσφαίρου.
– Ρε συ Χρήστο, πας καλά; Θα σκάψουμε όλο αυτό το πράμα εμείς;
– Έλα σταμάτα ρε σε λέω. Μια χαρά. Τσακ μπαμ σε 3 μερούλες θα το καθαρίσουμε.
– Ρε φίλε, έχω να πιάσω φτυάρι από 4 χρονών, όταν έπαιζα με τα playmobil, είσαι σίγουρος;
– Ξεκίνα και θα δεις. Μια συνήθεια είναι.
– Καλαααααά.
Και ξεκινάμε. Πρωιιιιί με την αυγούλα, πίνω φραπέ γλυκοοό, με φτυάρι και τσαπούλα, για όργωμα θα ‘ρθωωω. Η διαδικασία έχει ως εξής: Μετράμε χωράφι, υπολογίζουμε πόσα δέντρα θα μπουν, σημαδεύουμε, σκάβουμε, φυτεύουμε και πούλο. Απλό ε; Αμ δε.
Για να μετρήσεις ένα χωράφι 60 στρεμμάτων και να το σημαδέψεις ακριβώς έτσι ώστε ανά 5 μέτρα να μπαίνει δέντρο, δεν είναι κι απλή διαδικασία. Η πρώτη μέρα είχε ως ασχολία αυτό. Και πώς θα το κάνουμε λοιπόν; Ο φίλος μας ο Σήφης, που είχε εμπειρία στα χωράφια, ανακάλυψε ένα συστηματάκι που είχε ως εξής. Φτιάχνουμε ένα τρίγωνο από σιδερόβεργα διαστάσεων 5 ύψος 4 πλάτος και 6,40 διαγώνιο. Αυτό, το σέρνεις μες στο χωράφι κι ανά 5 μέτρα σημαδεύεις την κορυφή του τριγώνου. Αν υπολογίσουμε ότι πρέπει να βάλουμε 3600 σημάδια -όσα και τα δέντρα- αυτό σήμαινε κάπου 15 χιλιόμετρα περπάτημα μέσα σε χωράφι, κάθε 5 μέτρα σταμάτημα και σκύψιμο να σημαδέψουμε κι άντε πάλι. F@ck me.
Μετά από τις πρώτες 3 ώρες είμαστε για απόσυρση έως να καλέσουμε γραφείο τελετών. Από το σκύψε-σήκω η μέση μας έχει φτάσει στο γόνατο και τα κουράγια μας είχανε πάει περίπατο. Ε τι περιμένατε, πρώτη φορά να πετάμε; Ήταν σαν να πήγαινες να παίξεις μπάλα στο Μπερναμπέου ενώ δεν έχεις κάνει ποτέ στη ζωή σου προπόνηση. Δε θα φας καμιά 25ρια γκολάκια; Ήττα μεγάλη σας λέω.
Κάνουμε το πρώτο διάλειμμα. Έχω σπάσει το κεφάλι μου, τι πατέντα να βρω για να γίνει το όλο θέμα πιο ξεκούραστο και να αντέξουμε. Και ναι. Βρήκα για άλλη μια φορά τη λύση. Ω ναι. Ο Μαγκάιβερ μέσα μου ζει. Για να μην κουβαλάμε αυτό το τρίγωνο με τα χέρια και προ πάντως για να μην σκύβουμε, αφού το όλο γ@μήσι της υπόθεσης ήταν αυτό, σκέφτηκα να δέσουμε στις γωνίες από ένα σκοινάκι, έτσι ώστε, όταν πάμε πάνω από τα σημάδια, απλά να το ξαμολάμε και να μη σκύβουμε. Καλό ε;
Κι έπιασε που λέτε. Κι όχι μόνο έπιασε, η δουλεία γινόταν όλο και πιο γρήγορα κι εμείς ήμασταν πιο ξεκούραστοι. Μετά από αυτό η όλη φάση ήταν απλώς μια βόλτα στα χωράφια. Α ρε πουτ@να Lab, αγόρι μου, χαραμίζεσαι. Στη NASA πρέπει να σε πάρουν να βρεις πώς θα φτάσουμε στον Άρη σε 2 μέρες!
Πέρα όμως απ’ την εφεύρεση, η κούραση έχει κάνει τη δουλειά της. Έχει φτάσει, λοιπό, αισίως, 5 το απόγευμα κι είμαστε στα όριά μας. Παρακαλούμε τον θεό να γίνει κάτι να μείνουμε όρθιοι. Και η ευχή πιάνει. Κι όχι απλά πιάνει, αλλά ρίχνει χαλάζι κορόμηλο. Πολύ στεναχωρηθήκαμε που φύγαμε απ’ το χωράφι, τι να σας πω. Τες πα. Κι έτσι, η πρώτη μέρα τελειώνει. Ισοπεδωμένοι σχεδόν αλλά κατευχαριστημένοι που τα καταφέραμε, γυρίζουμε σπίτι. Εις αύριον τα σπουδαία.
Το αύριο, όμως, ήταν πολύ κοντά κι εμείς πιασμένοι μέχρι και στις βλεφαρίδες. Ε, τι να κάνεις. Η απροπονησιά αυτά έχει. Άντε λοιπόν ξανά μανά το ίδιο έργο. Ξύπνημα, φρέντο, χωράφι, σημάδεμα. Πλέον όμως έχουμε γίνει εξπέρ και δουλεύουμε τραγουδώντας. Η Μαρίνα έχει αναλάβει τη διασκέδασή μας με ό,τι λαϊκό κομμάτι ήξερε και ‘μεις ευλαβικά την ακούμε. Αξιοπερίεργο, βέβαια, που ήξερε λαϊκά τραγούδια γιατί αυτή μόνο κάτι νταπα ντούπα ακούει. Αλλά είναι γνωστό το άσμα του Πανούση που λέει: ”Μ’ αρέσει στα κρυφά κι ο Μητροπάνος”. Έτσι εξηγείται.
Και φτάνει η ώρα της αγρανάπαυσης. Σαντουιτσάρα με διπλό σουβλάκι που για μερικούς έγινε και 4πλο γιατί 2 Αιγύπτιοι εργάτες δεν έτρωγαν χοιρινό και τους τα ψειρίσανε τα υπόλοιπα λαμόγια, με συνοπτικές. Εδώ ρε μάγκες πάντως, μπορείτε να καταλάβετε την αξία του μεσημεριανού φαγητού και μιας σιέστα 15 λεπτών. Όταν τα πόδια σου είναι στα όρια της θλάσης και το στομάχι σου ζητά απεγνωσμένα θερμίδες, η άξια ενός μεσημεριανού κι ενός διαλείμματος ανεβαίνει στα ουράνια. Αρχίζω και καταλαβαίνω τον φίλο Σήφη που μας έλεγε στην αρχή ότι έτρωγε 12 αυγά για πλάκα και τον δουλεύαμε. Ε ρε και να ‘χα τώρα μια ομελέτα με 60 αυγά και 145 τυριά. Θα την έσκιζα.
Με τα πολλά, ξαναγυρίζουμε στη δουλειά για να τελειώνουμε. Είμαστε προς το τέλος του σημαδέματος κι έχουμε πέσει πάνω σε ένα σύννεφο από μυγάκια. Μυγάκια παντού. Στ’ αυτιά στα ρούχα, στα μαλλιά, μέσα στο βρακί. Παντού. Αν καθόμουν 2 λεπτά ακίνητος, θα είχα γίνει μούμια από μυγάκια. Για το πόσα φάγαμε, αφήστε το. Πώς η φάλαινα ρουφάει το πλαγκτόν; Ε, κάτι τέτοιο. Σε κάποια φάση σταματούν τα μυγάκια. Γιατί άραγε; Μα γιατί αρχίζει το ψιλόβροχο βέβαια. Ω ρε μάνα μου, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Δεν υπάρχει γλιτωμός. Αλλά εντάξει. Δεν είχε μείνει και πολλή ώρα. Το ματς τελείωνε και μεις οδεύσαμε στα αποδυτήρια. Ώρα για ξεκούραση.
Τη δεύτερη μέρα θα μέναμε στο ξενοδοχείο. Μπουκάρουμε μέσα στο δωμάτιο και πιάνουμε σειρά για μπάνιο. Πωωω. Τι πράμα ήταν αυτό. Τι ηδονή. Το ζεστό νερό κυλούσε πάνω στο κορμί μου και δε συγκρινόταν, ούτε με το να με χάιδευαν 10 ημίγυμνα μοντέλα. Το αυτό έπραξαν κι οι υπόλοιποι και μετά από ολίγη ξεκούραση, πήγαμε σε ταβέρνα όπου φάγαμε το μεροκάματο που βγάλαμε το πρωί. Τρομερή διαχείριση εισοδήματος, αλλά δε γ@μιέται. Μια ζωή την έχουμε.
Και φτάνει η τρίτη και φαρμακερή μέρα, που είναι η μέρα του φυτέματος. Το χωραφάκι έτοιμο, σημαδεμένο, και ‘μεις με τα φτυάρια παραμάσχαλα ξεκινάμε το σκάψιμο λακκούβας και τοποθέτησης ροδιάς μέσα σε εκάστη. Θα πρέπει να ανοίξουμε 3500 λακκούβες. Λέω στον Χρηστάκη «Χρηστάκη σήμερα θα ‘ρθει το τετέλεσθαι, δεν υπάρχει περίπτωση. Συστήματα και μ@λακίες δε βλέπω να πιάνουν. Θα πέσουν κορμιά.» Πού να ήξερα ό άτυχος ότι μετά από τόσο κάψιμο στο Farmville και στο Country Story θα μου έλαχε να κάνω το ίδιο Real Time. Αλλά μάλλον το ‘χα από τότε με τα αγροτικά θέματα.
Και που λέτε, τα κορμιά πέφτουν στη μάχη. Εμείς οι μεγαλύτεροι σε Γιώτα Πέντε κατάσταση, ξεκινάμε σιγά σιγά το σκάψιμο-φύτεμα. Όμως το άλλο το παλικάρι, ο Σήφης, δεν καταλαβαίνει Χριστό. Κομπρεσέρ σκέτο. Μέχρι να τελειώσουμε οι δυο μας μια σειρά, ο Σήφης είχε τελειώσει μιάμιση μόνος του. Πόσα αυγά είχε φάει το πρωί, δεν ξέρω. Και δεν έφτανε μόνο αυτό. Με το που σφυρίζει διάλειμμα το αφεντικό, εμείς λιποθυμάμε μαζί με τα φτυάρια και βλέπουμε τον άλλο να πηδάει σαν κατσίκι μέσα στο χωράφι, να πάει να φάει το σάντουιτς. Τον κοιτάω καλά-καλά, μα ρε μ@λάκα τι πίνει αυτό το παιδί, νιτρογλυκερίνη; Αλλά έτσι είναι, άμα εσύ ο χλαπάτσας δεν ξεκουνάς τον κώλο σου από το PC 15 χρόνια κι ο άλλος οργώνει χωράφια από τα 13 του, είναι λογικό να σου μοιάζει σούπερ ήρωας.
Και το δεύτερο και τελικό στάδιο έφτασε. Έμεινε -μόνο- ένα γήπεδο ροδιές να φυτέψουμε. Ο Χρηστάκης έχει παραδώσει, σέρνεται στο χώμα σαν ολυμπιονίκης με τραυματισμό στον τερματισμό του Μαραθωνίου. Εγώ παίρνω κουράγια αν και πονάνε μέχρι και τα νύχια μου, αλλά βλέπω ότι τον φάγαμε τον γάιδαρο και πάμε για τερματισμό. Και φτάνουμε στο τέρμα. Ναι ρε κουφάλες. Τα καταφέραμε.
Λοιπόν. Τέτοιο πράγμα δε μου ‘χει ξανατύχει. Ίσως και να ήταν η κουραστικότερη δουλειά που ‘χω κάνει ever, σχεδόν ισάξια σε κούραση με όταν δούλεψα μια φορά σερβιτόρος σε δεξίωση 16 ώρες φορώντας δίπατες Wehrmacht. Αλλά όσο κι αν σας φαίνεται περίεργο, θα την ξανάκανα. Όχι αυτή με το σερβιτοριλίκι. Την άλλη. Και οι λόγοι δεν είναι ένας και δύο, είναι πολλοί.
Θα την ξανάκανα γιατί τίποτα δε συγκρίνεται με το να δουλεύεις έξω στη φύση και να νιώθεις ένα με τον ουρανό και το χώμα.
Θα την ξανάκανα γιατί τίποτα δε συγκρίνεται με το να περνάς μια τέτοια κατάσταση με καλούς φίλους και να είσαι μες στη μαλακία και τον χαβαλέ όλη τη μέρα, παρά την κούραση.
Θα την ξανάκανα γιατί ανακαλύπτεις πόση αξία έχουν μικρά καθημερινά πράγματα που σου περνούσαν αδιάφορα όπως το να κάνεις ένα ζεστό μπάνιο ή να ξεκουραστείς 10 λεπτά στη σκιά ενός δέντρου.
Θα την ξανάκανα γιατί μετά από τέτοιο κόπο βλέπεις με άλλο μάτι τα χρήματα που πήρες για μεροκάματο.
Θα την ξανάκανα γιατί ξύπνησε και το τελευταίο μου νεκρό κύτταρο.
Θα την ξανάκανα γιατί μετά από χρόνια θα περάσω μπροστά από αυτό το χωράφι και θα δω τις ροδιές ανθισμένες, γεμάτες καρπό, και θα σκέφτομαι ότι εγώ τα φύτεψα αυτά τα δέντρα, με τα χέρια μου.
Για όλους αυτούς λοιπόν τους λόγους θα το ξανάκανα. Ίσως και να το ‘κανα και για λιγότερους. Ίσως και για έναν μόνο. Η ουσία είναι πάντως ότι είδα τα πράγματα με άλλο μάτι, μέσω των δυσκολιών της εποχής. Είδα ότι το μυστικό του να είσαι χαρούμενος, ίσως δεν κρύβεται πίσω από ένα γραφείο και μια οθόνη υπολογιστή, καθαρός και ξεκούραστος. Ίσως το μυστικό να έχει μέσα χώμα, ουρανό, κόπο κι ιδρώτα. Και θα το βρω. Να είστε σίγουροι.
Ανακαλύψτε κι άλλες αγροτικές ιστορίες στο βιβλίο του Χρήστο Γκόντια. Θα το βρείτε εδώ:
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου