Το φαινόμενο του ghosting αποτελεί μία από τις πιο κοινές συμπεριφορές των τελευταίων χρόνων. Βρίσκει τη μεγαλύτερη απήχηση του κυρίως στους millennials και στους Gen Zers. Ο όρος αυτός έγινε ευρέως γνωστός σε όλους μας μέσα από την εμφάνιση του στον κόσμο των dating app κι έχει αρχίσει να εφαρμόζεται και στον εργασιακό χώρο.
Προέρχεται από την αγγλική λέξη “ghost” που σημαίνει φάντασμα και περιγράφει ουσιαστικά την απότομη εξαφάνιση ενός ατόμου από τη ζωή μας χωρίς καμία προειδοποίηση.
Αν και λοιπόν το ‘χουμε συνηθίσει κυρίως στις ερωτικές σχέσεις, δείχνει ν’ αποτελεί πρακτική τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους εργαζομένους. Είναι ο εύκολος τρόπος να πεις σε κάποιον ότι «δεν είσαι αυτό που ψάχνω». Για πολλά χρόνια, είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε τέτοιες συμπεριφορές απ’ την πλευρά των εργοδοτών. Με το ghosting πλέον να είναι ένα απ’ τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια, βλέπουμε τους εργαζόμενους ν’ αναλαμβάνουν τα ηνία και ν’ αλλάζουν τους κανόνες του παιχνιδιού.
Το φαινόμενο αυτό έχει κάνει την εμφάνισή του σ’ όλα τα στάδια που περνάει ένας εργαζόμενος, απ’ το κλείσιμο ενός ραντεβού για συνέντευξη, την ολοκλήρωση της διαδικασίας μέχρι και την πρόσληψη.
Δεν είναι λίγες όμως οι φορές που οι υποψήφιοι μετά το κλείσιμο της συμφωνίας δεν εμφανίζονται ποτέ την πρώτη μέρα στη δουλειά. Μ’ αυτό τον τρόπο βγαίνουν απ’ την άβολη θέση να πουν στο υποψήφιο προϊστάμενό τους πως δεν ενδιαφέρονται για τη θέση, πως θέλουν να παραιτηθούν ή ακόμα και πως έχουν δεχτεί κάποια καλύτερη προσφορά.
Τρεις είναι οι κυριότερες κατηγορίες ghosting που συναντάμε από την πλευρά των εργαζομένων:
Στην πρώτη κατηγορία βρίσκονται οι υποψήφιοι οι οποίοι ενώ έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για μία θέση δεν εμφανίζονται ποτέ κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. Στη δεύτερη κατηγορία ακολουθούν οι εργαζόμενοι που έχουν ολοκληρώσει το στάδιο της συνέντευξης, έχουν προσληφθεί απ’ την επιχείρηση όμως δεν εμφανίζονται ποτέ την πρώτη μέρα. Η τρίτη κατηγορία αφορά την αποχώρηση ενός υπαλλήλου απ’ την εργασία χωρίς καμία προειδοποίηση.
Σύμφωνα με έρευνα του Indeed για το 2021 το 28% των υποψηφίων έχει δηλώσει πως έχει κάνει ghosting σε εργοδότη, σε σύγκριση με το 18% που αποτελεί προηγούμενο ποσοστό του 2019. Ήδη απ’ το διάστημα της πανδημίας οι εργαζόμενοι έχουν στη διάθεσή τους περισσότερες ευκαιρίες, κάτι που τούς δίνει τη δύναμη και τη δυνατότητα να εκδηλώσουν ενδιαφέρον για παραπάνω από μία θέσεις εργασίας.
Γιατί όμως ένας εργαζόμενος να κάνει ghosting;
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους κάποιος εφαρμόζει αυτή τη συμπεριφορά στο εργασιακό περιβάλλον.
Σύμφωνα με έρευνα του Viser παρακάτω έχουμε συγκεντρώσει τις 5 επικρατέστερες αιτίες που ένα άτομο που βρίσκεται σ’ αναζήτηση εργασίας ή εργάζεται ήδη σε κάποια επιχείρηση κάνει ghosting:
- Δεν είναι ικανοποιημένοι από τον μισθό τους. Το ⅓ των ερωτηθέντων πιστεύουν πως αξίζουν να αμείβονται με υψηλότερους μισθούς.
- Έχουν στα χέρια τους κάποια ευνοϊκότερη πρόταση εργασίας.
- Η περιγραφή της θέσης δεν ήταν ξεκάθαρη. Πολλές φορές τυγχάνει να διαβάσουμε μία αγγελία για μία θέση, να πιστεύουμε πως έχουμε τα απαραίτητα προσόντα αλλά στην πραγματικότητα να είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
- Υπάρχει κακή φήμη για την εταιρεία στην αγορά και δεν είναι λίγες οι εταιρείες που λόγω κάποιου αρνητικού περιστατικού στο παρελθόν έχουν στοχοποιηθεί για αρκετά χρόνια στη μετέπειτα πορεία τους. Κάτι που σίγουρα επηρεάζει αρνητικά την τελική απόφαση του υποψηφίου.
- Οι νοοτροπίες κι οι αξίες της επιχείρησης δεν ταιριάζουν μ’ αυτές των εργαζομένων. Η κάθε επιχείρηση έχει τη δική της κουλτούρα με την οποία οφείλουν να συμβαδίζουν οι εργαζόμενοι της. Ωστόσο, πολλές φορές αυτό δεν είναι αποδεκτό από όλους, γι’αυτό και τέτοιες συγκρούσεις έχουν οδηγήσει σ’ απροειδοποίητες αποχωρήσεις.
Συνεπώς, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα, αν το ghosting στον χώρο της εργασίας είναι μια τάση που ήρθε για να μείνει ή αν η δημιουργία μίας φιλικής προς τον εργαζόμενο αγορά εργασίας θα περιορίσει την ανάπτυξη του. Αν ένα πράγμα είναι σίγουρο, αυτό είναι πως οι στάσεις των υποψηφίων έχουν αλλάξει και οι επιχειρήσεις πλέον οφείλουν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα.
Επιμέλεια κειμένου: Ανδρέας Πετρόπουλος