Πρέπει να ήσουν γύρω στα δέκα τότε. Σε έναν κόσμο αλλιώτικο, δίχως κινητά, facebook και διαδίκτυο. Σε έναν κόσμο γεμάτο ξεγνοιασιά κι αθωότητα. Τότε που το κλειδί δεν έβγαινε απ’ την πόρτα και το χωριό σου είχε περισσότερο πληθυσμό κι απ’ την πόλη. Λάτρευες το πλούσιο πρωινό της γιαγιάς, μαζί με τα αδέρφια σου και τα ξαδέρφια σου να χαχανίζετε κάτω απ’ την προστατευτική τέντα στο μπαλκόνι, αραγμένοι στις πλαστικές καρέκλες, να αναπνέετε καθαρό οξυγόνο, με την τηλεόραση να δείχνει κινούμενα σχέδια. Και το μεσημέρι; Γεμιστά και χωριάτικη σαλάτα για ατέλειωτες βούτες. Κι ενώ το στομάχι ήταν γεμάτο, δεν μπορούσες να αρνηθείς το δροσερό καρπούζι με φέτα.
Σχολείο δεν είχες, αφού είχε κλείσει για τις πολυπόθητες καλοκαιρινές διακοπές. Έτρεχες ιδρωμένος κάτω απ’ τον καυτό ήλιο στην πλατεία του χωριού παίζοντας ποδόσφαιρο ή κρυφτό και θύμωνες όταν έχανες απ’ τους μεγαλύτερους. Κλότσαγες με μανία την μπάλα κι έσκιζες τα γόνατά σου στα τσιμέντα και στο γκαζόν της αυλής.
Ήσουν παιδί ακόμα κι από έρωτα είχες πλήρη άγνοια. Δε σε ένοιαζε να βρεις ταίρι, έστω κι ας ήταν μόνα στα λόγια, αφού ήσουν πολύ μικρός για φιλιά και πράξεις που δεν αρμόζουν στην ηλικία σου. Σου αρκούσαν τα φιλαράκια που κάθε βράδυ σκαρώνατε ζαβολιές με τα ποδήλατα, για να κλέψετε κεράσια και σύκα απ’ τον ξινό γείτονα ενώ εκείνος έβγαινε έξω φρενών να σας κυνηγάει με το σκουπόξυλο. Τι γέλιο, ε;
Πού να ήξερες πως η στιγμή που η μοίρα θα καθόριζε το μέλλον της ερωτικής σου ζωής, δεν αργούσε. Θυμάσαι εκείνο το απόγευμα; Την ημέρα εκείνη δεν πήγες στην πλατεία, μα επέλεξες τη γειτονιά του φίλου σου. Με τα καινούργια σπίτια και τις νέες, άγνωστες, φυσιογνωμίες του χωριού. Ο ξάδερφός σου τους είχε κιόλας γνωρίσει. Εσύ γιατί όχι; Όλοι μαζί, γνωστοί κι άγνωστοι, παίξατε μηλάκια. Σε ‘κείνο το παιχνίδι ήσουν ο αρχηγός. Μάζευες τα πιο πολλά μήλα και κανείς δεν μπορούσε να σε κάψει. Μέχρι που βρέθηκε εκείνος ο ένας για να σου κλέψει την πρωτιά. Τον σημάδευες κι έβαζες και στοίχημα πως αργά ή γρήγορα θα τον έβγαζες απ’ το παιχνίδι. Έπεσες, όμως, έξω αφού το τυπάκι δεν πιανόταν. Από μέσα σου μουρμουρούσες ενώ σε τσιγκλούσε, γελώντας με το ύφος και τα νεύρα σου.
Κατέληξε να γίνει η μεγαλύτερη αντιπάθειά σου. Τόσο που όταν ήξερες πως θα βγει στο χωριό, εσύ έμενες με τη γιαγιά στο σπίτι. Ακόμα και με το πέρασμα των χρόνων, η αντιπάθειά σου προς το πρόσωπο εκείνο δεν καταλάγιασε. Στα μάτια σου παρέμενε ο αντιπαθής ξερόλας, ο εγωκεντρικός ανόητος που το έπαιζε κάποιος!
Κόντευες πια τα δεκαπέντε κι ενώ όλοι σου οι φίλοι είχαν αρχίσει έστω και δειλά τις πρώτες τους ερωτικές περιπέτειες, εσύ παρέμενες άβγαλτος. Δεν ήξερες καν πώς είναι να σε φιλούν στα χείλη, δεν ήξερες για τον κόμπο στο στομάχι και για πόδια που αιωρούνται από τη γη. Ζήλευες που δε σου είχε δοθεί ακόμα η ευκαιρία, έπλαθες φανταστικούς εραστές στο μυαλό σου τα βράδια.
Μέχρι που βρέθηκε εκείνος που του τράβηξες την προσοχή. Και μάντεψε, ο πρώτος σου, ο μεγάλος σου, έρωτας ήταν εκείνος που κάποτε ονόμαζες εχθρό. Ναι, περίεργο παιχνίδι η ζωή, έτσι; Κι εσύ; Ανόητος που δέχτηκες να μπλέξεις μαζί του; Μπα, δεν το μετάνιωσες ποτέ. Γιατί με εκείνον τον άνθρωπο έμαθες τον έρωτα. Τα πρωτόγνωρα συναισθήματα, το μυαλό σου να ταξιδεύει συνεχώς σε ένα ζευγάρι μάτια, το χνούδι της σπονδυλικής σου στήλης να τεντώνεται κάθε φορά που η γλώσσα του άλλου ταξίδευε, αφήνοντας την υγρασία της πάνω στον λαιμό σου.
Αξέχαστα στα βράδια ξαπλωμένοι στο μονό κρεβάτι του δωματίου του να βλέπετε την αγαπημένη σας ταινία. Το κυνηγητό μέσα στο σκοτεινό διαμέρισμα για να καταλήξει να σε πιάσει και να σε γεμίσει φιλιά. Θυμάσαι τότε που μαλώσατε και σε αποκάλεσε οικογένειά του; Δεν είναι δυνατόν να ξεχαστούν τέτοια λόγια. Λύγισες όταν το άκουσες και πίστεψες πως εκείνος ο άνθρωπος σε αγαπάει αληθινά.
Μέχρι που σου μετέφεραν λόγια που ποτέ δεν περίμενες να ξεστομίσει, και προσγειώθηκες, αναγκαστικά, άτσαλα κι απότομα. «Ούτε να φιλάει δεν ξέρει. Μια περιπέτεια είναι, τίποτα παραπάνω.» είπε κάποτε στην παρέα κι ας ήξερε πως μαζί κάνατε τα πρώτα βήματα στον έρωτα. Αυτά τα θυμάσαι; Σαφώς. Αφού για μέρες σκεφτόσουν πόσο έξω είχες πέσει, μετρώντας απογοητεύσεις.
Τον έδιωξες με τις κλοτσιές απ’ τη ζωή σου, αφού τέτοιοι άνθρωποι δεν είχαν χώρο στην καθημερινότητά σου. Δεν ξέχασες, όμως, τις κοινές σας στιγμές. Γι’ αυτό κι όταν επέστρεψε, όταν είπε πως μετάνιωσε, εσύ τσαλάκωσες τον εγωισμό σου και τον πέταξες σαν λερωμένο χαρτί στα σκουπίδια. Το αποτέλεσμα; Να σου φερθεί με τον ίδιο κι ακόμα χειρότερο τρόπο. Σοφός το ρητό που λέει το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού. Κι όμως, εσύ επέμενες στο ίδιο λάθος ξανά και ξανά. Γιατί έλιωνες στα δυο κλαμένα μάτια, στα μεθυσμένα μηνύματα και στις εκρήξεις θυμού, όταν έκανες να απαρνηθείς αυτόν τον άνθρωπο.
Έχασες ευκαιρίες και χάλασες σχέσεις για χάρη του, κάθε φορά που σε θυμόταν, μα κατέστρεψες κι εσύ βήματα του άλλου, κι ας ήξερες πως μαζί θα υποφέρατε κι οι δύο. Ήταν αγάπη δηλητήριο που σε έτρωγε κι εσύ απολάμβανες τον πόνο. Φλέρταρες με τον όλεθρο και χαμογελούσες. Ήξερες κι ήξερε πως η θέση δε θα έμενε ποτέ κενή. Σε κάθε πισωγύρισμα θα ήσασταν κι οι δυο εκεί για μια ακόμα βάρβαρη τελετή έρωτα, μέχρι να εγκαταλείψετε και πάλι την προσπάθεια αιμόφυρτοι.
Θα ερχόταν κάποτε, όμως, η στιγμή που η αλλόκοτη αυτή σχέση θα έπαιρνε το τέλος που της άρμοζε. Σκληρό, επώδυνο και καθόλου λυτρωτικό. Κι αυτό το τέλος θα το έδινες εσύ! Υποσχέθηκες πως θ’ αγαπάς για πάντα, απλά δε θα ‘σαι πια εδώ. Δείλιασες να πεις την αλήθεια. Φοβήθηκες να φερθείς ωμά. Δεν ήθελες να μοιάσεις στον άνθρωπο εκείνο που αγάπησες, μα επανειλημμένα και με την άδειά σου, φυσικά, σε πλήγωσε. Εσύ δεν ήθελες να αφήσεις τραύματα. Ήξερες πως αν το έκανες, η πόρτα, που ήθελες να αφήσεις πίσω σου μισάνοιχτη, θα έκλεινε για πάντα.
«Όσα είχαμε εμείς δε θα τα βρεις πουθενά» σου είπε τότε. Πόνεσε, έτσι; Πόνεσες για τον μεγάλο σου έρωτα που χάθηκε από δική σου επιλογή. Ήξερες και ξέρεις ακόμα πως έλεγε αλήθεια. Γιατί, πράγματι, όσα είχατε δεν τα βρήκες σε καμία ξένη αγκαλιά και κανένας δε σε γνώρισε όσο εκείνο το πρόσωπο.
Τελικά; Σοφή η επιλογή ή το μεγαλύτερο σφάλμα; Καλύτερα ξέρει αυτός που ταυτίζεται. Γιατί ο έρωτας θέλει κότσια, τσαγανό κι αντοχή στα ζόρια. Γιατί ο καρμικός έρωτας υπάρχει για να μην υπάρχει.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη