Ο εαυτός μας είναι ο καλύτερός μας φίλος. Αυτός που ξέρει από πρώτο χέρι τις επιθυμίες μας και που ακούει κάθε βράδυ τον πόνο μας, όταν τον ρίχνουμε κουρασμένο στο κρεβάτι. Αυτός που κρατάει μυστικά τα πιο κρυφά μας απωθημένα, που κλαίει για άγνωστους λόγους, κι όμως βαθιά μέσα του ξέρει το γιατί. Πολλές φορές μας απογοητεύει κι άλλες μας κάνει περήφανους.
Ίσως πού και πού να τον ταλαιπωρούμε. Να βγάζουμε το άχτι μας πάνω του. Να τον φτάνουμε στα όριά του κι ενίοτε να τα ξεπερνάμε. Ίσως πάλι να τον θεοποιούμε, να τον ξεκουράζουμε και να του φερόμαστε σαν βασιλιά. Του αρμόζει, άλλωστε, και το να τον κακομάθουμε, έτσι δεν είναι;
Θα ήταν ψέμα αν λέγαμε πως πάνω σε μια στιγμή αδυναμίας, σε έναν νταλκά, σε ένα «ως εδώ», δεν του αλλάξαμε κυριολεκτικά τα φώτα. Ένα ξέσπασμα, γιατί βαρεθήκαμε να βλέπουμε την ίδια εικόνα ξανά και ξανά στον καθρέφτη. Κι ίσως επειδή είναι πιο δύσκολο να αγγίξουμε το μέσα μας, ξεκινάμε από το έξω μας. Μας φταίει το ίδιο μαλλί που δε λέει να στρώσει κι η ίδια γκαρνταρόμπα, που μας έχει κουράσει με την κλασική και διαχρονική ατάκα «Δεν έχω τι να βάλω!». Μεταξύ μας, αν είχε στόμα η ντουλάπα, θα μας σιχτίριζε άπειρα πρωινά έτσι βιαστικά που την ανακατεύουμε.
Οι αλλαγές πάνω μας, είτε μικρές είτε μεγάλες, έχουν πάντα την ιδιότητα να μας ανεβάζουν. Να μας δίνουν έναν άλλο αέρα και να μας βγάζουν, έστω για λίγο, απ’ τη ρουτίνα. Η ψυχολογία μας δέχεται ένα πουσάρισμα, χωρίς ενδοσκοπήσεις κι ιδιαίτερο προσωπικό κόπο και κόστος. Αρκεί μια διαφοροποίηση στο μήκος των μαλλιών ή μια αλλαγή στο χρώμα. Καινούργια ρούχα, παπούτσια, καλλυντικά, αλλιώτικα στέκια ή κι ένα νέο χόμπι. Πράγματα μικρά που όμως φέρνουν, όντως, την ανανέωση στην καθημερινότητά μας.
Όσο κι αν ανησυχούμε πως κάτι δε θα μας ταιριάζει, όσο και αν προτιμάται το κλασικό λουκ, με αυτό που όλοι μας γνωρίζουν, αργά ή γρήγορα, το μυαλό μας θα γυρίσει ανάποδα και θα πούμε «φτάνει». Μια αλλαγή είναι απαραίτητη. Όχι γιατί έτσι θα κάνουμε τους άλλους να μας προσέξουν, μα γιατί εμείς επιθυμούμε να ξανασυστηθούμε με τον καθρέφτη μας.
Συνήθως τέτοιες αποφάσεις, κυρίως όταν αφορούν μια ριζική αλλαγή, παίρνονται βιαστικά. Χωρίς περιθώρια χρόνου για δεύτερες σκέψεις και διεξοδικές αναλύσεις. Αν γίνει αυτό, το πιο πιθανόν είναι να παραμείνουμε ακριβώς όπως είμαστε. Κι ύστερα; Όλα πάλι θα μας φταίνε.
Μπορεί η απόφαση να ‘ναι σωστή, μπορεί να τη μετανιώσουμε και να χτυπάμε το κεφάλι μας στον τοίχο. Όπως κι αν έχει όμως, αξίζει τον κόπο, να δώσουμε λίγη βάση και στον εαυτό μας. Άλλωστε, αυτός δεν είναι ο μόνος που δε θα μας εγκαταλείψει; Αυτόν δεν τυραννάμε; Λίγη φροντίδα παραπάνω σίγουρα του τη χρωστάμε.
Κι ας είναι για ένα ξέσπασμα.
Χαλάλι του!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη