Ανάβεις το πρώτο τσιγάρο της ημέρας, πίνοντας το απολαυστικό δροσερό σου καφεδάκι, στη βεράντα του σπιτιού σου. Ξέρεις πως σε περιμένουν ατέλειωτες δουλειές, που πρέπει να γίνουν, μα εκείνη τη στιγμή δε σε νοιάζει. Έχεις μια ώρα στη διάθεσή σου για να περάσεις με τον εαυτό σου. Κοιτάζεις τους περαστικούς να τρέχουν βιαστικοί για τη δουλειά τους. Άντρες και γυναίκες. Άλλοι καλοντυμένοι, με κοστούμια κι ακριβά ταγέρ κι άλλοι πρόχειρα, βιαστικά ντυμένοι, με μαλλιά ατημέλητα.
Ρουφάς λαίμαργα το ρόφημα με το καλαμάκι και τυχαία το βλέμμα σου πέφτει στην ανοιχτή τηλεόραση που παίζει στο σαλόνι. Λατρεύεις τις πρωινές εκπομπές με τους τηλεπαρουσιαστές να ‘ναι πάντα στην τρίχα, γιατί κι εσύ επιθυμείς να ‘χεις λίγη απ’ τη λάμψη τους. Υπέροχο το σπίτι που βλέπεις στο περιοδικό που ξεφυλλίζεις, έτσι; Με θέα τη θάλασσα, με ένα μπαλκόνι μεγαλύτερο κι απ’ τα τετραγωνικά του διαμερίσματός σου, αναστενάζεις και κλείνοντας τα μάτια σου ονειρεύεσαι πως είναι δικό σου.
Ο καφές όπου να ‘ναι τελειώνει κι άλλο χρόνο για λούφα δεν έχεις, όσο κι αν τον λιβανίζεις. Σηκώνεσαι άκεφα κι αφήνεις το ποτήρι μέσα στον νεροχύτη με τα υπόλοιπα άπλυτα πιάτα. Μορφάζεις θυμωμένα γιατί κανένας δε σε βοηθάει με τις δουλειές του σπιτιού, κι ας είστε τόσοι νοματαίοι εκεί μέσα. Το νερό που τρέχει είναι παγωμένο, με αποτέλεσμα να βρίζεις που οι λεκέδες θέλουν τρίψιμο. Αχ, πόσες φορές είπες πως χρειάζεται να αγοράσετε ένα πλυντήριο πιάτων; Κανείς, όμως, δε σε άκουσε, έτσι; Τα χρήματα του μήνα δεν περισσεύουν για να πάρεις κάτι και για εσένα.
Η πρώτη δουλειά τέλειωσε και τώρα σειρά έχουν τα δωμάτια. Πίκρα! Στο πάτωμα πεταμένα μαξιλάρια και σεντόνια. Ακόμα και πάνω στο κομοδίνο βρήκες ρούχα. Αν είναι δυνατόν. Χέρια δεν έχουν να τα κρεμάσουν στις ντουλάπες; Όλα από εσένα τα περιμένουν. Αν είχες, όμως, έναν άνθρωπο να σε βοηθάει έστω και με τα βασικά, τώρα δε θα γκρίνιαζες. Γιατί σαφώς έκανες την πρόταση να πάρετε έναν οικιακό βοηθό, μα και πάλι η απάντηση που πήρες ήταν αρνητική.
Στα χέρια σου κρατάς τη λεκάνη με τα πλυμένα ρούχα και τώρα είσαι στο πίσω μπαλκόνι για να τα απλώσεις. Τινάζεις τα νωπά απ’ το πλυντήριο υφάσματα κι απ’ την τσέπη ενός τζιν, πέφτει ένα κέρμα. Γελάς, θα ‘ναι η τυχερή σου μέρα, σκέφτεσαι. Ένας ένοικος της πολυκατοικίας, σε χαιρετάει ενώ ξεκλειδώνει το αυτοκίνητό του, που είναι παρκαρισμένο στην πιλοτή. Δειλά σηκώνεις κι εσύ το χέρι σου για να μη φανείς αγενής, μα από μέσα σου σε τρώει η ζήλια για τις πανάκριβες φανταχτερές λαμαρίνες. Εσύ γιατί να μην έχεις ένα ίδιο ή, ακόμα καλύτερα, ένα πιο ακριβό, πιο εκθαμβωτικό; Τι παραπάνω έχεις εκείνος από εσένα; Τίποτα, σωστά;
Ελέγχεις το ρολόι που κρέμεται στον τοίχο της κουζίνας. Πο, πέρασε η ώρα. Πρέπει να τρέξεις, να πάρεις ψωμί! Βιαστικά αρπάζεις τα κλειδιά πάνω απ’ το τραπέζι και βγαίνεις τρέχοντας στον διάδρομο της οικοδομής. Τελευταία στιγμή, ένα βήμα πριν ανοίξεις την κεντρική είσοδο και βγεις στον δρόμο συνειδητοποιείς πως ξέχασες να βάλεις παπούτσια και κυκλοφορείς με τις παντόφλες. Ντροπή! Προτού σε πάρει κανένα μάτι, κάνεις μεταβολή για την επιστροφή στο σπίτι. Η τύχη, όμως, δεν είναι με το μέρος σου.
Η ξανθιά αυστηρή κυρία απ’ τον πέμπτο, που ποτέ δεν έμαθες το μικρό της όνομα, με το αγέλαστο πρόσωπο και το υπερυψωμένο φρύδι, που δεν ξέρεις με σιγουριά αν οφείλεται σε αποτυχημένη πλαστική επέμβαση ή είναι το φυσικό της, σε κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω με ύφος υποτιμητικό. Να ανοίξει η γη να σε καταπιεί! Είχες την τιμή να συναντήσεις την τρανή δικηγόρο που μήνες τώρα παλεύεις να την προσεγγίσεις και να την καλέσεις για καφέ, και σε πετυχαίνει σε αυτά τα χάλια. Δειλά ψελλίζεις μια καλημέρα και φεύγεις τρέχοντας από μπροστά της.
Μακάρι να ‘ταν κάπως λιγότερη αυτή η αφηρημάδα σου. Τώρα σίγουρα θα της είχες πιάσει την κουβέντα και κάλλιστα θα την έπειθες να ‘ρθει ένα απόγευμα, που θα είχε ελεύθερο χρόνο, για επίσκεψη. Με τους γνωστούς που έχει εκείνη μα κι ο άντρας της (που τουλάχιστον δείχνει πιο ευχάριστος άνθρωπος) θα μπορούσαν σίγουρα να σε βολέψουν σε μια καθώς πρέπει δουλειά.
Όχι σαν τις θέσεις που σου πρότειναν οι δικοί σου φίλοι. Σιγά που θα αφήσεις τη βολή του σπιτιού σου για να πας να πουλάς ρούχα και να σερβίρεις καφέδες. Έτσι δεν είναι; Τι σημασία έχει που άνθρωποι καταρτισμένοι, έχοντας βγάλει τα μάτια τους πάνω από βιβλία, βολεύονται σε θέσεις εργασίας που ουδεμία σχέση έχουν με τον τομέα των σπουδών τους; Αυτό δεν έχει καμία σημασία.
Το παραδέχεσαι, όμως. Σε θύμωσε η ντίβα του πέμπτου με τον ανάγωγο τρόπο της. Δεν έδωσε βάση στο ζεστό χαμόγελο που της έριξες, μα στις παντόφλες που ξέχασες να βγάλεις. Ούτε που σε καλημέρισε! Λίγο σάλιο θα χαλούσε, όχι τα πολύτιμα λεφτά της. Όμως έτσι είναι αυτοί οι άνθρωποι. Ο κύκλος τους είναι στενός κι οικογένειες με μέτριο εισόδημα θεωρούνται ακατάλληλες για συναναστροφές.
Για σκέψου το, όμως, καλύτερα. Αν έβαζες για λίγο στοπ στις υπερβολικές σου απαιτήσεις. Αν συμφιλιωνόσουν με την ιδέα πως η ζωή σου είναι όπως έχει. Δίχως τέλεια σπίτια, ρούχα, κοσμήματα κι αυτοκίνητα. Αν έδινες βάση στην οικογένειά σου κι όχι στο τι θα πει ο κόσμος που σου λείπει το πλυντήριο πιάτων, μια βοήθεια για το σπίτι και το ντελικάτο αμάξι, μήπως θα ζούσες ξέγνοιαστα; Γιατί, λοιπόν, να επιμένεις να βρεις το τέλειο; Αφού δεν υπάρχει.
Τέλεια είναι η ζωή που ήδη έχεις, που σου δόθηκε η ευκαιρία να ζεις πάνω στη Γη. Που μπορείς να βλέπεις το μεγαλείο της φύσης, που η καρδιά σου έμαθε να αγαπά τους ανθρώπους. Γιατί να αναζητάς κάτι μη υπαρκτό; Όλη η ουσία είναι να αντιληφθείς πως ό,τι σου έχει δοθεί είναι πολύτιμο. Κι ας μην είναι φανταχτερό και πανάκριβο. Οι άνθρωποι δε μετριούνται σε χρήματα μα σε πράξεις και συναίσθημα. Ας μη σε ζηλεύουν για την πολυτελή ζωή που κάνεις. Ας σε ζηλεύουν για το χαμόγελο που δε σβήνει απ’ τα χείλη σου.
Μάθε να αγαπάς το μικρό σου σπίτι, το σαραβαλάκι αυτοκίνητό σου και τους ανθρώπους που έγιναν θυσία για χάρη σου. Όχι με τα λεφτά και τον τέλειο χαρακτήρα τους. Μα με τις ατέλειές τους, που χάρη σε αυτές σε έκαναν να γελάσεις και πάνω σε αυτές βασίστηκες.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη