Λαμβάνει χώρα μεταξύ ζευγαριού μέσα στο αυτοκίνητο η εξής στιχομυθία:
– Θα ανοίξεις το κλιματιστικό;
-Όχι κάνε λίγη υπομονή. Όλα αυτά είναι εστία μικροβίων.
-Μπορώ να ανοίξω το παράθυρο;
-Όχι, μην πιάσεις το χερούλι, το έχω απολυμάνει.
-Να πιω τουλάχιστον λίγο νερό, έχει τρομερή ζέστη.
-Όχι από το μπουκάλι, ποιος ξέρει πόσα χέρια το έχουνε πιάσει.
-Θα βγάλω τη ζακέτα μου, ζεσταίνομαι σου λέω.
-Όχι, έχεις ιδρώσει και μπορεί να κρυώσεις. Δε βλέπεις ότι ζούμε σε έναν κόσμο παρασίτων και μικροβίων;
Κάπως έτσι δρουν και συμπεριφέρονται οι πάσχοντες από εμμονικές σκέψεις, ιδέες ή εικόνες. Το μυαλό τους κολλάει σε μια σκέψη ξανά και ξανά και ξανά. Το άγχος χτυπάει τα μηλίγγια τους και καμπανάκια κινδύνου κουδουνίζουν στα αυτιά τους. Μια αόρατη απειλή οσμίζονται στον αέρα. Έχουν ένταση, φόβο, ανησυχία -η λογική τους αναγνωρίζει ότι ο φόβος τους είναι παράλογος- αλλά το συναίσθημά τους δε λέει ψέματα. Η δύναμη της σκέψης τους χτυπάει με ισχυρή ένταση που αιχμαλωτίζει την ψυχή τους και σπρώχνει το σώμα τους σε καταναγκασμούς.
Το άγχος και η ανασφάλεια τους παγιδεύουν σε ένα πεντακάθαρο σπίτι, σε ένα τετραγωνισμένο διαμέρισμα, σε ένα ράφι με ετικέτες, σε μια ευθυγραμμισμένη χρωματικά ντουλάπα, σε μια επαναλαμβανόμενη κίνηση παράξενων τελετουργικών, που τους ψυχοπιέζουν βάναυσα. Κάθε ώρα, κάθε λεπτό η σκέψη έρχεται και φωλιάζει. Η σωτηρία τους είναι τα καταναγκαστικά έργα. Πλένε, ίσιωσε, μέτρησε, προσευχήσου και όλα αυτά συνέχεια, ασταμάτητα, εξαντλητικά. Μια προσωρινή λύση όλων αυτών των κινήσεων είναι ο μόνος τρόπος να αντιδράσουν στο σαράκι που τους τρώει αργά και μεθοδικά.
Ευαισθησία; Είσαι αυτός που ονομάζομαι ευαίσθητος; Δε θέλεις να έχεις αυτές τις έμμονες ανεπιθύμητες ιδέες και τιμωρείς τον εαυτό σου; Έτσι κάπως το ερμηνεύουν οι ειδικοί. Οι άνθρωποι δεσμώτες της ευαισθησίας τους, ζουν μέσα σε φαύλο κύκλο τεσσάρων στοιχείων. Έμμονες ιδέες-άγχος-ψυχαναγκαστικές πράξεις-προσωρινή μείωση του άγχους-εμμονές.
Όπως εξηγούν οι ψυχολόγοι, ο ΙΔΨ, ως μια αγχώδης διαταραχή, κάνει αυτούς που την έχουν να αισθάνονται αιχμάλωτοι του εαυτού τους, κάτι που πολλές φορές οδηγεί στην απόγνωση. Η πεποίθηση ότι τα συναισθήματα δε λένε ψέματα ,δυστυχώς δεν ισχύει σε αυτούς που υποφέρουν από αυτήν τη διαταραχή. Απεικονίσεις εγκεφάλων από άτομα με και χωρίς ΙΨΔ, δείχνουν τη διαφορετικότητα. Το σύστημα προειδοποίησης δε λειτουργεί σωστά και μια αγωνιώδης προσπάθεια εξαντλητικού άγχους δημιουργείται. Κινητοποιούν όλες τις δυνάμεις προκειμένου να ξεφύγουν. Καταναγκάζουν σώμα, ψυχή, χρόνο, ανθρώπους για να αισθανθούν ξανά ασφαλείς. Ο όρος είναι σύνθετος και αποτελείται από τους όρους ιδεοληψία (εμμονές, επίμονες σκέψεις, εικόνες) και ψυχαναγκασμός (πράξεις που χρησιμοποιούνται για να ανακουφίσουν αυτές τις σκέψεις). Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες 2,5% του γενικού πληθυσμού πληροί τα κριτήρια για την ανάπτυξη αυτού του ψυχαναγκασμού.
Οι λόγοι εμφάνισής του ακολουθούν το μοντέλο της ψυχικής νόσου. Βιολογικοί- Ψυχολογικοί (συναισθηματική ανάπτυξη του ατόμου)- Κοινωνικοί (το πλαίσιο που μεγαλώνει το άτομο και τραυματικά συμβάντα μέσα σε αυτό). Για αυτόν ακριβώς το λόγο ο ψυχοθεραπευτής πρέπει να δώσει έμφαση στο σύνολο της προσωπικότητας του ατόμου και να μην εστιάζει στο σύμπτωμα. Σε γενικές γραμμές το πρόβλημα έχει πολλές διαστάσεις και η διάγνωσή του γίνεται μόνο από ειδικούς γιατρούς. Ενδέχεται η κληρονομικότητα και το περιβάλλον να παίζουν σημαντικό ρόλο για την ψυχαναγκαστική διαταραχή. Οικογενειακή αυστηρότητα, ευθύνες υψηλών επιδόσεων, αγχώδεις γονείς με υπερβολικές απαιτήσεις υπευθυνότητας, οδηγούν σε υψηλές προσδοκίες γι’ αυτούς και για τους άλλους. Σε συνδυασμό με τη δυσλειτουργία κάποιων νευροδιαβιβαστών του εγκεφάλου, τα άτομα αυτά νοσούν.
Τα μοτίβα λοιπόν ποικίλουν ανάλογα με το ποια έμμονη ιδέα εκβιάζει το μυαλό και σε ποιους καταναγκασμούς ωθεί.
Μοτίβο 1: Ψυχαναγκασμός μόλυνσης- μετάδοσης
Σκέψη: Τα μικρόβια υπάρχουν παντού και ο μόνος τρόπος να έχει τον απόλυτο έλεγχο είναι ο καθαρισμός και η απομάκρυνση από μέρη που είναι εστίες μολύνσεων. Εδώ μπορούμε να θυμηθούμε τον Τζακ Νίκολσον, στο “As Good as It Gets”, που στην πρώτη σκηνή του έργου, καταναλώνει μεγάλη ποσότητα σαπουνιού για να καθαριστεί. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει η μικροβιοφοβία. Ένα τέτοιο άτομο μπορεί να πλένει τα χέρια του μόλις αγγίξει κάτι, να κάνει ντουζ ανά τρεις ώρες, να κυκλοφορεί με το απολυμαντικό στην τσέπη του και να περνάει ατελείωτες ώρες τρίβοντας με χημικά τις επιφάνειες του σπιτιού. Μπορεί να σιχαίνεται την απλή χειραψία, ακόμα και τη σωματική επαφή. Να αποφεύγει να κάνει σεξ με την ιδέα των μικροβίων να φεύγουν από το ένα σώμα και να πηγαίνουν στο άλλο.
Μοτίβο 2: Ψυχαναγκασμός υπερβολικής ευθύνης
Σκέψη: Αν συμβεί κάτι δε θα μπορέσει να το διαχειριστεί, ο φόβος του να κάνει λάθος τον οδηγεί σε επαναλαμβανόμενες πράξεις έτσι ώστε να έχει τον απόλυτο έλεγχο. «Έκλεισα τον θερμοσίφωνα; κλείδωσα την πόρτα; έσβησα τα κεριά;», σκέψεις που μπορεί να κάνει ο καθένας μας φεύγοντας από το σπίτι. Αλλά όταν αυτές οι σκέψεις κυριαρχούν ξεκινάνε οι τελετουργίες. Ένα κλειδώνω, δυο ξεκλειδώνω, τρία κλειδώνω, μια σειρά κινήσεων που αποφέρει σιγουριά. Βγαίνουν στο δρόμο, ακούνε τα νέα, ληστεία στον τρίτο όροφο. Γυρνάνε πίσω και ξανά από την αρχή. Ένα κλειδώνω, δύο…
Ένα τέτοιο άτομο ξεκινάει μια σειρά επαναλήψεων θεωρώντας ότι θα τον κρατήσουν ασφαλή από ανεπιθύμητες καταστάσεις (ληστεία, φωτιά, διαρροή, κλπ).
Μοτίβο 3: Ψυχαναγκασμός συμμετρίας
Σκέψη: Δεν μπορώ να ελέγξω την παρόρμηση και κάποια συναισθήματα και δρω εξουσιαστικά πάνω σε αντικείμενα για να έχω τον απόλυτο έλεγχο. Η τηλεοπτική περσόνα του Ηρακλή Πουαρό είναι η απόλυτη προσωποποίηση του ατόμου που έχει εμμονή με τη συμμετρία. Λειτουργεί μόνο όταν όλα είναι τοποθετημένα με απόλυτη ακρίβεια και στη σωστή απόσταση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, φαίνεται στη σκηνή του έργου «Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές» τη στιγμή του πρωινού. Ζητάει τα αυγά του να έχουν ακριβώς το ίδιο μέγεθος και για να το διαπιστώσει τοποθετεί τη λάμα του μαχαιριού κατά μήκος των κορυφών τους.
Μοτίβο 4: Ψυχαναγκασμός συσσώρευσης αντικειμένων
Σκέψη: Αδυναμία να ελέγξει το συναίσθημά του αν χάσει κάτι σημαντικό. Έχει τον απόλυτο έλεγχο συλλέγοντας τα πάντα. «Και αν μου χρειαστεί και δεν το έχω;» Δεν πετάνε τίποτα, κάποια στιγμή κάπου θα τα χρησιμοποιήσουν, είναι όλα σημαντικά, δεν υπάρχει κάτι περιττό. Γεμίζουν περιοχές του σπιτιού με άχρηστα αντικείμενα από φόβο μη χαθεί κάτι.
Μοτίβο 5: Ψυχαναγκασμός βίας σε άλλους ή στον εαυτό μας
Σκέψη: Βίαιες εικόνες μπαινοβγαίνουν στο κεφάλι τους, φοβούνται για τον εαυτό τους (αυτοχειρία) και για τους άλλους (βιαιοπραγία). Η ιδέα ότι μπορεί να τρελαθούν και να προκαλέσουν κακό τους τρομάζει. Αποφεύγουν να χρησιμοποιούν αιχμηρά αντικείμενα, σκηνές ή ταινίες βίας, ακολουθούν την ίδια διαδρομή προς αποφυγή εκπλήξεων και περνούν αρκετό χρόνο μόνοι τους.
Μοτίβο 6: Ψυχαναγκασμός σεξουαλικός
Σκέψη: Φόβος ότι θα χάσει τον έλεγχο και θα προβεί σε άσεμνες ενέργειες ερωτικής φύσης. Αποφεύγει ενήλικες και παιδιά, παιδότοπους, μπαρ κ.λπ.. Δεν ξέρει αν απλώς το σκέφτεται, ή αν το επιθυμεί. Ξεκινάει να προσπαθεί να ελέγξει τη σκέψη του, αφιερώνεται στην προσευχή και αγωνιά να διώξει αυτές τις ανεπιθύμητες εικόνες.
Μοτίβο 7: Ψυχαναγκασμός θρησκείας
Σκέψη: Αμφιβάλει για τη θρησκευτική του πίστη. Φόβος ότι αν βρίσει ή σκεφτεί κάτι άσεμνο δε βρίσκεται στο δρόμο του Θεού. Εξομολογείται και προσεύχεται, δε δέχεται να συζητήσει θέματα που έχουν σχέση με άλλες θρησκείες, απορρίπτει ανθρώπους άλλης θρησκείας, δεν παρακολουθεί ταινίες, ή δε λαμβάνει μέρος σε συζητήσεις με μη ηθικό η θρησκευτικό περιεχόμενο.
Εκτός τα παραπάνω υπάρχουν εμμονές με την επανάληψη λέξεων και φράσεων, ή το μέτρημα μέχρι έναν συγκεκριμένο αριθμό, προκειμένου να εξουδετερώσουν την κακοτυχία και την αρνητική ενέργεια.
Τα ιδεοληπτικά άτομα είναι σαν να είναι δύο άνθρωποι. Υπάρχει Αυτός, μέσα στο μυαλό του που δίνει εντολές και υπάρχει και Εκείνος, που τις εκτελεί για να μην τιμωρηθεί. Ο Εκείνος φοβάται Αυτόν. Ο ψυχαναγκαστικός δίνει μια αέναη μάχη αμφιβολίας που δεν καταλήγει σχεδόν ποτέ σε κάποια βεβαιότητα. Η νεύρωση του ψυχαναγκασμού έχει ονομαστεί η «τρέλα της αμφιβολίας», ο πάσχων αναρωτιέται «αν κάνω αυτό θα συμβεί το άλλο κι αν δεν το κάνω τι θα συμβεί.».
Εξαντλεί το χρόνο της ζωής του σε τυραννικές επαναλήψεις μιας ενοχικής συνείδησης. Σκεφτείτε κι αυτό. Ίσως ο εμμονικός με την καθαριότητα να αγαπά τη βρωμιά, αυτός με τη συμμετρία να αγαπά την αταξία, αυτός που δις και τρις τσεκάρει να θέλει να ζήσει ελεύθερος χωρίς δεσμά, αυτός που στρώνει το κρεβάτι του στρατιωτικά να θέλει να κοιμάται σε ξέστρωτα ντιβάνια. Δείχνοντας λοιπόν έναν υπερβάλλοντα ζήλο να θέλει να αμυνθεί ενάντια σε αυτό που πραγματικά θέλει, προφυλάσσει κατά κάποιον τρόπο τον εαυτό του για να μην τιμωρηθεί.
Ένα ακόμη σημείο το οποίο θα πρέπει να αναφερθεί είναι η σχέση τους με το χρόνο. Μελέτες ψυχιάτρων έχουν παρατηρήσει ότι αρνούνται να παραδεχτούν το χρόνο. Ο Freud παρατήρησε ότι τα ρολόγια δεν έχουν καμία χρήση για αυτούς, διότι τους απομακρύνουν από την αμφιβολία. Οι ψυχαναγκαστικοί έχουν ανάγκη να ζουν στην αβεβαιότητα πράγμα που δε συνάδει με το χρόνο ο οποίος έχει ακρίβεια. Σχετικά με το χρόνο υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες όπως η παιδική ηλικία και η συναισθηματική σχέση με τους γονείς, που τους κάνει εχθρικούς απέναντί του. Τα άτομα με τη συγκεκριμένη νεύρωση δεν απολαμβάνουν το χρόνο.
Σύμφωνα με τον κ. Πέτρο Χαρτοκόλλη, ψυχίατρο και έναν από τους ιδρυτές της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας γράφονται τα παρακάτω.
«Ο χρόνος είναι ένα σύμβολο της ζωής. Όσοι πλήττουν είναι γιατί κλέβουν χρόνο από αυτόν που θα έδιναν στους άλλους. Το να παραχωρείς χρόνο σε κάποιον σημαίνει ότι τον αγαπάς. Το να προσφέρεις τον ίδιο σου τον χρόνο και την προσοχή σου σημαίνει ότι δίνεσαι. Άνθρωποι που ποτέ δεν έχουν χρόνο και κρύβονται πίσω από τα καθήκοντά τους, δεν αγαπούν.»
Υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ των ψυχαναγκαστικών πράξεων. Στην ταινία “Ας good as it gets”, o Τζακ Νίκολσον λέει στην Έλεν Χάντ: «Θα σου κάνω ένα κομπλιμέντο. Ενώ οι ψυχίατροι μου λέγανε ότι τα χάπια μπορούν να με βοηθήσουν, εγώ τα μισούσα. Από τότε που βρεθήκαμε ξεκίνησα να τα παίρνω.»
«Δεν καταλαβαίνω πού είναι το κομπλιμέντο» λέει η Έλεν.
“Υου make me want to be a better man”, απαντάει ο Μέλβιν (Τζακ Νίκολσον) που υποφέρει από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου