«Να γράφεις γράμματα είναι να γυμνώνεσαι μπροστά στα φαντάσματα, που το περιμένουν με απληστία. Τα γράμματα φιλιά δεν φτάνουν στον προορισμό τους, τα ρουφούν στο δρόμο τα φαντάσματα». – Ο Κάφκα στη Μιλένα
Όποιος αγαπάει τον Κάφκα κατανοεί και τις παραπάνω λέξεις. Ο Κάφκα, δυσαρεστημένος πάντα από τον εαυτό του, άνθρωπος που κράταγε μορφές ψηλά στα σύννεφα, τις παρατηρούσε και τις περιέγραφε με τα πιο μοναδικά λόγια. Αμετανόητος εραστής της γραφής, δεν άφησε τίποτα να του σταθεί εμπόδιο στο να την κυνηγήσει. Έγραφε με μεθυστική σχεδόν διάθεση και με τρόπο που μόνο αυτός ήξερε. Ασταμάτητα και ανελέητα, σχεδόν εμμονικά. Όπως ο ίδιος είπε «Ό,τι δεν είναι λογοτεχνία, με κάνει να πλήττω και το μισώ γιατί με ενοχλεί ή με εμποδίζει έστω και μόνο στη φαντασία μου. Έτσι, δεν έχει νόημα για μένα η οικογενειακή ζωή, εκτός από τη θέση του παρατηρητή, στην καλύτερη περίπτωση».
Γερμανόφωνος Εβραίος γεννήθηκε στην Πράγα το 1883, σε μια πλούσια οικογένεια, με έναν πατέρα επιτυχημένο έμπορο υφασμάτων που τον οραματιζόταν διάδοχο της επιχείρησής του. Ο ασφυκτικός ωστόσο για εκείνον θρησκευτικός κόσμος καθώς και η αυταρχική και σκληρή παρουσία του πατέρα του, από πολύ νωρίς του δημιούργησαν μια αποστροφή προς τους ανθρώπους. Στην Πράγα, την πόλη που γεννήθηκε αλλά δεν αγάπησε, γνώρισε το φόβο, την απόγνωση, την τρέλα και τη διαφθορά της εποχής του, κάτι που τον απασχόλησε σε πολλά κείμενά του.
Τον έρωτα τον πρωτογνώρισε αγορασμένο, όπως και οι περισσότεροι νέοι της δεκαετίας του. Αν γινόταν ένα συναίσθημα δεσμός, ένα τείχος υψωνόταν μπροστά του και η λέξη «φυγή» σχηματιζόταν με κόκκινα γράμματα. Προτιμούσε τους δεσμούς εξ αποστάσεως και επέλεγε να αλληλογραφεί αντί να συνομιλεί. Η ελεγχόμενη απόσταση που δημιουργούσε με αυτόν τον τρόπο τον «προστάτευε» από το φόβο της εξάρτησης και την πιθανότητα δημιουργίας οικογένειας. Ένα γράμμα σε ένα ταχυδρομικό κουτί ήταν για αυτόν αρκετό για να κρατήσει το όνειρο ζωντανό αλλά να τον κρατήσει και ταυτόχρονα αρκετά αποστασιοποιημένο. Ο επιστήθιος φίλος του Max Brod ήταν πεπεισμένος ότι ο Κάφκα ήταν ένοχος για το βαρύτατο αδίκημα ονόματι “Lieblosigkeit” που μεταφράζεται «ανίκανος να αγαπήσει». Έκανε βέβαια τις προσπάθειές του. Αρραβωνιάστηκε τη Φελίτσε Μπάουερ δύο φορές αλλά δύο φορές το διέλυσε. Σκορπούσε δράματα με τον αντισυμβατικό χαρακτήρα του και τη βαθιά πεποίθηση ότι καλλιτέχνης και εραστής είναι ιδιότητες ασυμβίβαστες.
Η απόλυτη αφοσίωσή του στη γραφή κατέστησε όλα τα άλλα ανύπαρκτα με αξία μηδενική. Ήταν ο ίδιος το πρόσωπο στο οποίο έβρισκε την έμπνευση. Χρησιμοποιούσε τον εαυτό του για να δίνει λόγια στα όνειρα του. Κι ας ήταν αυτοκαταστροφικός τελικά. Στο βωμό της τέχνης του έβαζε φωτιές και άφηνε αποκαΐδια. Δανειζόταν ανθρώπους, έκλεβε στιγμές, αγόραζε έρωτα, πάλευε με τη διαφθορά, αλλά κατάφερνε στο τέλος να τα μετουσιώνει όλα αυτά σε μεγαλειώδη γραπτά έργα με εύθυμη διάθεση. Η ικανότητά του να βγάζει από το κλάμα το γέλιο τον κατέστησε έναν από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες του εικοστού αιώνα. Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του κάτοικο του υπογείου, ευτυχή και κλειδαμπαρωμένο μόνο με τα σύνεργα της γραφής και μια λάμπα. Ο μοναδικός του περίπατος, η διαδρομή για να φάει και μετά ξανά πίσω. «Και τι δε θα έγραφα τότε! Από ποια βάθη θα ανέσυρα το κάθε τι! Χωρίς μόχθο! Διότι η υπέρτατη αυτοσυγκέντρωση δεν έχει καμία σχέση με το μόχθο!» αυτός ήταν ο Κάφκα. Ή μάλλον, αυτός ήταν μέχρι και έντεκα μήνες πριν το τέλος του, γιατί κάπου εκεί βρήκε και το θάρρος και τη γνώση να αγαπήσει τη ζωή.
Στους τελευταίους μήνες της ζωής του μια μυστηριώδη γυναίκα ονόματι Ντόρα Ντιαμάντ, έκανε την εμφάνισή της και τον βοήθησε να γράψει ένα αναπάντεχο τέλος. Ήταν η πρώτη φορά που δημιούργησε κανονική σχέση, μοιράστηκε το ίδιο σπίτι μαζί της και συνέχισε να γράφει καταρρίπτοντας έτσι τη θεωρεία του περί ασυμβίβαστου. Ο Κάφκα την προειδοποίησε για την αρρώστια του και όταν άκουσε το «μαζί θα τα καταφέρουμε» ο φόβος έγινε ορμή. Ζήτησε ουσιαστικά μια παράταση από τη ζωή για να προλάβουν να ζήσουν οι δυο τους γρήγορα, κλεφτά και αληθινά. Η Ντόρα δεν τον εγκατέλειψε και έμεινε τελικά δίπλα του μέχρι την τελευταία στιγμή, που γράφτηκε το 1924 στη Βιέννη.
«Είσαι η σωτηρία μου» της λέει. «Και μάλιστα όταν είχα πάψει πια να πιστεύω στη σωτηρία. Αν γίνεται να πεθάνει κανείς από ευτυχία, τότε εγώ απ’ αυτό θα πάω το δίχως άλλο. Κι αν πάλι από ευτυχία μπορεί κανείς να ζήσει, τότε θα ζήσω» της έγραψε και μέσα από αυτά τα λόγια ο Κάφκα, ο άνθρωπος που είχε κατηγορηθεί πως είναι ανίκανος να αγαπήσει, κατάφερε να κλείσει τον κύκλο της ζωής του με έναν τρυφερό και ταυτόχρονα αντιφατικό τρόπο.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη