Ένας στρόβιλος από σκέψεις φυσάει μέσα στο κεφάλι σου. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, ξέρεις πώς πρέπει να λύσεις το πρόβλημα αλλά δεν αντέχεις να το επιχειρήσεις. Θέλεις να γυρίσεις εκεί πίσω, «εκεί κάτω» από όπου ήρθες. Τι σου συμβαίνει; Ψάχνεις έναν ορισμό για να δώσεις μια απάντηση. Δε βρίσκεις λέξεις, ούτε περιγραφές νιώθεις μόνο τον ίλιγγο.
Μια μεθυστική ακατανίκητη επιθυμία πτώσης σε έχει κυριεύσει. Σε μεθάει αυτή η αδυναμία και δε θέλεις να της αντισταθείς. Ψάχνεις να γίνεις ακόμα πιο αδύναμος να κυλιστείς καταμεσής του δρόμου, με όλα τα βλέμματα πάνω σου. Αφήνεις τις πράξεις σου να αποκαλύψουν την ίδια σου την εικόνα. Φεύγεις από τον αόρατο κόσμο της εσωτερικής ζωής και μπαίνεις στον ορατό κόσμο της δράσης. Θέλεις να κρατήσεις τη στιγμή που θα της παραδοθείς άνευ όρων. Που καμιά φωνή, καμιά κοινωνία και κανένα δόγμα δε θα βρίσκεται εκεί.
Για ένα και μόνο δευτερόλεπτο ψάχνεις την παρούσα στιγμή. Εκεί που η όσφρηση, η ακοή και η όραση θα σταματήσουν να καταγράφουν. Όλη η θλίψη της ζωής, που έρχεται από το παρελθόν και συνεχίζει στο μέλλον για ένα και μόνο δευτερόλεπτο θέλεις να εξαφανιστεί. Δε σε νοιάζει πλέον, ξέρεις την αδυναμία σου και τρέχεις να της δοθείς.
Σκέφτεσαι χαμογελώντας τι είναι αυτό που θα μπορούσε να σου ανήκει. Τίποτα στην ουσία. Ακόμα και ό ίδιος ο εαυτός σου οδηγείται από την ψυχή σου. Πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που ονειρεύτηκες ένα ποτάμι με γάργαρο νερό; Ένα λιβάδι; Πάει και αυτό εξαφανίστηκε. Κανένας δεν έχει την ανάγκη τους πλέον.
Θυμάσαι εκείνη τη νύχτα ως εφηβάκι που ακούμπησες το κεφάλι σου στον ώμο του έρωτά σου; Ενώ ένιωσες τα ρίγη, το να γύρεις το κεφάλι σου πάνω σε έναν ώμο και μόνο ήταν αυτό που σου χάριζε την ευτυχία. Όχι ότι το κορμί σού ήταν αδιάφορο, αλλά εσύ επιθυμούσες ένα φωτισμένο τρυφερό πρόσωπο περισσότερο από τη θέα του γυμνού κορμιού. Μια τρυφερότητα που σταμάτησε, όταν έπαψες κι εσύ να είσαι παιδί.
Ξάφνου η φαντασία σου ανοίγει πανιά. Βλέπεις να πετάς μακριά από το δυσανάλογο και το μέτριο. Κι όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις ο κόντρα άνεμος γλυκαίνει Και τότε αρχίζεις και απαιτείς αυτό που δίνεις να το παίρνεις πίσω- δε χρωστάς σε κανέναν, δε σου χρωστάει κανείς. Χαμογελάς· τελικά έχεις ακόμα φαντασία για να φτιάξεις καινούργιες ιστορίες αλλά τώρα το μόνο που θέλεις είναι να παραδοθείς.
Φωνάζεις αντίο. Σε ποιόν; Ψάχνεις κάποιον να τον κοιτάξεις στα μάτια βαθιά για να το πεις. Το μόνο που βλέπεις ή μάλλον που δε βλέπεις είναι το άπειρο. Μα δεν μπορεί, έμαθες να λες αντίο στους ανθρώπους, Να στέκεσαι μπροστά τους χωρίς κραυγές, χωρίς γράμματα και αφιερώσεις, αθόρυβα να τους κοιτάς βαθιά στα μάτια όταν ο χρόνος στην κλεψύδρα τελειώνει. Πάει και αυτό, ίσως να το φανταστείς.
Αρχίζει και χαλάει και η καρδιά. Τη χτυπάς για να δουλέψει. Τη μαλώνεις που κάνει πείσματα, κλαψουρίζει για λίγο και τότε τη γλυκαίνεις να της περάσει. Και λες, δε βαριέσαι, ίσως το φαντάστηκες κι αυτό.
Και η πομπή ιδεών και αισθήσεων συνεχίζεται και η ψυχή πρωτοστατεί .Και πας να την πλησιάσεις, να την αγγίξεις και τότε αυτή αλλάζει μορφή και χάνεται μέσα στο πλήθος. Το μόνο που θέλεις είναι να παραδοθείς, σιωπηλά αθόρυβα, μακριά από καταφύγια και ενθύμια. Σα να καπνίζεις ένα τσιγαριλίκι βυθισμένος σε ένα σύννεφο καπνού. Τα αυτοκίνητα, οι περαστικοί, εικόνες και γλυπτά, όλα στολίζουν το δρόμο. Κι η ψυχή να κινείται ανάμεσά τους. Βυθισμένη εντός της ίδιας ασάλευτης επιθυμίας, που της έχεις πια ολοκληρωτικά παραδοθεί.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου