Αυτό το ξαφνικό, που μοιάζει με κεραυνό εν αιθρία, αυτό το ανεξήγητο που ενώνει τα μάτια, γοητεύει τις ψυχές και δε φθείρεται ποτέ. Και είναι Ο έρωτας που όταν βαριέται τους Θεούς, πηγαίνει στους ανθρώπους. Σου δίνει μια ευκαιρία τη φορά, να δεις το άγνωστο μέλλον. Όσος καιρός και να περάσει, όσο δάκρυα και να χύσεις, όσες πόρτες και να ανοίξεις, αυτό που ήρθε και σε χτύπησε μια ανύποπτη στιγμή δεν ξεφτίζει πότε.

Να, κάπως έτσι συμβαίνει:

«H ώρα ήταν περασμένη και στη Γέφυρα του Καρόλου ήταν χειμώνας. Πώς βρέθηκα εκεί δεν το κατάλαβα.

Περπάτησα μέχρι το αστρονομικό ρολόι.  Τα μικρά παραθυράκια άνοιξαν και η παρέλαση των Αποστόλων σήμανε την αλλαγή ώρας.

-Μάλλον περιμένετε κάποιον με ρώτησαν τα χαμογελαστά του μάτια.

-Ναι, ίσως και να περιμένω…!»

«Το τυχαίο είναι που κάνει τέτοια μάγια, όχι το αναγκαίο. Για να είναι ένας έρωτας αλησμόνητος, πρέπει τα τυχαία να συναντιόνται σ’ αυτόν από την πρώτη στιγμή» μαρτυρά ο Κούντερα. Πώς να διαβρώσεις κάτι, που ούτε να το αγγίξεις, ούτε να το μολύνεις μπορείς. Πώς να σβήσει μια ασύλληπτη εικόνα, πώς να ξεχάσεις μια μαγική στιγμή; Μετράς το χρόνο που σταμάτησε για λίγο. Ψάχνεις τη διάρκεια-μα, δεν μπορεί λες, ήταν μόνο στιγμή. Τώρα που εσύ είσαι εδώ, δεν τη βλέπεις  μπροστά σου; Δε νιώθεις την ανάσα στο πρόσωπό σου; Δεν ξαναζείς το αμήχανο σφίξιμο στα χέρια σου; Τα μίλια που θα διανύσεις, τα ποτήρια που θα αδειάσουν, τα τραγούδια που θα πεις, δεν είναι ικανά να σβήσουν τον τόσο ιδιαίτερο τρόπο του έρωτα, που όταν συμβαίνει, ρουφάει και το μεδούλι. Κι αυτό είναι ένα γεγονός που δεν το ζουν όλοι.

Μέσα σε μια εποχή στεγνού ρεαλισμού, που όλα πρέπει να εξηγηθούν και να κατανοηθούν, αυτός είναι η απόδειξη της ζωής. Ούτε ενεργοποίηση κυκλωμάτων, ούτε έκρηξη αδρεναλίνης, ούτε οι δέκα τεχνικές της κατάκτησης μπορούν να πάρουν τα ηνία και να τον υποτάξουν. Δεν είναι ευτυχία ο έρωτας. Δεν είναι πόνος, δεν είναι χαρά, δεν είναι πάθος, είναι απλώς έρωτας. Ιδανικός, ελεύθερος. Τα τσίγκινα καλούπια είναι δικά μας. Μέσα στα ελαττώματά μας, ψάχνουμε μια μορφή που να του μοιάζει για να γιατρέψει τα δεινά μας. Μια παρουσία να απαλύνει ότι αιμορραγεί. Και τον εξιδανικεύουμε μετατοπίζοντας την ουσία.

Μα αυτός είναι ορμή, αναστατώνει τις ψυχές και μεταβάλλει τις ζωές. Ένα νου κι ένα σώμα που ζητά ν’ αγαπηθεί και ν’ αποκοιμηθεί πάνω στο κύμα. Πώς να παγιδεύσεις το κύμα; Πώς να εγκλωβίσεις τον έρωτα;

Θυμίζει τον αφοσιωμένο γλύπτη Πυγμαλίων όταν έφτιαχνε τη μαρμάρινη γυναίκα. Κάθε μέρα τη σμίλευε κι αφαιρούσε ό,τι περίσσευε για να φανεί η ωραιότητά της. Δούλευε ακούραστα, μέρα και νύχτα, και ονειρευόταν το πρόσωπο, τα μαλλιά της, τα χέρια της. Ήταν ακριβώς ό,τι είχε φανταστεί.  Η Αφροδίτη θαύμασε το δημιούργημα και τού έδωσε ζωή. Ήταν ευτυχισμένος, η γυναίκα των ονείρων του, ήταν ζωντανή. Δεν έμενε τίποτα άλλο παρά να την παντρευτεί.

«Παντρέψου με, ωραία Γαλάτεια», της λέει.

Εκείνη τον κοίταξε και κοίταξε και την πόλη.

«Εσύ που με ξέρεις τόσο καλά, πιστεύεις ότι μπορώ να μείνω με κάποιον σαν εσένα;»

Έτσι κι εμείς, πλάθουμε ανθρώπους, τους δίνουμε τη φωνή που θέλουμε και τους κρεμάμε στον τοίχο. Κι αυτό που περιμένουμε είναι να μας αγαπήσουν. Από την άλλη θέλουμε να ικανοποιούμαστε συνεχώς. Δίνει τον αισθησιασμό του κανείς, για να αγαπηθεί. Κάπου στη μέση συναντιέται  με τον άλλο. Αυτός θα πάρει αυτό που τού προσφέρει, χωρίς να νιώθει ότι πρέπει πάντα να το αγαπάει. Ξέρει να διαχωρίζει την επιθυμία από την αγάπη, ο άλλος όμως, όχι. Κι εκεί κάπου, ο έρωτας τελειώνει.

Ζούμε σε ένα σύμπαν πέρα από εμάς όταν είμαστε ερωτευμένοι. Στην αρχή όλα είναι μαγευτικά! μέχρι τη στιγμή που καταλαβαίνεις ότι ο άλλος είναι προϊόν φανταστικό. Και τότε αρχίζεις και πονάς κι απογοητεύεσαι και δίνεις σαρκαστικά επίθετα στον έρωτα και μετατρέπεσαι σε έναν αδιάφορο και σκληρό άνθρωπο.

Και το Strangers In The Night μέσα από τη μαγική φωνή του Σινάτρα παύει να σε συγκινεί. Αυτός όμως επιμένει στο μελωδικό του σκοπό. “Ever since that night, we have been together, lovers from the first sight, in love forever”. Κι αυτή είναι η μόνη αλήθεια για τον έρωτα. Όταν σε αγγίξει δεν έχει σημασία αν θα τελειώσει, η σπουδαιότητά του βρίσκεται στο ότι αυτό που έζησες θα υπάρχει για πάντα.

Ένα από τα αριστουργήματα του Τσέχοφ -ίσως και το πιο άρτιο- είναι «Η Κυρία με το σκυλάκι». Η αγάπη κι ό έρωτας εμπνέουν τον Τσέχοφ, παρότι ο ίδιος είναι ψυχρός και απόμακρος.

 

«Ακούστηκε πως ένα καινούργιο πρόσωπο έκανε την εμφάνισή του στον περίπατο, μια κυρία με σκυλάκι. Ο Ντμίτρι Ντμίτριτς Γκούρωφ, που βρισκόταν ήδη δύο εβδομάδες στη Γιάλτα, είχε αποκτήσει ένα καινούργιο ενδιαφέρον για τις αφίξεις. Είδε να περνάει στον περίπατο μια γυναίκα, ξανθή, μετρίου αναστήματος που φορούσε ένα μπερέ-πίσω της έτρεχε ένα άσπρο λουλού. Φώναξε χαϊδευτικά το λουλού να έρθει κοντά του κι όταν εκείνο πλησίασε, το φοβέρισε με το δάχτυλο. Το σκυλί γρύλισε.

Η κυρία τον κοίταξε κι αμέσως χαμήλωσε τα βλέφαρα. «Δε δαγκώνει» είπε κοκκινίζοντας.

«Μπορώ να του δώσω ένα κόκκαλο;» Κι όταν εκείνη έγνεψε καταφατικά, τη ρώτησε με φιλικό ύφος: «Είστε καιρό στη Γιάλτα;»

Εκείνη γέλασε. Ύστερα συνέχισαν να τρώνε χωρίς να ανταλλάξουν μια λέξη, σαν άγνωστοι. Μετά το γεύμα όμως έφυγαν περπατώντας δίπλα δίπλα κι άρχισαν μια ευχάριστη και ανάλαφρη κουβέντα ελεύθερων κι ευχαριστημένων ανθρώπων, που λίγο τους νοιάζει πού πηγαίνουν και τι λένε. Περπατούσαν και μιλούσαν για την παράξενη φωτεινότητα της θάλασσας…

…Αργότερα στο δωμάτιό του, τη σκεφτόταν, σκεφτόταν πως σίγουρα θα βλεπόταν ξανά την άλλη μέρα. Θυμήθηκε τη λεπτή γραμμή του λαιμού της, τα ωραία γκρίζα της μάτια. «Έχει, πάντως, κάτι που προκαλεί θλίψη» σκέφτηκε κι αποκοιμήθηκε.»

 

Τα στάδια του έρωτα, τον κάνουν άφθαρτο κι αξεπέραστο. Μην τον ισοπεδώνετε σε μια πεζή πραγματικότητα, δε σας αξίζει, δεν του αξίζει. Και συνεχίζει ο Ντμίτρι τον έρωτά του κι αναρωτιέται αν θα λυθεί από τα δεσμά του. Στο τέλος πιάνει το κεφάλι του και ρωτάει «Πώς; Πώς;». Του φαινόταν ότι λίγο ακόμη και θα έβρισκαν τη λύση και τότε θα άρχιζε μια νέα ζωή, υπέροχη. Αλλά έβλεπαν καλά κι οι δύο πως είχαν μπροστά τους έναν πολύ μακρύ δρόμο και τα δύσκολα και πολύπλοκα μόλις τώρα άρχιζαν.

Αλλά, για μια στιγμή, ήταν ξένοι μέσα στη νύχτα.

 

 

 

Συντάκτης: Μόνικα Καράμπεη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου