Το νιώθεις, πάλλεται μέσα σου, παλεύει να φανερωθεί, έχει φτάσει στα χείλη σου και θέλει να ακουστεί, θέλει η εικόνα να γίνει λέξη, η λέξη τραγούδι, το σώμα μελωδία· σε έχει κυριεύσει και εσύ παλεύεις να το πνίξεις. Δε θέλεις να ειπωθεί, δειλιάζεις. Ξέρεις και δειλιάζεις, δεν είναι η πρώτη φορά που το νιώθεις, δεν είναι η πρώτη φορά που κρέμεσαι από το σύρμα, που βλέπεις τη φλόγα να απλώνει και να καίει.

Το γνωρίζεις, έχετε ξανασυναντηθεί την πρώτη φορά μάλιστα δεν ήθελες να το αποχωριστείς, ξεκίνησε με μικρά βήματα, δεν ήθελε να σε τρομάξει, δεν ήθελε να δεις τη δύναμή του. Σε άφησε να επιλέξεις εσύ, με τι τρόπο ήθελες να σε χτυπήσει. Και σε τσάκισε.

Είπες «ποτέ ξανά».

Ξανάρθε, το ξανάφησες, και το ξανάφησες. Και ένα πήγαινε-έλα που σε ζάλισε και είπες ποτέ ξανά. Και τώρα πάλι να το, ολοζώντανο ξέρει ότι θα δυσκολευτεί να σε κυριεύσει αλλά δεν το βάζει κάτω, έχει τον τρόπο του. Θα ξεκινήσει με παιχνίδια του μυαλού· εκεί είναι το δυνατό του σημείο. Εικόνες μαγικές θα περνούν από μπροστά σου και εσύ θα λαχταράς τη στιγμή που θα τις ζωντανέψεις. Θα τους βάζει μουσική για να τους δώσει χρώμα. Εκεί που το σκηνικό θα απαιτεί ένταση και συναίσθημα στίχοι από μπαλάντες θα γεμίζουν τα κενά και ροζ πινέλα θα ζωγραφίζουν. Δε θα μείνει όμως εκεί, είναι πολύ λίγο για αυτό.

Το είχες αφήσει απέξω από σένα, το είχες ξεχάσει κι αυτό διψάει, θέλει νερό. Δεν παίζει με κανόνες, παίζει ελεύθερα, δε χάνει ποτέ. Του δίνεις σταγόνες για να το ξεγελάσεις και να σε αφήσει, αλλά αυτό κάνει ότι δεν διψά. Τα θέλει όλα, θέλει να σε πιει να σε στερέψει. Αργεντίνικα ταγκό παίρνουν τη θέση της φρι τζαζ. Βήματα ξετυλίγονται και μπλέκονται κι ακούς τον άνεμο που στροβιλίζει και όλες οι θλιμμένες σκέψεις χορεύονται.

Σαν μια άλλη Κάρμεν επιδίδεσαι σε ένα χορό λαγνείας κι ερωτισμού. Το καλό και το κακό σε μια έκρυθμη αρμονία. Γράφει ο Σίμιτς: «Eίναι σαν να ψαρεύεις στο σκοτάδι. Αν με ρωτήσεις: Οι σκέψεις είναι τα αγκίστρια. Οι καρδιές μας το ωμό δόλωμα.» Σαλιώνεις τη γλώσσα και ξεκινάς να το περιπαίζεις, δεν είναι δυνατόν, αυτή τη φορά θα το νικήσεις. Τον ξέρεις τον αντίπαλο, τις ξέρεις τις κινήσεις, ένα ντιρέκτ και η αντίστροφη
μέτρηση αρχίζει. Και τότε τελειώνουν όλα. Σε βλέπει, σε ζυγιάζει και διαισθητικά, εμφανίζει ένα σύμμαχο. Νέες τακτικές μπαίνουν στο πεδίο. Απροσδόκητα χτυπήματα και στρατηγικές για απόρθητα κάστρα. Λέξεις που τις παίρνει το σύννεφο και τις φέρνει η βροχή. Σε προκαλεί και σε ικετεύει. Σε αδειάζει και σε γεμίζει.

Μεταμορφώνεσαι, αλλάζεις εκφράσεις, υπόγεια χαμόγελα εμφανίζονται στα χείλη σου. Σε δοκιμάζει το ξέρεις, διψάει. Και τότε σωπαίνεις. Αθόρυβα. Θα ξεχαστεί. Δε θέλεις να το τολμήσεις, δε θέλεις να χάσεις. Κουβαλάς σταυρούς, φυλάς προσευχές. Και τότε σε κοίταξε0 κι ένιωσες τα μάτια θηρίου που μυρίζουν αίμα. Ένιωσες την πρόκληση, τη σύγκρουση, τη χαρά που ερχόταν από τα σωθικά. Ακολούθησες το ρυθμό, αφέθηκες στη μελωδία και μια σκέψη μόνο υπήρχε. Είχε νικήσει.

«Τα σώματα αδειάζουν όταν τα εγκαταλείψουν οι υψηλοί καλεσμένοι τους.» Μπωντλαίρ.

Συντάκτης: Μόνικα Καράμπεη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου