Είναι πλέον σύνηθες να υποστηρίζει κανείς πως η σιωπή είναι χρυσός. Δεν υπάρχει, λένε, σοφότερο πράγμα από το να μιλάς χωρίς λέξεις. Τέτοιου είδους δηλώσεις γίνονται δεκτές με ενθουσιασμό, μιας και προέρχονται από βάθος χρόνου και από σκέψεις σπουδαίων στοχαστών. Από την άλλη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εποχές που διανύουμε φέρουν συνταρακτικές αλλαγές και η αντίληψή μας ολοένα και αλλάζει.
Οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, με οικονομικές και κοινωνικές αναπροσαρμογές στον παγκόσμιο χάρτη, συνοδεύονται από θόρυβο, οχλαγωγία και ακατάπαυστη ροή ιδεών και πληροφοριών. Μέσα σ’ αυτή την ανακατωσούρα, ένας άνθρωπος που προτιμά να μη μιλά, μοιάζει κάπως σαν ξένο σώμα. Όποτε, όταν ακούμε βαρύγδουπες ρήσεις ανθρώπων που με το έργο τους σφράγισαν το μέλλον των επόμενων γενεών, καλό είναι να εξετάζουμε το θέμα με σκεπτικισμό και να προσπαθούμε να εντοπίσουμε από πού προέκυψαν. Είναι σωστό να είναι κάνεις επιφυλακτικός μέχρι να δει όλες τις πλευρές του νομίσματος.
Η σιωπή δεν είναι ούτε μέρα, ούτε νύχτα, αλλά μια ακολουθία που πότε αγαπά το φως και πότε το σκοτάδι. Υπάρχουν στιγμές που προτιμάς να μείνεις σιωπηλός, να μη μιλήσεις για κάποιες καταστάσεις. Υπάρχουν όμως και άλλες που η σιωπή δείχνει δυσαρέσκεια ή που μια βαθιά θλίψη σκεπάζεται από άφωνη παρουσία.
Η φωτεινή όψη της σιωπής ανήκει στο φάσμα της φιλοσοφίας και χρησιμοποιείται κυρίως από αυτούς που ονομάζουμε σοφούς. Δεν είναι αναγκαίο να έχεις ιδιαίτερες γνώσεις ούτε να είσαι άνθρωπος της διανόησης για να μπεις στο φάσμα τους. Η σιωπή περισσότερο πηγάζει από τις εμπειρίες και έχει ως αφετηρία την αμφιβολία που σε οδηγεί να αναζητάς προοπτική σε βάθος χρόνου. Δε σχετίζεται με την ορθότητα της σκέψης αλλά με την παρατήρηση και με το πώς αλλάζει μορφή κάθε τι αναλόγως από πού θα το κοιτάξεις. Γι’ αυτό και είναι αρκετά δύσκολο να βρεις νέους σοφούς.
Οι αρχαίοι Έλληνες και ιδίως οι Λακεδαιμόνιοι δεν αγαπούσαν τη φλυαρία. Δεν προτιμούσαν την πολυλογία χωρίς νόημα, παρ’ όλο που μέσα απ’ τα λόγια τους γεννήθηκε ο πολιτισμός. Όσα διατύπωσαν όμως ήταν εύστοχα και αυτό μας κληροδοτεί με έμφαση ο Πυθαγόρας μέσα από τη ρήση του «Ή πρέπει να σωπάσεις ή να πεις κάτι καλύτερο από τη σιωπή». Μεγάλες σχολές της Άπω Ανατολής υποστηρίζουν ότι μαθαίνεις περισσότερα όταν βρίσκεσαι κοντά στον διδάσκοντα και όχι απλώς ακούγοντάς τον. Υπό αυτό το πρίσμα ξεδιπλώνονται σκηνές που ο μαθητής βαδίζει πλάι στον δάσκαλο, μη τολμώντας να εκφράσει μια απορία.
Ας πάμε και στο σήμερα που προσπαθούμε να γεμίσουμε τα κενά μας με λέξεις και απεγνωσμένα να φτάσουμε κάπου. Πόσο δύσκολο είναι να μείνουμε σιωπηλοί και παράλληλα παρόντες; Πολύ, γι’ αυτό και η τόση αγάπη στις όμορφες σιωπές της φύσης και στην ηθελημένη απομόνωση που σε βγάζει από τα πολύχρωμα φώτα της βαβούρας. Πλέον ο φόβος για το μέλλον υπερισχύει έναντι του σεβασμού για το παρελθόν και μας κάνει να θέλουμε να γεμίζουμε και να στοιβάζουμε στη ζωή μας λογής λογής πράγματα που τελικά δεν είμαστε καν σίγουροι αν κάποτε θα απολαύσουμε. Αυτό ισχύει από τραπεζικούς λογαριασμούς μέχρι ένα σωρό πληροφορίες που αποθηκεύουμε μέχρι εξαντλήσεως. Εξυμνούμε τη συνθήκη της σιωπής, δηλαδή το νόημα να σταθείς και να αφουγκραστείς εσένα και την κοινωνία, χαράσσοντας ένα μονοπάτι ανάπτυξης, απαλλαγμένο από επιτήδειους προορισμούς που εναλλάσσονται ευφάνταστα σε μια τζαμένια οθόνη. Μέσα από την εσωτερική σιωπή ελέγχεις εσένα και αυτό θα έπρεπε να ζητείται αν μη τι άλλο ως προαπαιτούμενο και όχι ως μια απλή χειρόγραφη συνταγή.
Μετά τη φωτεινή όψη, σειρά έχει η άλλη, που κατοικεί στο σκοτάδι και εκφράζει τη λεκτική σιωπή. Αυτή δηλαδή που σκάει μετά από ένα γεγονός και σε μπλοκάρει, είτε από φόβο, είτε από ντροπή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μιας και υποβόσκει κάτι που σε πόνεσε, ο μόνος τρόπος να βγεις απ’ αυτή την κατάσταση είναι να εκφραστείς. Οι περιπτώσεις που αισθάνεσαι ότι δεν μπορείς να μιλήσεις και είναι προτιμότερο να μείνεις σιωπηλός δε σε κάνουν αποδέκτη του όποιου σκηνικού βίωσες, ενώ αυτόματα σε αφήνουν σε έναν εκκωφαντικό και άηχο θόρυβο που σ’ αναγκάζει να ζεις επαναλαμβανόμενα την όποια φάση πέρασες.
Πέρα, λοιπόν, από τη δημιουργική σιωπή, έχουμε κι αυτή που φωνάζει, που φοβάται, τη συμβιβαστική, τη θεραπευτική, αυτή που πονάει κι εμφανίζεται στις διαπροσωπικές σχέσεις. Ονομάζεται τιμωρητική και σκοπός της είναι να χειραγωγεί ανθρώπους περιφρονώντας αξιοπρέπειες και συναισθήματα. Συναντάται περισσότερο σε ερωτικές και φιλικές σχέσεις και στοχεύει στην ταπείνωση του εκάστοτε θύματος. Προκαλεί πόνο και λέγεται ότι όταν λαμβάνει χώρα ο εγκέφαλος ενεργοποιεί την ίδια περιοχή που ενεργοποιεί στον φυσικό πόνο. Μπορεί κάποιος να σκεφτεί πως είναι δικαίωμά του να μη θέλει να μιλήσει. Θα συμφωνήσω μέχρι το σημείο που το να μη θες να μιλήσεις δεν ταυτίζεται με το αγνοείς σκόπιμα προκαλώντας θυμό. Οι λόγοι που ο θύτης πράττει κατ’ αυτόν τον τρόπο ανήκουν μάλλον σε έναν άνθρωπο που έχει αρνητικά αισθήματα και δεν είναι σε θέση να μιλήσει για αυτά. Πιάνεται από αφορμές κι όχι από αιτίες για να ανακτήσει τον έλεγχο και την εξουσία. Αρέσκεται να υποβαθμίζει και να γεμίζει με υπεροχή σημεία που μένουν κενά. Το θύμα από την άλλη αρχίζει και νιώθει αδικημένο. Τα αποτελέσματα είναι το ίδιο δυσάρεστα και για τις δύο μεριές και απαιτείται ιδιαίτερη οξύτητα πνεύματος για να γίνουν αντιληπτά.
Υπάρχει μια παραβολή στην ινδουιστική παράδοση, στη βουδιστική σκέψη και στην ερμητική φιλοσοφία που για κάποιους ίσως είναι το αρχαιότερο και βαθύτερο σύστημα σκέψης. «Ένας μαθητής ρώτησε τον δάσκαλό του τι είναι ο Βράχμαν. Τι είναι το ον, τι είναι η ψυχή του κόσμου, ποια είναι η πηγή των πάντων. Ο δάσκαλος στάθηκε σιωπηλός. Ο μαθητής προβληματίστηκε που δεν άκουσε καμία απάντηση και ξαναρώτησε. Ο δάσκαλος τού εξήγησε ότι είχε ήδη απαντήσει. Η ψυχή του κόσμου είναι η σιωπή».
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.