Πώς θα μιλούσα για το συναίσθημα του τελειωμένου έρωτα; Σκίζει το διαολεμένο στα δύο όταν χτυπά και σε κάνει ν’ ακούς τα όργανά σου, να εκλιπαρούν για να τα βοηθήσεις. Κομματιάζονται ανελέητα μέσα από παρακαλετά για εκείνο το φαρμάκι που θα τους δώσει τη γιατρειά. «Εγώ θα λείψω για λίγο» τους λες και τότε αυτό σε ξεσκίζει και σε ρουφά με κόκκινα μάτια. Πονάει σου λέω, και η ψυχή ζητά να παρηγορηθεί.
Σαν αγρίμι γυρνάς και ψάχνεις κάποιον που ξέρει πώς να θολώνει τα νερά. Του κλείνεις το μάτι για να σε δει. Κουφάλα είναι ο άτιμος, το έχει παίξει το έργο ξανά ξανά κι αν μη τι άλλο γνωρίζει το στόρι από τον θόρυβο της εισαγωγής. Δεν άφησε φιλί στο τέλος; Ρωτά. Και τότε σε βλέπεις διαδηλωτή κι ακόλουθο σε μια άνευ λόγου πορεία, που σέρνει παραπίσω της ένα καθοδικό ρεύμα, έτοιμο για να σε στροβιλίσει.
Τώρα, φυσιολογικά, ένας ερωτευμένος που σέβεται τον εαυτό του και βρίσκεται στο ξαφνικό μόνος και παραιτημένος, θα αντιδράσει πεισματικά. Θα υπάρχουν βέβαια και κάποιοι λίγοι που θα κοιτάξουν να κρυφτούν, μπας και ξεγελάσουν για άλλη μια φορά την ίδια τους τη ζωή. Αργά ή γρήγορα κι αυτοί θα παραδοθούν. Κανείς δε γλιτώνει από τον άνθρωπο που γεμίζει τη ζωή σου με προσδοκίες και σ’ ένα βράδυ τις φορτώνει για άλλα νησιά.
Η δράση λοιπόν φέρνει αντίδραση. Επίσης ό,τι δεν ανεβαίνει, κατεβαίνει, ή ό,τι δεν έρχεται, πηγαίνει. Νόμοι της φυσικής και της ισορροπίας. Σε συνθήκες λοιπόν ματαίωσης μιας αγάπης όλα είναι αποδεκτά. Από ικεσίες και παραζάλη μέχρι μισοφέγγαρα και ντουμάνια. Είσαι σκατά και το χειρότερο από όλα είναι ότι το ξέρεις πως θα παραμείνεις έτσι. Ως τότε, αφήνεις κύκλους από υστερικές στριγκλιές και κάποιες πνιχτές κραυγές που κάτι συλλαβίζουν για ξένες ζωές.
Όταν ο έρωτας τελειώνει άδοξα, είναι από τις περιπτώσεις που όσο το σκέφτεσαι, τόσο χειρότερο γίνεται. Συλλογισμοί, σκέψεις κι αιφνίδιες αναμνήσεις τρυπώνουν και σε ζεματάν’ σαν πυρωμένο σίδερο. Θέλεις κάτι να διώξει αυτή την έντονη φασαρία στο κεφάλι σου. Ένα ποτό παρακαλώ, ένα ουίσκι διπλό κι ένα σκέτο με πάγο. Και τότε ο εγκέφαλος αρχίζει όμορφα να παραμιλά.
Δεν είναι τυχαίο που το μεθύσι του ερωτευμένου αφήνει ιστορία. Το δυστύχημά του αρχίζει και μεταμορφώνεται σε ευτύχημα κάτω από την επήρεια του αλκοόλ. Αρχίζει τις μίξεις και τις παραλλαγές, δοκιμάζει όλων των ειδών τα ποτά, βάζει σφηνάκια μέσα σε dark μπίρες και παίζει εμπνευσμένες ατάκες πάνω από πάτους ποτηριών. Σέρνεται μετά λίγο, μέχρι να καταλάβει πως το ανθρώπινο σώμα στηρίζεται σε δύο πόδια, αλλά και πάλι το γουστάρει. Αυτή η νύχτα τού φαίνεται πιο καλή, θα έλεγε τρυφερή- λέει να της δώσει πόνο.
Ξεκινάει με μια ποικιλία λέξεων που ξεπετάγονται ευφάνταστα από το στόμα του. Στην αρχή ούτε ό ίδιος μπορεί να πιστέψει τι ξεστομίζει. Κι εκεί που λες που πάει να καταρρεύσει, οι χίλιοι δαίμονες ξεπετάγονται από μέσα του και δίνουν φόρτσα σε ό,τι ψυχικό ή πνευματικό σθένος έχει απομείνει. Τεντώνει το σώμα του, τινάζει το κεφάλι προς τα πίσω, ρίχνει ένα βλέμμα πάνθηρα σε ό,τι κινείται τριγύρω και πριν αφήσει τα αποκαΐδια να ξεχυθούν στον αέρα λέει με νόημα στο παρεάκι. «Καλά ήταν, αλλά δε θα πιω άλλο, ξενέρωσα. Πες του τύπου να βάλει ένα χυμό πορτοκάλι. Α! Και να μην ξεχάσει τη βότκα!»
Μέσα στην κινούμενη μοναξιά του, η υγρή σπιρτάδα του ποτού σαλεύει το μέσα του κι αυτός νομίζει ότι σβήνει σημάδια. Σ’ αυτές τις φάσεις, αυτοί, εμείς, κάποιοι, μπορεί κι όλοι, μοιάζουν λίγο με ανθρώπινα μακρόστενα όντα χωρίς μάτια. Φιγούρες που κρύβουν την ψυχή τους κάτω από θεάρεστα ξίδια που φτιάχνονται στην άκρη ενός μπαρ. Σαν τα έργα του Μοντιλιάνι. Αλλά και στην τελική, καλύτερα λιάρδα και μεθυσμένος παρά μόνος κι ερωτευμένος.
Από τη μεριά μου, θα πω ότι όλα χρειάζονται. Και τα υγρά και τα στερεά και τα ομαλά και τα ανώμαλα. Δε θα κάνω το δικηγόρο του διαβόλου αντιγράφοντας δίστιχα και γνωμικά για πράξεις που δεν έγιναν ή έγιναν. Θα μετατοπίσω το βάρος της όλης στεναχώριας που δημιουργεί το έργο όταν μείνει ημιτελές, στην αυτονομία που μπαίνει σε όρια. Αδιαμφισβήτητα η πραγματικότητα που ζούμε βάζει τα δικά της περιθώρια. Αν θέλεις να τ’ αλλάξεις παίρνεις μια απόφαση. Γιατί να γίνεσαι ντίρλα και λιάρδα για μια απόφαση που πήρε κάποιος άλλος κι όχι εσύ; Δεν είσαι ο Τριστάνος που κατά λάθος ήπιες το ερωτικό φίλτρο κι άρα δεν έχεις ευθύνες για τις πράξεις σου. Δικές σου οι επιλογές, δικές σου κι ευθύνες.
Απομακρύνσου από ό,τι σε πληγώνει κι εκεί κάπου θα βρεις και την εξέλιξη. Σώματα που ανάβουμε είμαστε και πότε πότε θέλουμε εξαέρωση για να ξαναβρούμε το υγρό στοιχείο. Γι’ αυτό, κλείσε την πόρτα αλλά περίμενε μέχρι να την ξανανοίξεις. Όσο πιο γρήγορα το κάνεις, θα νιώσεις ένα ρεύμα. Κι αυτό, δεν το λες κακό.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου