Ανέκαθεν η έννοια της συγχώρεσης μνημονευόταν καταχωρημένη στον πάνθεον των αρετών.
Από τις πιο άμεσες επαληθεύσεις της αγάπης, που πρόδιδε πνευματικό μεγαλείο, πλούσιο και ισορροπημένο ψυχικό κόσμο.
Όλοι κάνουν λάθη.
Λάθη μικρά, καθημερινά αλλά και μεγαλύτερα που έχουν για ταβάνι το έγκλημα. Κι έρχεται η στιγμή που ο κάθε παθών αναμετράει τις πληγές του, το δίκιο και το άδικο που τον τρώει, τον θυμό που σαρώνει την κρίση του και προσπαθεί αρχικά να κατανοήσει και να δικαιολογήσει τον θύτη.
Ποιο ήταν το λάθος και πώς έγινε.
Αν αυτός που το διέπραξε το προκάλεσε ή το επέτρεψε. Αν είχε κίνητρα ή αν ήταν από αφέλεια ή κακοτροπία. Αν υπήρχε ακόμα δόλος κι έγινε από αδικαιολόγητη κακία.
Θέλει χρόνο συνήθως η διαδικασία του να συγχωρέσεις.
Ίσως πολύ πιο λίγο στις περιπτώσεις που εκείνος που σε βλάπτει είναι κάποιος αγαπημένος σε συνθήκες αγάπης χωρίς προϋποθέσεις, όπως αυτή που νιώθει μια μάνα για το παιδί της.
Αλλά σίγουρα πρέπει να ενεργοποιηθεί ένας μηχανισμός φιλτραρίσματος της πράξης μέσα μας, του συναισθήματος, του μαθήματος απ’ όλα αυτά.
«Συγχωρώ», σημαίνει ξεχνάω το κακό.
Πως αυτό που μου έκανες δεν με πειράζει πια, το αφήνω πίσω μου.
Είναι πια παρελθόν.
Και δεδομένης της δικής σου μεταμέλειας κι έχοντας τη διάθεση να μην το ξανακάνεις, σε δέχομαι ξανά κοντά μου τόσο στενά όσο ήσουν και πριν.
Συχνά οι άνθρωποι ταυτίζουν τους εαυτούς τους με τους άλλους, όταν πρέπει να πάρουν αποφάσεις που θα καθορίσουν το μέλλον μιας διαπροσωπικής σχέσης.
Είναι παραδείγματος χάρη η επεξήγηση που κάνουμε σε λοιπούς οικείους μας για την ευθύνη και την αιτία της συγχώρεσης που μόλις δώσαμε: «έλα μωρέ, όλοι μας έχουμε ξεφύγει και είπαμε κάποια στιγμή μια κουβέντα παραπάνω».
«Συγχωρώ» μπορεί και να σημαίνει ότι ξεχνάω το κακό, πως αυτό που μου έκανες δεν με πειράζει πια και το αφήνω πίσω μου να γίνει και να μείνει πια παρελθόν, αλλά επιλέγω πως δεν μπορώ πια να έχω μια σχέση μαζί σου.
Είτε γιατί δεν σου έχω εμπιστοσύνη πως δεν θα το ξανακάνεις, είτε γιατί διακυβεύεται και η ακεραιότητα των όμορφων στιγμών και αισθημάτων πριν συμβεί ό, τι με έβλαψε.
Γιατί για να μην νιώθω καλά, κάτι καλό με άγγιζε.
Ακόμα και η ειρήνη μιας υγιούς κοινωνικής γνωριμίας.
Μπορούμε να επιλέξουμε την απόσταση από ανθρώπους που κρίναμε ότι δεν είναι στην δική μας συχνότητα τελικά, χωρίς όμως να κρατάμε κακίες και πάθη.
Όσο κρατάει ο θυμός δεν μπορούν να κριθούν ακόμα οι καταστάσεις, αφού δεν υπάρχει ακόμα διαύγεια.
Οι αποφάσεις δε γίνονται την ώρα του πολέμου.
Διαβάζω συχνά στο Facebook ένα απόφθεγμα που είναι της μόδας, είτε ως status είτε από αυτές τις φωτογραφίες που δείχνουν αποφθέγματα ως συνθήματα σε τοίχους, και λέει πως οι άνθρωποι μπορεί να ξεχάσουν τι τους έκανες αλλά δεν θα ξεχάσουν ποτέ πόσο άσχημα τους έκανες να νιώσουνε.
Δε συμφωνώ. Όλα ξεχνιούνται.
«Δε συγχωρώ», σημαίνει το συναίσθημα που είσαι πια μουδιασμένος.
Που δε θυμάσαι ούτε μισή όμορφη στιγμή, που έχει εξαντληθεί η λύπη κι ο θυμός σου.
Που το άκουσμα του ονόματος του θύτη είναι πιο θαμπό κι από την αδιαφορία κι απορείς και χαζεύεις με το πώς μπορεί αυτό να συμβαίνει.
Το «Δε συγχωρώ» τελικά, είναι απλά μια επιβράβευση.
Η επιβράβευση που δίνεις σε κάποιον που καταφέρνει να σε κάνει να πάψεις να τον αγαπάς, ενώ συνήθιζες να τον αγαπάς πραγματικά πολύ.