Αγάπη μου.
Σήμερα δε θα σου μιλήσω, για να σε πείσω για κάτι. Ούτε για να σου μεταδώσω κάτι.
Τώρα ξέρω, πως ο έρωτας είναι κάτι κατεξοχήν εγωιστικό. Και όλα τα μαγικά και απροσδόκητα συναισθήματα που γιγαντώνουν το ego μας, τα υπερασπιζόμαστε ακριβώς για ό,τι προσφέρουν σε εμάς τους ίδιους.
Όχι για σένα. Θα σου μιλήσω για μένα. Μήπως όταν πονάει και κλαίει κανείς, είναι κανένας εκεί δίπλα; Μόνοι μας και για την πάρτη μας δεν τα εκτονώνουμε όλα;
Έτσι, εγώ που πάντα για σένα είχα να διατυπώνω πράγματα μεγάλα για να τα έχεις τουλάχιστον για πολεμοφόδια, να ξέρεις πως κάποιος σε αγαπάει και σε πιστεύει, σήμερα θα σου μιλήσω διαφορετικά.
Η αλήθεια είναι λοιπόν, πως δεν σε ξεπέρασα. Και μου λείπεις βαθιά, τρομερά, αφάνταστα.
Για εβδομάδες ολόκληρες, δεν σε σκεφτόμουν καθόλου από τον Γενάρη που έχω να σε δω και από την άνοιξη που μιλήσαμε τυπικά για τελευταία φορά. Και όταν μου ερχόσουν στο μυαλό ήταν απλά σαν πληροφορία. Άντε και τα γεγονότα που έγιναν τα θυμόμουν επιγραματικά, χωρίς θυμούς, σαν να διαβάζω στεγνά ένα ξένο βιογραφικό.
Ήρθε στη ζωή μου και ένας άλλος άνθρωπος που κάπως με μπέρδεψε.
Μου έδινε αγάπη, σιγουριά και γενναιόδωρα έμπαινε προστατευτικά μπροστά, για μένα. Έτσι όπως εσυ ποτέ δεν έκανες. Και με μπέρδευε γιατί κολακευόμουν, γοητευόμουν αλλά η λήξη της γνωριμίας μου μαζί σου, μου άφησε αναπηρία. Πως να ξανανιώσω το λιώσιμο της καρδιάς, κάθε στιγμή της κάθε μέρας με όλη μου την ύπαρξη;
Και αφού ήρθαν απρόσμενες, θετικές εξελίξεις σαν καθημερινότητα, αφέθηκα στα καινούρια δώρα της ζωής. Έβγαινα, ήμουν με τόσο κόσμο και ήμουν εγώ το επίκεντρο.
Μα την πρώτη φορά που έγινα σκατά, σκέφτηκα από το πουθενά εσένα! Πώς θα ήθελα να σε δω και να σου χαϊδέψω λίγο το σβέρκο, σαν να καθόσουν στο μπαρ και να περνούσα από πίσω και σε χαιρετούσα.
Λόγια του ποτού και της αδυναμίας είναι, σκέφτηκα.
Κάποια νύχτα άκουσα νέα σου. Πως σου κάνανε κακό. Πως σε αδικήσανε.
Ήμουν νηφάλιος. Και ένιωσα μια μαχαιριά. Την οργή για αυτό που σου κάνανε, που πρέπει εγώ ως καθήκον να επανορθώσω. Τη θλίψη για αυτό που σου κάνανε. Βγήκα αυθόρμητα εκτός εαυτού. Απλά άκουσα τα νέα σου και ένιωσα όλα αυτά σε τέτοια ένταση που μόνο μια άλλη σκέψη την σώπασε.
Η σκέψη να μην γελάω άλλο τον εαυτό μου με την λήθη, που μόνο ως άμυνα συνέβη από τον οργανισμό μου προς εσένα και την απόσταση που πήραν οι ζωές μας.
Πως με αυτό που ένιωσα η αλήθεια είναι, πως εσένα αγαπάω ακόμα.
Όχι δεν το αξίζεις. Φέρθηκες ανέντιμα απέναντι μου γιατί έχεις απαίσιο χαρακτήρα και αυτό που εγώ νιώθω εσύ απλά δεν ξέρεις ότι υπάρχει. Και έχεις τέτοια κενά μέσα σου που δεν θα το γνωρίσεις ούτε με την ψυχιατρική υποστήριξη, που αντικειμενικά χρειάζεσαι.
Αλλά για κάποιο λόγο πρέπει εγώ να σε κουβαλήσω μέσα μου. Σαν σταυρό. Χωρίς Ανάσταση. Θα υπάρχεις, θα σε βρίσκω μπροστά μου, δεν ξέρω και δεν με νοιάζει ο λόγος πια, απλά το δέχομαι.
Δεν θα λιώνω, δεν θα υποφέρω, θα είμαι καλά. Κάποιες δύσκολες στιγμές και σκοτεινές, θα ξυπνάς σαν βαμπίρ. Και εγώ θα σκέφτομαι τα δικά μου λάθη. Το απλό μικρό πραγματάκι που έπρεπε να κάνω στη θέση των δέκα τεράστιων που ασύδοτα σου χάριζα.
Όχι πια όνειρα. Όχι ελπίδες. Όχι σχέδια.
Μόνο μην βρεθείς μπροστά μου. Ο θυμός μου και η πίκρα μου γίνονται με το χρόνο σιγουριά. Και αυτή τη φορά δεν θα σου απευθύνω τίποτα. Η σιγουριά μου είναι αυτή που θα σε αρπάξει από μόνη της και θα σε ξεμπροστιάσει ενώ θα με δεις σε μια άλλη παρέα, να είμαι εντελώς καινούριος, σαν να μη γνωριστήκαμε ποτέ, μα κάτι θα σε ενοχλήσει σαν ενοχή.
Καληνύχτα.