Εκείνες τις στιγμές, λίγο πριν πεις «αυτός ο άνθρωπος, τέλος»…
Δε νιώθεις θλίψη. Δε νιώθεις στεναχώρια. Ούτε το πένθος και το ξερίζωμα της καρδιάς σου, που τόσες και τόσες νύχτες λες και ένα χέρι σου έσκιζε το δέρμα, την έπιανε και του την χάριζε.
Όχι. Δεν νιώθεις τίποτα, παρά μόνο ένα ανακάτεμα στο στομάχι.
Ίσως, έτσι να μεταμορφώνονται ο φόβος και ο πανικός σου.
Σαν να λες: «Δηλαδή τώρα τι θα γίνει; Όλα αυτά που ένιωθα και ήταν τόσο ακριβά θα τα αρνηθώ; Και για να τα αρνηθώ θα πρέπει να σε μισήσω και να βλέπω όλα τα στραβά σου που όντας βαθειά, αποτέλεσαν τη διαφορά μας, που έγινε σχίσμα;»
Κι αν τα καταφέρεις;
Κι αν ξεκινήσεις μια καινούρια ζωή χωρίς εκείνον και το φάντασμα του και θριαμβευτικά το πετύχεις;
Τι θα γίνει αν ένα βράδυ, ακούσεις μια μουσική και τον θυμηθείς και τον νιώσεις;
Και συνειδητοποιήσεις πως δεν υπάρχουν πια γέφυρες!
Και νιώσεις ορφανός από την ελπίδα πως θα τον νικούσες.
Τόσα άντεξες, αυτόν τον τρόμο θα τον αντέξεις;
Και πάλι εκείνες τις στιγμές, θα ξαναρθούνε οι δεύτερες σκέψεις: «Μα όσο κι αν με έχεις θυμώσει εγώ δεν θέλω να σκέφτομαι άσχημα για σένα. Μήπως να επιμείνω; Να εμμείνω; Είναι πιο εύκολο τελικά να μαραίνομαι στη σκιά σου; Πιο βολικό;»
Λες και μετά δεν θα υπάρχουν ξανά ψέματα. Κι όλα θα εμπνέουν ξανά εμπιστοσύνη.
Και όσα φώναξαν «τέλος», εκεί που ψιθύριζαν «συνέχισε», θα ακυρωθούν.
Λες και τελικά το να αποτύχει κανείς σε κάποιο όνειρο, να μην πρέπει να αποφέρει μόνο πόνο, αλλά και ντροπή.
Εκείνες τις στιγμές, λίγο πριν πεις «αυτός ο άνθρωπος, τέλος», θ’αναγνωρίσεις τις ψυχώσεις και τις εμμονές που σε κράτησαν σταθερό εκεί, στο ίδιο πλάνο.
Και σαν να ακρωτηριάζεις οικειοθελώς κάποιο μέλος του σώματος σου, θα κάνεις βουτιά στην λογική.
Οι χαρακτήρες είναι πια καλογραμμένοι, ολοκληρωμένοι.
Και το έργο δεν είναι αστυνομικό για να σου αποκαλύπτονται στο τέλος.
Απλά εσύ έχεις την διαύγεια να δεις τι ήταν, πώς ήταν και πόσο ήταν εξ αρχής το καλό και το άσχημο, στον ήρωα που σε απασχόλησε.
Όσος χρόνος και αν χρειαστεί να φύγει από μέσα σου η υγρασία, την επόμενη φορά που θα βγεις θα νιώσεις την πρώτη υποψία ελευθερίας, καθώς θα είσαι και πάλι στα ίδια στέκια και το μυαλό σου δεν θα κάνει διαδρομές και σενάρια και πρόβες, μπρος σε ένα ενδεχόμενο τυχαίας συνάντησης, σχετικά με το πώς θα πρέπει να είσαι: άνετος ή να κρατάς μούτρα, αδιάφορος, σαν να μη συνέβη τίποτα κλπ..
Κι όπως θα περνάει η ώρα, εκεί που δε νιώθεις πια καμία ανάγκη να μοιραστείς κάτι για τα δράματα σου, βλέπεις κάτι θεϊκές ατάκες να σκάνε μύτη και να αντικαθιστούν το χώρο που έπιαναν οι αναφορές στο όνομα του ή έστω στη διάθεση σου, που ήταν μεν κάπως, αλλά γενικά και αόριστα, έστω και αν όλοι γνώριζαν..
Ναι, εσύ ήξερες αβίαστα να είσαι η ψυχή της παρέας.
Βρες τώρα ποιο άλλο κομμάτι σου ξέχασες πίσω.
Τέλος.