Έφυγα.

Τέτοιος έρωτας δυνατός που με συγκλόνισε, εντάσεις δυνατές με εναλλαγές, σε ωραίες και άσχημες στιγμές, με καυγάδες και νύχτες άλλοτε φλογερές, άλλοτε τρυφερές, μπλόκαραν όλα μαζί και βλέποντας τη ζωή μου σε τέτοιο αδιέξοδο, έδωσα μια κλωτσιά στο γόρδιο δεσμό, να φύγει όπως ήταν, από το παράθυρο.

Ο κύκλος απλά είχε κλείσει.

Έπρεπε μάλλον να κλείσει, ακόμα και με το ζόρι, χωρίς εμένα, ή έστω και τη σκιά μου μέσα.

Έφυγα, από ανάγκη. Μια ανάγκη, που την διατύπωσε η απρόσμενη συγκυρία το επόμενο βράδυ του χωρισμού μου.

«Παιδί μου, χρειάζομαι άτομο στο μαγαζί, ο θείος σου θα μπει στο χειρουργείο και δε θα μπορεί τους επόμενους μήνες να κουνηθεί, χρειάζομαι άτομο να διαχειρίζεται το ταμείο και τους υπαλλήλους.» είπε.

Όταν μια σχέση τελειώνει, τα όρια του κόσμου πάλλονται.

Άλλοτε το να περπατάς στην πόλη, σε κάνει να φοβάσαι, η έκταση μοιάζει τεράστια, τι χάος, άνθρωποι άγνωστοι, άλλοι βιαστικοί και βάρβαροι, άλλοι αφηρημένοι, άλλοι χέρι χέρι ή σε παρέες να γελάνε και εσύ ανάμεσα τους μόνος, ξένος, χωρίς τον άνθρωπο σου πια εκεί, να περπατάτε είτε αφηρημένοι, είτε συζητώντας, είτε χέρι χέρι, είτε σε συνάρτηση ο ένας με τον άλλον τέλος πάντων.

Μες στο πλήθος που μοιάζει αχανές, αντιμετωπίζεις τη μοναξιά κατάματα.

Δεν είναι πια στη ζωή σου, το καθημερινό σημείο αναφοράς σου.

Και άλλοτε, η ίδια πόλη μικραίνει ασφυκτικά. Οι ίδιοι δρόμοι, τα ίδια στέκια. Οι ίδιες φυσιογνωμίες που μπορεί να μην γνωρίζεστε καν προσωπικά, αλλά σε έχουν συνηθίσει να υπάρχεις με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο δίπλα σου και θα σε κοιτάνε ξέροντας ότι κάτι έχει αλλάξει. Είτε επειδή θα είσαι μόνος σου, είτε επειδή θα έχεις άλλη παρέα.

Είτε επειδή ο ένας πέρασε μόνος και ο άλλος με παρέα. 

Δεν ήθελα να το βιώσω όλο αυτό. Ούτε την απόγνωση ότι είμαι μόνος, ούτε τον οίκτο και τη χαιρεκακία κανενός. Πονούσα βαθιά, αλλά ήμουν και σε φάση «όχι πια δράματα». 

Και αυτή η πρόσκληση, σαν από μηχανής θεός, με έσωσε ακριβώς από αυτό που δεν ήθελα να κάνω: να κλειστώ σπίτι, για να μην αντιμετωπίσω τα παραπάνω ενδεχόμενα.

Έτσι, έφυγα για να είμαι μες στον κόσμο, αλλά σε έναν άλλο τόπο. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στην καρδιά του πλανήτη, στα πεζοδρόμια του Μανχάταν. Σε άλλους δρόμους και άλλα μαγαζιά, που δεν βρεθήκαμε ποτέ μαζί.

Και που ίσως, κάποτε που είχα ξαναβρεθεί, να ήθελα χωρίς πόνο και χωρίς παράπονο, να έρθεις κάποια φορά και να τα μάθουμε μαζί.

Έφυγα, από την ανάγκη μου να ζήσω και να μην κρατήσω φαντάσματα, όπως τις άλλες φορές.

Όχι ότι οι άλλοι το άξιζαν περισσότερο από σένα. Εμένα ήθελα να φτιάξω πια χωρίς πίκρες, χωρίς απωθημένα. Χωρίς να σκέφτομαι το τι θα γινόταν και τα «αν».

Και έμεινα εκεί, σε καινούριο σκηνικό. Άνθρωποι στη δουλειά το πρωί από όλο τον κόσμο, να μιλάνε φιλοσοφώντας για τα ίδια θέματα, με κοινή οπτική και στο τέλος να αναφέρουν ότι ο ένας είναι χριστιανός και ο άλλος μουσουλμάνος και να είναι αυτό κάτι ασήμαντο.

Τις νύχτες στα μαγαζιά όλοι να διασκεδάζουν. Να μπαίνεις και να βλέπεις να χορεύουνε σε τσακίρ κέφι και να μην είναι πιωμένοι, να μην είναι γεμάτοι από ουσίες, απλά να είναι από στάση ζωής έτσι.

Και να φλερτάρουν. Να συστήνονται, να γνωρίζονται, ακομπλεξάριστα να μιλάνε έστω για να κάνουν φίλους!

Πως να μην αφεθώ σε αυτή την πολυχρωμία; Πώς να μην ξενοιάσω, ακόμα κι αν το μυαλό κι η καρδιά μου, γυρνούσαν στον πεδίο της μάχης και της ήττας;

Η ταχύτητα της πληροφορίας, με έπαιρνε μαζί της. Σκέψου, κάτι βράδια, καινούριοι φίλοι από όλο τον κόσμο, πηγαίναν την κουβέντα σε πρόσφατους και ενεργούς έρωτες.

Πάνω που πήγαινα να μιλήσω, έβλεπα πως εκεί, όσο καλά και να μιλούσα τη γλώσσα, δεν είχα τις 130, για παράδειγμα, λέξεις από το καθημερινό μου λεξιλόγιο. Είχα τις 80.  

Και από εντιμότητα σε ό,τι έζησα, όταν ξεκινούσα να μιλάω, θα κόμπιαζα, γιατί δεν έβρισκα τη λέξη που θα περιέγραφε μοναδικά τη λεπτομέρεια, θα έδειχνα με χιούμορ το θλιμμένο ματάκι σε στυλ «δε γαμιέται». Αφού λοιπόν ούτε να συζητήσω μπορούσα, τι έμενε;

Ναι, στο καινούριο μέρος έκανα απενοχοποιημένα σεξ – όχι μαζί σου μετά από καιρό – και ήμουν εκεί 100% και γούσταρα.

Σε σκεφτόμουν και ανθρώπινα και σαν να μην είχε τελειώσει τίποτα.

Σκεφτόμουν πως θα το κάνουμε μια μέρα το ταξίδι σε αυτό το μέρος. Μετά προσγειωνόμουν στο ότι εγώ είχα ήδη αλλάξει και πιο πιθανόν θα ήταν να στο κάνω δώρο, να το πας μόνος σου.

Εκεί όμως που χαμογέλασα, είναι όταν είδα τα likes των φίλων σου στο facebook.

Ναι, κάποιες στιγμές με έπιανε εγωισμός, πως αυτό το συναίσθημα, ότι θα ήταν πολύ ωραία να ήσουν εδώ, παραχωρούσε τη θέση του στη χαιρεκακία μου, για τη ζήλια που σίγουρα θα ένιωθες.

Εγώ τόλμησα και τα άλλαξα όλα, με τρέλα. Εσύ πίσω, στα ίδια και τα ίδια. 

Χαμογέλασα, γιατί είδα ότι μάθαινες για την καινούρια μου ζωή και μένα δεν με πείραζε πια.

Είχα νικήσει. Eίχα προχωρήσει. Σε ξεπέρασα!

 

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Μάξιμος