«Όταν θα έρθουν τα ξαδέρφια σας, μην τύχει και ακούσω φωνές! Να δίνετε τα παιχνίδια σας, δεν έρχονται στο σπίτι μας συνέχεια.»
Είχε βάλει το φαγητό να ζεσταίνεται και περίμενε τον άντρα της να επιστρέψει από το αεροδρόμιο, καθώς πήγαινε να παραλάβει τον κουμπάρο της με την καινούρια του αρραβωνιαστικιά, που ζούσαν εδώ και χρόνια στη Γερμανία.
Όλα έτοιμα για ένα πλουσιοπάροχο δείπνο, όπως μόνο αυτή ήξερε να διοργανώνει και βάζοντας ένα ποτήρι κρασί θυμήθηκε τη μάνα της, να λέει σ’εκείνη και τον αδερφό της τις ίδιες ακριβώς κουβέντες, διδάσκοντάς τους κανόνες καλής συμπεριφοράς κι εντύπωσης στους άλλους.
Η Ελένη. Τριανταέξι χρονών πια, με τρία παιδιά που σε τέτοιες περιπτώσεις τα άφηνε να διανυκτερεύσουν με τα δίδυμα της φίλης της Σοφίας, που έμενε από πάνω και κάναν συχνά τέτοιες «αλλαξιές» όταν οι κοινωνικές και κοσμικές τους υποχρεώσεις τις ανάγκαζαν να έχουν ένα ασφαλές καταφύγιο για τα διαβολάκια τους.
Αλλά και για άσχετους λόγους πότε η μία, πότε η άλλη θα αλάφραινε τη φίλη της από τον βομβαρδισμό του τοπίου κι έτσι θα μπορούσε, έστω και για λίγες ώρες, να χαλαρώσει απλά ξαπλώνοντας μια ώρα, ή πηγαίνοντας στο σούπερ μάρκετ χωρίς να την κοιτάζουν να κάνει συνέχεια τον αστυνόμο στα μικρά.
Όταν ήταν στο Λύκειο, η Ελένη φανταζόταν τον εαυτό της μετά από λίγα χρόνια να σπουδάζει στη Νομική, ή σε κάποια άλλη θεωρητική σχολή. Σίγουρα σε μια άλλη πόλη. Και μετά, να κοιτούσε τα μεταπτυχιακά, έστω και με υποτροφία αφού ήταν άριστη μαθήτρια ήδη σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα.
Να ταξίδευε! Να γνώριζε ανθρώπους που ζούνε αλλιώς, μα συνυπάρχουν διαφορετικά μεταξύ τους.
Οι γονείς της την έπεισαν να δηλώσει Στρατιωτικές σχολές και στην Αστυνομία.
Για τη σιγουριά του Δημοσίου, τα καλά λεφτά, την άμεση αποκατάσταση.
Με τα υψηλά μόρια που κατόρθωσε να φτάσει πέρασε στη σχολή αστυφυλάκων της Ξάνθης και ούσα εσώκλειστη και με 50.000 δρχ εισόδημα το μήνα κατάφεραν να τους απαλλάξουν από ένα μεγάλο βάρος που αν περνούσε αλλού, θα έπρεπε να καταβάλλουν.
Στην πρώτη της μετάθεση στην Ασπροβάλτα, γνώρισε τον άντρα της που ήταν δάσκαλος και όπως ήταν και οι δύο δημόσιοι υπάλληλοι, πήραν ένα ωραιότατο αμετάθετο στην Αττική, μένοντας στον Πειραιά που εκείνος είχε σπίτι.
Κι έτσι φυσικά ήρθαν οι εγκυμοσύνες, κοντά η μία στην άλλη, που με τα προνόμια του Δημοσίου και πάλι, της ‘δώσαν δεκάδες μήνες άδεια, ώστε τα εφηβικά της όνειρα για καριέρες και ταξίδια, να ξεχαστούν από την σκιά μιας λίγο γεματούλας πια νοικοκυράς.
Ακόμα κι όταν τα παιδιά ξεπεταχτήκανε και πήγαν σχολείο, έτσι ένιωθε και ας είχε ξαναγυρίσει στη δουλειά της.
Καθόταν και σκεφτόταν όλα αυτά περιμένοντας αλλά οι σκέψεις της ήταν τόσο ασχημάτιστες.
Σαν τις σκιές από τις φλόγες των κεριών που είχε ανάψει που λες και χόρευαν ακανόνιστα.
Ποια ήταν, τι ήθελε, ποια είναι τώρα, ποια είναι η ζωή που ζει.
Έκανε να πιει μια γουλιά από το ποτήρι της και ίσα που έβρεξε τα χείλη της.
Της απόσπασε το μυαλό εκείνη η ιδέα, για το αν η ζωή είναι ένα ποτήρι που πρέπει να το βλέπουμε μισογεμάτο ή μισοάδειο.
Και συνειδητοποίησε πως τόση ώρα καθόταν και αναπολούσε κρατώντας ένα ποτήρι κρασί, από το οποίο δεν είχε πιεί ούτε μια γουλιά, ίσα που έβρεξε τα χείλη της καθώς περίμενε μια επίσκεψη για την οποία δεν ήταν κι ενθουσιασμένη αλλά την είχε οργανώσει τέλεια.
Μήπως έτσι δεν ήταν και όλη της η ζωή;
Το δικό της το ποτήρι, όσο γεμάτο κι αν ήταν δεν το γεύτηκε ποτέ.
Άλλος το γέμιζε, άλλος το έχυνε και η ίδια ήταν εκεί για να δηλώσει παρούσα παίρνοντας απλά μια αίσθηση.
Μια μυρωδιά τσίκνας την έκανε να κοιτάξει στην πλευρά της κουζίνας και να πεταχτεί καθώς το θυροτηλέφωνο χτύπησε τρεις φορές, ως σήμα του άντρα της ότι έφτασε και ανεβαίνει με τους καλεσμένους τους.
Το κρασί χύθηκε στον καναπέ κι εκείνη απ’ την τρομάρα της το κάλυψε με μαξιλάρες.
Δεν ήταν και δεν υπήρξε ποτέ ευτυχισμένη.
Αλλά μέσα σε αυτό το σκηνικό, το ότι έχασε για πρώτη φορά τον έλεγχο, ήταν η πρώτη της νίκη.