Στον πρώτο έρωτα, τα χάνεις λίγο, μπερδεύεσαι.
Σ’αυτό το καινούριο, ιδιαίτερο που νιώθεις και αντιλαμβάνεσαι, προσάπτεις το προσωπείο του θαυμασμού, τόσο που πια, δεν είναι έρωτας, αλλά μια πλάνη που σε γέλασε τόσο όσον αφορά τα συναισθήματα όσο και όσον αφορά το θαυμασμό.

Και τη δεύτερη φορά κάπως έτσι συμβαίνει.
Μόνο που όταν τελειώσει, η πεταμένη μάσκα λέγεται ενθουσιασμός.
Και το καταλαβαίνεις, όταν συχνά το θυμάσαι –ακόμα και τότε που μόλις είχε γίνει– η ηλικία σου από μόνη της ήταν τόσο άχαρη.
Ήσουν μικρός, άγουρος, υπερευαίσθητος, αλλιώς τα ονειρευόσουν αλλιώς είδες από μέσα πως είναι. Είναι που φτιάχνεις συγχρόνως και προσωπικότητα και είναι λίγο κινέζικα αυτά με τις υποχωρήσεις και τους συμβιβασμούς που ακούς και διαβάζεις.
Και ενώ πέρασες καλά, συνήθως το θυμάσαι σαν κάτι χαζό που έζησες. Χάσιμο χρόνου.

Στον τρίτο έρωτα, θ’αρχίσεις να μετράς.
Αυτός είναι ο πρώτος έρωτας.
Το πρώτο κρακ, που σημαίνει ενηλικίωση.
Εδώ το καρδιοχτύπι σου θα σε κάνει να νιώσεις θεός.
Φοβάσαι πως αν κάνεις μια ξαφνική ανάταση με όλα αυτά που νιώθεις, μπορεί και να πετάξεις και να σε πάρουν οι περαστικοί χαμπάρι!
Θα παίξουν στο μυαλό σου τα «για πάντα» και θα πατήσεις τις νάρκες του «ποτέ».
Ή του «ποτέ πια»
Και όταν πονέσεις θα σου ταιριάζει καλύτερα το ρήμα «ματώσεις».

Είναι ένα πρόσωπο που ακόμα και αν μετά το ξεχάσεις, θα σε έχει καθορίσει, ακόμα και όταν χρόνια μετά σε μια φιλολογική προσωπική ανασκόπηση, δε θα μπορείς να θυμηθείς πια τη μυρωδιά του.
Μα ποτέ δε θα μετανιώσεις για αυτό που ζήσατε. Δυνατή εμπειρία.
Έχεις κάνει πια ένα χάρτη για το μεγάλο ταξίδι του έρωτα.

Και θα έρχονται πρόσωπα καινούρια να σου χαρίσουν τους κόσμους τους.
Πότε περαστικοί και πότε σταθμοί.

Θα λατρέψεις, θα λατρευτείς, θα παίξεις παιχνίδια εξουσίας και υποταγής, θα ψάχνεις κάθε φορά να βρεις τον τίτλο του εκάστοτε κύκλου ζωής που θα μοιράζεσαι μαζί τους.
Μα όταν θα τελειώνουν, θα λες «δεν ήταν έρωτας».
Κι αν ένιωσες δυνατά θα λες στην καλύτερη «εγώ ερωτεύτηκα μιάμιση φορά… νομίζω».
Και εκεί λίγο κουράζεσαι και λες δε θέλεις άλλο.

Έχεις γίνει μάστορας κάθε φορά να βάζεις τον εαυτό σου εκεί που βρίσκονταν, πριν γνωρίσεις τον κάθε άνθρωπο που μοιράστηκες τη ζωή σου. Ή τις στιγμές που διέθεσες.
Θα ερωτευτείς εσένα, θα μπεις στα μονοπάτια του ευ ζειν.
Κι ένα πρωί θα έχεις ξυπνήσει και θα τα ξέρεις όλα.
Θα είσαι πολύ σοφός με μια αυτοπεποίθηση στα όρια του θράσους.
Και το βράδυ όλα αυτά θα γκρεμιστούν.

Τα λάφυρα σου, τα μετρήματα, οι τίτλοι τους.
Με ένα απλό κοίταγμα, η ψυχή σου αναγνωρίζει στην καινούρια γνωριμία σου πως ό,τι κι αν γίνει, ο άνθρωπος αυτός σίγουρα θα γράψει μέσα σου.
Και ενώ θα πας ν’αρνηθείς αυτό που ήδη σου έπεσε σαν μενίρ στο κεφάλι, γιατί πόσες αγάπες μπορεί να έρθουν και να συγκλονίσουν την ύπαρξη σου – Μία; Δύο; Τρεις; – θα αφεθείς συνειδητοποιώντας το πόσο θνητός και τρωτός είσαι, και θα ακολουθήσεις απλά την πορεία σου.

Δεν έχει σημασία το μέλλον. Αν θα γίνει σύντροφος σου, αν δεν θα γίνει τίποτα.
Ξέρεις πια πως η ζωή από μόνη της είναι τόσο ανατρεπτική και απρόβλεπτη που θ’άρχίσεις να έχεις ανεπιφύλακτη συστολή και ταπεινοφροσύνη στο να ξαναδιατυπώσεις βαρυσήμαντες δηλώσεις και σχέδια για το κομμάτι διαχείρισης της που σου αναλογεί.
Θέλεις ή δεν θέλεις.

 

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Μάξιμος