Με θυμάμαι τα καλοκαίρια μικρούλη τεσσάρων-πέντε χρονών, να τα περνάω στο χωριό με τη γιαγιά και τον παππού.

«Χτύπησε το παιδάκι μου; Που; Σε αυτό το σκαλί; Έλα να το κάνω ντα το σκαλί που έκανε το μανάρι μου να πονέσει! Ντα! Ντα! Είδες Κωστάκη μου, πέρασε!» και εγώ αφού έδινα μια σφαλιάρα στο σκαλί, ξεχνούσα τον πόνο μου και συνέχιζα το παιχνίδι με την ευτυχία ότι είχα και τα παράσημα της ανδρείας στο γόνατο: χαντζαπλάστ πάνω από το υπέροχο κόκκινο του ιωδίου.

Κάπου εκεί στα 19 μου, ο παππούς πέθανε νεότατος μέσα σε ένα μήνα από καρκίνο. Η γιαγιά μου που ξεκινούσε να αναπτύσσει μια σπάνια πάθηση που λέγεται Alzheimer, άρχισε να υποτροπιάζει πολύ άσχημα από την κατάθλιψη και την αλλαγή περιβάλλοντος από το χωριό στην πόλη. Για χρόνια πολλά, μέχρι σήμερα, έμεινε κατάκοιτη και ενώ ζω ξανά στο ίδιο σπίτι μαζί της, πολλές φορές συνειδητοποιώ πως έχω ήδη ξεχάσει την ύπαρξη της.

Δεν ξαναπήγα ποτέ στο χωριό. Δεν ήθελα να αντιμετωπίσω το αναπάντεχο, που φυσικά ίσχυε οπουδήποτε και αν βρισκόμουν.

Αφού λοιπόν αυτή η αγάπη η μονάκριβη είχε χαθεί, κανείς άλλος στη θέση τους την αδειανή δεν θα μου έκανε ξανά όλα ανεξαιρέτως τα χατίρια, γενναιόδωρα και ασύδοτα… Όλα θα έπρεπε να τα διεκδικώ τώρα πια.

Εκείνο τον ίδιο μήνα που ο παππούς χαροπάλευε μια βδομάδα πριν, ήρθαν τα κακά νέα πως ο Στέφανος, ανιψιός του άντρα της θείας μου στην Αμερική σκοτώθηκε στα 25 του σε τροχαίο. Ήταν ο καλύτερος μου φίλος από παιδί.

Τον εγκατέλειψε η αρραβωνιαστικιά του για να ζήσει μόνη της στην Ελλάδα και αυτός ένα βράδυ από τον καημό του και λες και του γύρισαν τα μυαλά, πήρε τη μηχανή και στούκαρε στο διάζωμα του περιφερειακού του New Jersey, στο ύψος του Hoboken. Με τους μάρτυρες να λένε πως κανένα όχημα δεν τον παρεμπόδισε ή τον προσπέρασε επικίνδυνα. Σαν ξαφνικά εκεί που οδηγούσε ήρεμα να γκάζωσε επίτηδες πιο πολύ στρίβοντας οικειοθελώς το τιμόνι προς το διαχωριστικό τοίχωμα. Τον φέρανε στην Ελλάδα.

Πλέον θα ξεκινούσα να διεκδικώ και την αποδοχή των ανθρώπων, αφού τίποτα δεν θα είναι ίδιο, γνώριμο, δεδομένο.

Όχι, δεν θέλω να γράψω ένα άρθρο όπου θα απαριθμήσω βιογραφικά στοιχεία πόνου, δράματος  και τραγωδίας.

Ό,τι έχω ζήσει έχω ζήσει εγώ προσωπικά, είναι λιγότερο και πιο αδύναμο από τα βιώματα  κάποιων ανθρώπων και περισσότερο και πιο δυνατό από εκείνα κάποιων άλλων.

Οι θάνατοι, οι κατεστραμμένοι έρωτες, οι πληγές, οι προδοσίες, οι αρρώστιες, οι αδικίες, μικρές και μεγάλες συμφορές συμβαίνουν ή συνέβησαν ή θα συμβούν σε όλους.

Σκέφτομαι όμως πως μόνο την υπέρμετρη χαρά είναι διαθέσιμος ο άνθρωπος να υπερασπίζεται.

Αν κάθε ραγισμένη καρδιά ήταν ένας τοίχος που ‘πέσαν πάνω του βόμβες, εγώ για τη δική μου έπιανα δουλειά, να σοβατίζω, να βάφω από την αρχή και στο σημείο που είχε πέσει κάθε βόμβα έπαιρνα χρώματα και τα έβαφα, ζωγραφίζοντας τις όμορφες παραστάσεις από το κάθε τι, πριν πάρει την τροπή που πήρε. Κα=ι έλεγα έτσι πως τα βλέπω όλα θετικά. Και όλα ωραία θα πάνε με αυτό το σκεπτικό.

«Βλάκα» μου είπα. «Οι ρωγμές στους τοίχους, είχαν έτοιμη την πατέντα από το σχέδιο των όμορφων παραστάσεων που εσύ έκατσες να φτιάξεις με μπογιές. Τα χρώματα είναι για να τα καταπίνουμε, να τα γινόμαστε και όχι για να τα ντυνόμαστε και να τα δείχνουμε! Και όσοι σοβάδες πέφτανε και τους σκούπιζες πάντα ως σκουπίδια, ο χρόνος πάντα θα τους μεταμορφώνει σε σπόρους για να φυτρώνουν λουλούδια και σε ψίχουλα για να έρχονται πουλιά και να υπάρχει στον κήπο σου ζωή!»

Εμείς κι οι πόνοι μας φιλτραρισμένοι. Ο χρόνος που γίνεται μνήμη και δίνει ταυτότητα στις αγκαλιές και τα βλέμματα μας.

Μην ελπίζεις, είναι ψυχαναγκαστικό. Αποδέξου τι συμβαίνει. Σου έχει συμβέι κι άλλες φορές κι όλα έγιναν ομορφότερα από πριν και πάλι. Ακόμα και αν δεν έγιναν με την πρώτη προσπάθεια.

Κι αν αργήσαμε μετά από κάθε γκρέμισμα να κατακτήσουμε τους ευσεβείς μας πόθους, ακόμα και αν ίσως δεν τα καταφέραμε ποτέ και αλλάξαμε πορεία, περήφανα θα ξέρουμε πως η σφραγίδα που θα γράφει κάποτε το αστέρι μας θα γράφει μόνο ένα ρήμα: Ζήσαμε.

 

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Μάξιμος