Υπάρχουν πολλοί δαίμονες μέσα μας, που καλούμαστε καθημερινά να αναμετρηθούμε μαζί τους και να τους πολεμήσουμε – ένας όμως είναι που ξεχωρίζει.
Ξεχωρίζει επειδή είναι εμφανώς πιο άσχημος από τους άλλους, αναλαμβάνει δράση στις πιο αδύναμες στιγμές μας και χτυπάει πάντα με τρόπο ύπουλο και ανέντιμο.
Eίναι ο μόνος από όλους, που λειτουργεί από έξω προς τα μέσα.
Αν είχε όνομα θα λεγόταν «τα αδιάκριτα βλέμματα των άλλων» ή «πώς σε κοιτά ο κόσμος» ή κάτι τέτοιο σχετικό.
«Γιατί;» αναρωτιέται, το αγόρι που ξημερώματα βρέθηκε να πίνει μόνος του σε ένα ελληνάδικο after bar της πόλης. Δεν ήταν και πολύ περισσότερο ζαλισμένος από τους υπόλοιπους πελάτες οι οποίοι τον κοιτούσαν με έναν τέτοιο τρόπο, που δεν κρατούσαν καν τα προσχήματα να τραβήξουν τα βλέμματα τους, όταν εκείνος τους έβλεπε.
Άραγε φάνταζε αλλόκοτος επειδή ήρθε χωρίς συντροφιά αντίθετα με εκείνους, ή επειδή ήταν σαφές ότι επιπλέον δεν αναζητούσε και καινούρια παρέα για να μιλήσει ή να φύγουνε μαζί;
Η αλήθεια ήταν πως όντως ήταν περίεργος.
Αν τον κοιτούσες ενώ φαινόταν εκ πρώτης όψεως ένα νορμάλ παιδί, σου περνούσε από το μυαλό να τρομάξεις, να ανησυχήσεις και ίσως να γελάσεις και λίγο. Η στάση του σώματος του να ευθυνόταν ίσως περισσότερο – μπήκε στο μαγαζί ξημερώματα και καθόταν στο σκαμπό ενός μπαρ όπως θα καθόταν σε κάθισμα καθολικής εκκλησίας: ευθυτενής, στητός, επίσημος, άκαμπτος και παράλληλα μεθυσμένος.
Εντάξει ας μην υπερβάλλουμε – τέτοιους ανθρώπους όπως το παλικάρι που περιέγραψα ως τώρα, συναντάμε συχνά στα μπαράκια της πόλης, δεν ήταν λοιπόν αυτοί οι λόγοι που μαγνήτισε τα κακά τους βλέμματα. Άλλο ήταν το απρόσκλητο ξάφνιασμα που κάρφωσε τα κακά τους βλέμματα πάνω του με αποτέλεσμα ο φίλος μας να μην είναι απλά ένας περίεργος και αλλόκοτος περαστικός πότης, αλλά ένας βαθιά αντιπαθής και ενοχλητικός καραγκιόζης.
Γιατί όχι, σε αυτούς τους χώρους την κρύβουν τη θλίψη από το βλέμμα τους. Τη χώνουν κάτω από το χαλί και προσπαθούν έπειτα να δείξει ο ένας στον άλλον πόσο πολύ διασκεδάζουν.
Δεν μπορεί να έρχεται ένας μονάχος του και τη θλίψη του να σου την κοπανάει πάνω στο μπαρ πριν καν παραγγείλει.
Όφειλε να συμμετέχει στην υποκρισία, να δείχνει ότι ακούει τα τραγούδια και όσο βαρύς και να ήταν, σε κάποιο στίχο πάνω στη γουλιά του θα έκανε μια γκριμάτσα αυθόρμητα τάχα να δούνε οι άλλοι ότι τον ένιωσε και να βγάλουν συμπεράσματα για το παρελθόν του, να σημαίνουν κάτι οι φωτισμοί που ακόμα και με φως έξω στριφογυρνούσαν πάνω από το μπαρ ενώ έπαιζε το καψουροχασάπικο.
Και φυσικά να παραγγέλνει συνέχεια, να πίνει πολύ και γρήγορα, να κεράσει και μια γκόμενα που θα βρεθεί τυχαία και θα του ανοίξει κουβέντα ώσπου να φύγουν μαζί.
Έτσι ναι, μιμηθήκαμε τους cool και βρήκαμε παρεούλα για το σπίτι, όμως μέσα μας παραμένουμε άδειοι, κάτι το οποίο βεβαίως δεν ενοχλεί, γιατί έτσι κάνουν όλοι.
Αλλά όχι και να εμφανίζεται ο φλώρος που από την είσοδο, το γράφει ευθαρσώς και στο κούτελο: ΕΙΜΑΙ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΣΚΑΤΑ!
Και εφόσον αυτή η αίσθηση ξεσηκωνόταν λες και υπήρχε συνεννόηση, σε όλους, άρχισαν σιγά σιγά να ξετρυπώνουν τα πρώτα εκδικητικά χάχανα, οι κορoϊδίες, τα κουτσομπολιά σε τέτοιο βαθμό που τρεις μικρές παρέες .στο μπαρ που άκουγε η μία τις ατάκες της άλλης από το πολύ γέλιο σμίξανε και έγινε μια μεγάλη.
Τον ξεφώνιζαν μπροστά του, μα τα λέγαν ψιθυριστά μεταξύ τους τάχα από τακτ και ευγένεια να μην τον φέρουν σε δύσκολη θέση, μα παρ’όλη τη σιωπή κοιτούσαν προκλητικά και επιθετικά τον μοναχικό πελάτη.
«Τι φάση ο τύπος;», «Πόσα έχει πιει αυτός ρε;», «Ρε μαλάκα Alexander Mc Queen δερμάτινο φοράει, με τόσα λεφτά εγώ στην τύχη θα διάλεγα κόσμο που μου αρέσει μέσα από τους περαστικούς για να μην κάθομαι να πίνω τέτοια ώρα μόνος μου!»
Και πηγαίνοντας 10:34, τα φώτα ανοίγουν, ο dj παίζει μια τελευταία Ζουγανέλη πριν το κλείσιμο και ο μπάρμαν βγάζει μια παρτίδα jagermeister για τους πελάτες που ήταν στο μπαρ.
Το τραγούδι τέλος, η κατινοσυζήτηση των κλαρινογαμπρών χαμηλώνει τους τόνους σε επίπεδο όπου ο ψίθυρος να διατυπώνεται κολλητά στο αυτί και επικρατεί μια σύγχυση με τον κόσμο που απόμεινε, άλλος να ασχολείται με το κινητό, ποτήρια να μαζεύονται, άλλοι να κανονίζουν για συνέχεια και να ζητάνε ενός λεπτού αναμονή για το τελευταίο άδειασμα στην τουαλέτα.
Μια γυναικεία φωνή χρωμάτισε τη βαβούρα η οποία κατευθυνόμενη στον παράξενο πελάτη που συνέχιζε να κρατά το ποτό του άνετα λες και το μαγαζί ήταν τίγκα στον κόσμο, τον ρώτησε αν πήγαινε γυμνάσιο στο 1ο Αμπελοκήπων. Και ω ναι, ήταν ο Νότης, ο παλιός συμμαθητής της!
Τα πηγαδάκια γύρω σώπασαν καθώς κοιτούσαν την όμορφη κοπέλα με το alternative look και την μπλε τούφα στο μακρύ κατάμαυρο πλεγμένο μαλλί της, να συζητά και να λύνει κάπως στην επικοινωνία το αντικείμενο της αποψινής τους καζούρας.
Άλλον άνθρωπο τον είχε κάνει η οικειότητα. Ξάφνου έστρεψαν τα μάτια τους από εκείνον σε αυτήν, καθώς τα δάκρυα της κύλησαν και της μαύρισαν τα μάγουλα από τη μάσκαρα. Αγκαλιαστήκανε. Φύγανε μαζί. Τι να λέγανε; Ο Πέτρος ο μπαρμαν που μάζευε εκεί κοντά τα είχε ακούσει όλα.
Πριν μια βδομάδα έχασε τη μάνα του στα 52 της από έμφραγμα. Ξαφνικά χωρίς συμπτώματα, χωρίς ιστορικό, έγινε ένα επεισόδιο και την άλλη στιγμή όλα ήταν αλλιώς.
Μαζί μένανε, ο πατέρας του σκοτώθηκε σε τροχαίο από όταν νήπιο, δεν τον θυμόταν καν!
Και έτσι ξαφνικά, ο Νότης που ήταν ένα ήσυχο και ίσως συντηρητικό παιδί, άνοιγε την πόρτα του σπιτιού του και πήγαινε σε κάποιο μπαρ ως το κλείσιμο. Γιατί στο σπίτι νόμιζε συνέχεια πως κάποια πόρτα θα άνοιγε και θα έμπαινε η μάνα του μέσα.
Κι αμέσως μετά το ξέσπασμα της ενοχής, σε όσους βιάστικαν να κρίνουν, ήρθε κάπως η δικαίωση για όλους εκείνους που κάθε μέρα, σε κάποιο μπαρ, έχουν ακούσει λόγια που τους πόνεσαν.
Δικαίωση για την υπέρβαρη κοπέλα που χόρευε με την ψυχή της προχθές και κανείς δεν γνώριζε το ιατρικό της ιστορικό, αλλά όλοι στοιχημάτιζαν πόσες μερίδες τρώει καθημερινά.
Δικαίωση για την κοπέλα δίπλα στον μεγαλύτερο άντρα, που την κρίνανε αυτόματα ως πουτάνα αφαιρώντας της κυνικά το δικαίωμα να είναι αυτές οι προτιμήσεις της.
Δικαίωση για το αδύνατο αγόρι που θηλυπρέπιζε.
Τα παραδείγματα, δεν τελειώνουν ποτέ.
Το καλό είναι οτι στα αδιάκριτα βλέμματα των άλλων, υπάρχει πάντα η επιλογή να γυρίσεις διακριτικά την πλατή. Και να προχωρήσεις.
Απαλλαγμένος, ελεύθερος, νηφάλιος και χαμογελαστός.