«Έλα, μη στεναχωριέσαι και μη αγχώνεσαι. Θα έρθει εκεί που δεν το περιμένεις». Σου είπε η κολλητή σου, η ξαδέρφη σου, ο μπατζανάκης του τρίτου σου ξαδέρφου, ο μανάβης, η κυρά Γεωργία που μένει στον τρίτο κι η θεία σου η χίπισσα και κάπως έτσι εσύ θες να γονατίσεις στη μέση του δρόμου και να φωνάξεις με όλη σου τη δύναμη «Σκάστε όλοι ρε!».
Όλα βάζουν το χεράκι τους όταν πρόκειται για σχέσεις. Ναι, απ’ αυτές που όταν τις κυνηγάς, αυτές τρέχουν σαν δαιμονισμένες για να μην τις φτάσεις με κανέναν απολύτως τρόπο. Λες και κάποιος παίζει μαζί σου, η μοίρα, το πεπρωμένο.
Η ατάκα αυτή, λοιπόν, μπορεί να είναι ενοχλητική, αλλά παράλληλα είναι και μακροπρόθεσμα αληθινή. Γιατί, ναι, η αλήθεια είναι πως θα ’ρθει εκεί που δεν το περιμένεις. Εκεί, δηλαδή, που θα ’χεις πια σταματήσει να το περιμένεις και θα αράζεις στο κρεβάτι σου κάνοντας φούσκες με τα σάλια σου.
Καμιά φορά γινόμαστε ανυπόμονοι στην προσπάθειά μας να βρούμε επιτέλους εκείνο το κάτι που θα ανατρέψει τα πάντα. Που θα καταρρίψει κάθε είδους αμφιβολία που δημιουργήθηκε μέσα απ’ τα λάθη και τα παθήματά μας. Όμως, αυτό έχει ως συνέπεια να γινόμαστε πιο απαιτητικοί, πιο πιεστικοί καμιά φορά προς τους άλλους κι ίσως να τους απωθεί φέρνοντας τα αντίθετα αποτελέσματα απ’ τα επιθυμητά.
Έχουμε τόσο έντονη την επιθυμία να μπούμε ξανά στη ροή των πραγμάτων, που στο τέλος ξεφεύγουμε, κάπου χάνουμε τον έλεγχο και το νόημα σε όλο αυτό και χάνουμε τον αυθορμητισμό και την αυθεντικότητά μας.
«Θα ’ρθει εκεί που δεν το περιμένεις». Λες κι άλλη δουλειά δεν είχαμε απ’ το να περιμένουμε το επόμενο. Αφού κατά 99,9% θα είναι άλλη μια από τα ίδια, διάολε!
Τα πρώτα ραντεβού δεν πάνε σπουδαία, αλλά το διασκεδάζεις. Βγαίνεις κι άλλα. Ντύνεσαι, φτιάχνεσαι, βγαίνεις. Δεν έρχεται. Εντάξει. Τα αστεία πράγματα εκεί έξω δεν είναι και τόσο αστεία. Αρχίζεις να νιώθεις μοναξιά. Αρχίζεις να το περιμένεις. «Θα ’ρθει εκεί που δεν το περιμένεις». Πού είναι γαμώτο;
Περιμένεις το οτιδήποτε. Περιμένεις κάθε μέρα όλη μέρα σε στιλ Ματίνα Μανταρινάκη. Η απογοήτευση σκαρφαλώνει σε δυσθεώρητα ύψη, η ανάγκη σου για έναν άνθρωπο δίπλα σου σε κάνει να μην αναγνωρίζεις τον εαυτό σου. Ε, άνθρωπος είσαι κι εσύ και φτάνεις στο αμήν! Δε θέλεις να ’ρθει κανείς. Έχεις μάθει πια να κάνεις καλή παρέα στον εαυτό σου.
Δεν αγχωνόμαστε συνεχώς αν δείχνουμε όμορφοι ή όχι, αν μιλάμε πολύ, αν τα αστεία μας είναι σαχλά, αν τα μαλλιά μας είναι απεριποίητα, αν τα ρούχα μας είναι πολύ πρόχειρα. Είμαστε με λίγα λόγια ο εαυτός μας. Δεν έχεις κανέναν τους ανάγκη. Ε, κάπου εκεί, τότε που πραγματικά δε θα το περιμένεις, γιατί δε θα σε νοιάζει πια, θα έρθει.
Μόνο όταν ηρεμήσουμε και σταματήσουμε να περιμένουμε, θα ξαναβγεί στην επιφάνεια ο υπέροχος εκείνος παλιός (ή και καινούριος) εαυτός μας, που μπορεί να επιβιώσει υπέροχα μόνος του. Τότε είναι που έρχεται αναπάντεχα εκείνος ο κάποιος που θα μας ταρακουνήσει, που θα μας βγάλει έξω απ’ τα νερά μας, για τα καλά αυτή τη φορά.
Ξέρεις γιατί; Γιατί, αγάπη μου, όσο εσύ φτιαχνόσουν για να αρέσεις, αυτός έψαχνε να βρει κάτι αληθινό, κάτι που δε θα δε θυμίζει κανέναν. Κάτι που θα διέφερε απ’ τη μάζα. Γι’ αυτό σε πρόσεξε τώρα. Γιατί τώρα είσαι ο εαυτός σου, είσαι εσύ.
Αυτό τον εαυτό θα θαυμάσουν οι άλλοι, γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο ακαταμάχητο απ’ το αίσθημα της πληρότητας και τίποτα πιο σέξι από τον αέρα της ανεξαρτησίας. Και πριν αποφασίσεις να το προσποιηθείς, προτίμησε απλώς να φτάσεις εκεί πιο γρήγορα. Πώς; Κάνοντας οτιδήποτε πιστεύεις θα σε βοηθήσει να νιώσεις πλήρης.
Γι’ αυτό κάντε λίγο τα στραβά μάτια, αφεθείτε, σταματήστε να κυνηγάτε το πεπρωμένο σας. Εξάλλου «πεπρωμένων φυγείν αδύνατον», ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει.
Το να κυνηγάμε το άπιαστο δεν έχει κανένα νόημα και καμιά αξία.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη