2009 κι ο αριθμός των διαζυγίων στη χώρα μας σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) έφτασε στα 13. 607 ενώ το 2020 το ποσοστό χτύπησε κόκκινα με τον αριθμό των διαζυγίων να φτάνει στα 19.190. Περί αριθμών και στατιστικών ο λόγος και πάμε τώρα σε κάποια άλλα νούμερα, τα οποία μάλιστα θα μας φανούν κάπως παράξενα.
Αν σου έλεγαν πως οι πιθανότητες να χωρίσεις εξαρτώνται από κι αλλάζουν ανάλογα με την ηλικία που παντρεύτηκες, τι θα σκεφτόσουν; Πώς γίνεται η ηλικία που κάποιος παντρεύεται να καθορίζει τον κίνδυνο που διατρέχει να βιώσει έναν χωρισμό; Και τέλος πάντων, ας μας δώσει κάποιος μια υπεύθυνη απάντηση, εμπεριστατωμένη να ξέρει ο καθένας μας τι κάνει και πώς πορεύεται. Κι η απάντηση έρχεται μέσα από μια έρευνα που έγινε στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα στην Αμερική. Εκείνοι που επιλέγουν να παντρευτούν σε μικρή σχετικά ηλικία έχουν περισσότερες πιθανότητες να χωρίσουν σύμφωνα με την έρευνα. Μη βιάζεστε να απαντήσετε πως είναι αυτονόητο για αυτονόητους επίσης λόγους, διότι τις ίδιες πιθανότητες έχουν κι όσοι επιλέγουν να παντρευτούν σε πιο μεγάλη ηλικία.
Τα στατιστικά μιλάνε από μόνα τους κι υποδεικνύουν τη συχνότητα, αλλά όχι τους λόγους. Αυτό έγκειται στην ανάλυση που θα κάνει ο καθένας από εμάς. Σύμφωνα λοιπόν με τα στατιστικά, όσοι παντρεύονται από τα 30 και πάνω, έχουν 11% πιθανότητες να βιώσουν ένα διαζύγιο. Σαφέστατα θα σχολιάσουμε πως η εν λόγω ηλικιακή γκάμα είναι και το target group των γάμων πλέον, αν λάβει κανείς υπόψιν την επαγγελματική αποκατάσταση και γενικότερα τις σωστές προϋποθέσεις πριν αποφασίσει να παντρευτεί.
Ακούστε τώρα το πιο ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της έρευνας. Για κάθε χρόνο που προστίθεται στη «ριψοκίνδυνη» ηλικία που αναφέραμε πιο πάνω, προστίθεται επίσης κι ένα ποσοστό της τάξεως του 5% ως πιθανότητα μελλοντικού διαζυγίου. Κοινώς, οι πιθανότητες είναι όντως πολλές. Αναφορικά με το νεαρό της ηλικίας, η έρευνα υποστηρίζει πως αν κάποιος επιλέξει να παντρευτεί γύρω στα 25 έχει πάρα πολλές πιθανότητες –περίπου 50%- να χωρίσει. Αλλά μετά τα 25 οι πιθανότητες μειώνονται κατά 11% μέχρι φυσικά να φτάσεις στην πιο επίφοβη ηλικία, που είναι από τα 30 κι έπειτα.
Και πάμε τώρα στη δική μας ανάλυση των πραγμάτων, μήπως κατανοήσουμε λιγάκι αν και κατά πόσο μπορούν να έχουν όλα αυτά κάποια βάση. Η αλήθεια είναι πως ένας γάμος σε πολύ μικρή ηλικία δεν είναι πλέον η επιλογή πολλών. Καταλαβαίνουμε όλοι πως ένας νέος άνθρωπος στα 20 και κάτι μόλις έχει αρχίσει να πατάει στα δικά του πόδια, κάνει πλάνα κι όνειρα. Θέλει να ταξιδέψει, να γνωρίσει τον κόσμο αλλά κι ανθρώπους. Θέλει να ερωτευτεί αλλά και ν’ αποκτήσει εμπειρίες στο κομμάτι των σχέσεων. Κι είναι απόλυτα λογικό.
Παράλληλα, ένας νέος άνθρωπος στην ηλικία των 20 και κάτι, προσπαθεί να βρει τη θέση του σε έναν κόσμο που οι απαιτήσεις είναι τρελές. Σπουδές που πρέπει να ολοκληρωθούν, επαγγελματικές αναζητήσεις και φυσικά η αποκατάσταση στα επαγγελματικά που είναι ένα τεράστιο θέμα. Από την άλλη δεν μπορούμε να πούμε ότι δε γίνονται γάμοι σε τόσο μικρές ηλικίες πια, αλλά η πιθανότητα ενός διαζυγίου δε θα μας φαινόταν και τόσο παράλογη εάν όλα τα παραπάνω σημαντικά κομμάτια κάποιος τα παρέβλεπε, ή τα προσπερνούσε για να παντρευτεί. Είναι αυτά τα απωθημένα που η ζωή φέρνει μπροστά σου κάποια στιγμή.
Αναφορικά με τις πιθανότητες ενός διαζυγίου που σύμφωνα με την έρευνα είναι πολλές για όσους παντρεύονται μετά τα 30, η ερμηνεία του πράγματος είναι διαφορετική. Όσοι παντρεύονται σε μεγάλη ηλικία, συχνά έχουν πιο πλούσιο ιστορικό σε σχέσεις. Έχουν πιο μεγάλη εμπειρία κι έχουν ίσως δοκιμαστεί οι αντοχές τους. Μπορεί να έχουν ζήσει μεγάλους έρωτες και να απογοητεύτηκαν. Ίσως να βίωσαν πιο μπερδεμένες σχέσεις αλλά μπορεί κι οι ίδιοι να επέλεξαν να παντρευτούν μετά τα 35 ή γύρω στα 40 γιατί απλούστατα δεν ένιωθαν έτοιμοι ή δεν τους ενέπνεε το άτομο που είχαν δίπλα τους. Οι άνθρωποι λοιπόν που επιλέγουν να παντρευτούν μετά τα 35 σαφέστατα έχουν σκεφτεί πολύ κι έχουν βιώσει πιο πολλά. Ίσως και να είναι πιο επιρρεπείς στην απιστία αφού είναι πιο έμπειροι στο κομμάτι των σχέσεων.
Αν μείνουμε στα της έρευνας το πιο πιθανό είναι να μην μπει κανείς στη διαδικασία να παντρευτεί καν, αφού τα στατιστικά δηλώνουν πάνω-κάτω πως είτε παντρευτείς σε μικρή ηλικία είτε σε μεγαλύτερη, έχεις αρκετές πιθανότητες να χωρίσεις. Η αλήθεια όμως βρίσκεται ξεκάθαρα στις δικές μας προσωπικές επιλογές κι αντοχές. Στο κατά πόσο εμείς οι ίδιοι θέλουμε έναν γάμο ή μια συμβίωση. Στο κατά πόσο βλέπουμε τον εαυτό μας μέσα σε μια σχέση που θα λειτουργεί σε διαφορετικές βάσεις όντες σε έναν γάμο. Και φυσικά, στο κατά πόσο είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε υποχωρήσεις και συμβιβασμούς χωρίς αυτό να επηρεάσει την δική μας προσωπικότητα και δίχως να απαιτούμε να αλλάξει ο άνθρωπος που έχουμε πλάι μας.
Το ζητούμενο είναι ένα. Καμία σχέση δεν καταλήγει σε χωρισμό από μόνη της και λόγω κάποιας ηλικίας. Δε φταίνε οι αριθμοί αλλά οι προσωπικότητες κι οι χαρακτήρες. Δε φταίνε τα στατιστικά αλλά οι συμμετέχοντες. Κι αν έπρεπε να βάλουμε σε μια ζυγαριά από τη μια τον αυξημένο αριθμό διαζυγίων κι από την άλλη κάτι για να ισορροπήσει η κατάσταση, σίγουρα αυτό θα ήταν ο σεβασμός προς οποιαδήποτε επιλογή κάνει ο καθένας στη ζωή του.
Αφιερωμένο στις αποφάσεις που αλλάζουν τα στατιστικά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου