Τις προάλλες, περπατώντας προς το αυτοκίνητο και προσπαθώντας να αποφασίσω αν έχω τον χρόνο να πιω ένα καφεδάκι με μια φίλη, έπιασα τον εαυτό μου να συζητά –με ποιον άλλον;– μαζί μου! Ρώτησα, πήρα επιχειρήματα, πήρα κι απαντήσεις, μέχρι που στο τέλος με έπεισα να πιω εκείνον τον καφέ. Δηλαδή δε μ’ έπεισα ακριβώς εγώ αλλά ο εαυτός μου, άρα εγώ. Τέλος πάντων, καταλαβαίνεις.

Όλοι παραμιλάμε πού και πού. Ή, τουλάχιστον, οι περισσότεροι. Απ’ τη στιγμή που θα ηχήσει το ξυπνητήρι και θα καλωσορίσεις μια νέα ημέρα, ξεκινά αυτομάτως κι ο πρώτος σου εσωτερικός διάλογος. «Βαριέμαι να πάω στη δουλειά! Τι να κάνω; Μήπως να προσποιηθώ ασθένεια και να την γλιτώσω για σήμερα;». Ερώτηση που δεν την απευθύνεις σε κανέναν πέραν του εαυτού σου. Κάποτε από μέσα σου κι άλλοτε φωναχτά. Για να ‘ρθει μια απάντηση κι ύστερα μια ακόμη ερώτηση, ώσπου έπειτα από μια κανονικότατη συζήτηση με τον εαυτό σου θα ‘χεις πια αποφασίσει τι θα κάνεις.

Πριν φτάσεις να αναρωτιέσαι αν σου ταιριάζει η μπλούζα με το άσπρο χρώμα που δένει πίσω, να σου υπενθυμίσω αυτό που λένε οι έρευνες, δηλαδή, πως οι έξυπνοι άνθρωποι μιλούν στον εαυτό τους. Είναι πασίγνωστη η παραδοχή του Albert Einstein πως μιλούσε στον εαυτό του, διαβάζοντας φωναχτά τις σκέψεις του. Κι αν ακόμη κι έπειτα απ’ αυτό το παράδειγμα συνεχίζεις να ανησυχείς, θα σου πω πως και κατά τους ψυχολόγους το να μιλάμε στον εαυτό μας είναι δείγμα ευφυΐας κι όχι παράνοιας.

Σαφώς και θα νιώσεις παράξενα όταν περπατώντας στον δρόμο πιάσεις τον εαυτό σου να σου απαντά. Σίγουρα το να ‘σαι στον διάδρομο του σουπερμάρκετ και να μιλάς με το έτερο εγώ σου για τον αν ψώνισες όλη τη λίστα που είχες φτιάξει, δεν το θεωρείς κι απόλυτα φυσιολογικό. Το να σκέφτεσαι ίσως φωναχτά μέσα στο αυτοκίνητο οδηγώντας προς τη δουλειά μπορεί και να σου ‘δινε ένα πάτημα για να σηκώσεις το ακουστικό και να κλείσεις ένα ραντεβού με τον συμπαθητικό επαγγελματία που θα σε ακούσει, αφού σου ζητήσει να ξαπλώσεις αναπαυτικά στον καναπέ του γραφείου του. Και πολύ καλά θα κάνεις να τον καλέσεις, όχι όμως γι’ αυτόν τον λόγο.

Για να σε γλυτώσω από στιγμές πανικού, θα σου πω επίσης πως, σύμφωνα με έρευνες πάντα, οι στιγμές που ο εγκέφαλός σου επιλέγει να ξεκινήσει έναν αυτοδιάλογο είναι εκείνες οι στιγμές της ημέρας που, για γνωστές ή κι άγνωστες αιτίες, έχει βιώσει κατάσταση άγχους, συνήθως δίχως να το αντιληφθεί πλήρως. Έτσι, λοιπόν, το να μιλήσεις στον ίδιο σου τον εαυτό είναι σε μια τέτοια περίπτωση σαν εκείνο το μητρικό χάδι ή εκείνο το απαλό χτύπημα στην πλάτη απ’ το φιλαράκι σου, που θα σε καθησυχάσει λέγοντάς σου πως όλα θα πάνε καλά.

Στην ουσία πριν φρικάρεις, σκέψου πως γίνεσαι ο θεραπευτής του εαυτού σου. Διότι σε αποφορτίζει μια συζήτηση με ‘εσένα, αφού στην πραγματικότητα αυτό που κάνεις είναι να συζητάς με τη συνείδησή σου. Το κομμάτι της συνείδησης που ψάχνει σε μια δεδομένη χρονική στιγμή για επιβεβαίωση, για κάτι που έκανες ή πρόκειται να κάνεις, είναι το κομμάτι του μυαλού σου που θα ξεκινήσει το γνωστό παραμιλητό.

Κι άντε, εσύ έχεις πεισθεί πως είναι κάτι το φυσιολογικό και πως όλοι το κάνουν μέσα στην ημέρα τους. Με τους γύρω τι γίνεται; Είναι σχεδόν βέβαιο πως οποιοσδήποτε σε δει να παραμιλάς, θα καταλήξει στο συμπέρασμα πως το παράκανες με τους καφέδες ή έχεις ξεφύγει γενικά. Με βλέμμα γεμάτο απορία ίσως να σε γεμίσει ενοχές, ενώ δεν αποκλείεται να φτάσεις να απολογείσαι για κάτι που θεωρείται νορμάλ.

Ο εσωτερικός μονόλογος δεν είναι τίποτε άλλο παρά λέξεις που εσύ επιλέγεις να πεις στον ίδιο σου τον εαυτό για να τον προστατεύσεις από καταστάσεις που θα τον στρεσάρουν. Είναι λέξεις που θα τον κάνουν να νιώσει πιο όμορφα, σε μια προσπάθεια αποφόρτισης. Όπως άλλοι επιλέγουν να γράφουν για να εκφραστούν, έτσι κι εσύ επιλέγεις να μιλάς πού και πού στον εαυτό σου για να του εκφράσεις τους φόβους και τις ανησυχίες σου.

Το γνωστό άσμα «Βαδίζω και παραμιλώ» είχε –όπως όλα, εξάλλου– τη δική του βάση αλήθειας. Το να μιλάς στον εαυτό σου είναι μια μορφή επικοινωνίας με το μέσα σου, το οποίο πολλές φορές μέσα στην ημέρα –λόγω χαοτικών υποχρεώσεων– παραβλέπουμε, σκεπάζουμε, δεν του δίνουμε τη σημασία που του πρέπει ή επιτηδευμένα το αγνοούμε. Είναι εκτόνωση, αν σκεφτείς πως αντί να εκσφενδονίσεις βάζα και κατηγορίες σε ανθρώπους, που ίσως και να μη σου φταίνε, ανταλλάσσεις επιχειρήματα με τον εαυτό σου, κι έτσι αποβάλλεις την ένταση.

Μη φρικάρεις, λοιπόν, κι άσε τον εαυτό σου να πει δυο λογάκια όταν χρειάζεται. Μην το αρνείσαι και μη νιώθεις ενοχές για κάτι που όλοι κάνουν -είτε σπίτι είτε στον δρόμο, είτε φωναχτά είτε από μέσα τους. Κοίταξε γύρω σου και σκέψου. Τι είναι αυτό που βλέπεις; Σιωπηλούς ανθρώπους με σκέψεις που ουρλιάζουν.  Κι αν σε απασχολεί η εικόνα σου τόσο, άσε την τεχνολογία να δώσει τη λύση. Δυνάμωσε την ένταση της σκέψης σου αλλά και του ακουστικού σου στο αφτί κι άσε τους άλλους να πιστεύουν ό,τι θέλουν. Το «έτερο εγώ» δίνει πάντα τις καλύτερες ατάκες!

 

Συντάκτης: Μαίρη Σάμου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη