Με το τηλεκοντρόλ στο χέρι και το βλέμμα γεμάτο απορίες που κανείς δεν πρόκειται να μου λύσει, παρακολουθώ με αγωνία όσα συμβαίνουν σε χώρες τόσο γειτονικές όσο και μακρινές. Σε χώρες και σημεία σε όλο τον πλανήτη που βασανίζονται από εχθροπραξίες και πολεμοχαρείς διαθέσεις. Κι ενώ προσπαθώ να βρω απαντήσεις ρωτώντας παράλληλα μέσα μου τη δική μου φωνή λογικής, μια άλλη φωνή ψάχνει επίμονα για τις δικές της απαντήσεις. Η φωνή του δικού μου παιδιού.
«Γιατί γίνεται πόλεμος μαμά;»
«Θα έρθει κι εδώ;»
«Γιατί σκοτώνονται άνθρωποι που δε φταίνε;»
«Πού θα πάνε τώρα που φεύγουν;»
Η μια ερώτηση μετά την άλλη, μονοπωλούν τη λογική μου. Ερωτήματα που ζητούν απεγνωσμένα την αμέριστη προσοχή μου. Κάθε γονιός στον πλανήτη, κάθε οικογένεια, κάθε σπίτι, καλείται να δώσει απαντήσεις στις παραπάνω ερωτήσεις και σε πόσες ακόμη. Γιατί η μια ερώτηση θα φέρει μια άλλη, κι εκείνη με τη σειρά της μια ακόμη. Ερωτηματικά που μοιάζουν να βασανίζουν κάθε παιδικό μυαλό. Κι όχι μόνο.
Τι να πεις στα παιδιά και πώς να το πεις; Πώς να εξηγήσεις τα παράλογα αυτού του κόσμου; Με ποιον τρόπο να κρύψεις τον φόβο που σε κυριεύει όταν η τραγικότητα των εικόνων απειλεί την έως τώρα βατή καθημερινότητά σου; Με το βλέμμα σε απόγνωση, να μοιράζεται μια στις ειδήσεις που τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα και μια στο αθώο ζευγάρι μάτια που επιμένει να ρωτά, επιστρατεύω κάθε μέσο που έχω και μπορώ για να ξεκινήσω. Να αρχίσω να εξηγώ.
Η κάθε μου λέξη θα πρέπει να συνοδεύεται από ένα στοιχειώδες χαμόγελο. Μια έκφραση που θα παρέχει μια κάποια ασφάλεια στο ήδη αγχωμένο παιδικό πρόσωπο. Χαμογελώ και τρέμω. Ξεκινώ με ουδέτερες απαντήσεις πιστεύοντας πως θα πάψει ίσως κάποια στιγμή η επιμονή στις ερωτήσεις. Πάω όμως να ξεγελάσω τον εαυτό μου. Είναι δυνατόν να πιστέψω πως μ’ ένα ακαθόριστο «θα δούμε» ή ένα και καλά καθησυχαστικό «δε χρειάζεται να ανησυχείς», θα καταφέρω να ηρεμήσω το ανήσυχο παιδικό βλέμμα;
Εγώ, ο σοφός υποτίθεται ενήλικας, που με βάση την εμπειρία της ζωής, θεωρώ πως ίσως μπορώ να ξεγελάσω τη σκέψη του παιδιού μου από τα όσα συμβαίνουν. Υπερεκτιμώ τις δυνατότητές μου, ενώ αυτές έχουν ήδη νεκρώσει βλέποντας βομβαρδισμούς, εκκενώσεις περιοχών κι ένα σωρό άμαχους ανθρώπους να γίνονται έρμαια ενός πολέμου. Ειδήσεις και νέα που δεν τα χωρά κανένας ανθρώπινος νους.
Με χίλια γιατί να έχουν στοιχειώσει το δικό μου μυαλό, συνεχίζω να εξηγώ. Κι ενώ εξηγώ, στη δική μου σκέψη τριγυρνάει μονάχα μια ερώτηση: «πώς στο καλό εξηγείται ο πόλεμος;»
Ένας πόλεμος ξεκινά πάντα αλλιώς και τελειώνει αλλιώς. Κανείς δεν είναι βέβαιος για το τι θέλει κι αν θα το αποκτήσει. Κανένας δεν μπορεί ν’ αρνηθεί ότι φοβάται. Ακόμη κι εκείνοι που είναι στην επίθεση, τρέμουν για τα όσα θα αναγκαστούν να κάνουν. Ξέρω πως τα όσα εξηγώ πρέπει να παρέχουν την ασφάλεια που αποζητά. Ξέρω επίσης πως δεν μπορώ να κρύψω πολλά. Μάλλον δεν μπορώ κρύψω τίποτε. Η εποχή στην οποία ζούμε δε ρωτά όταν είναι να βγάλει στη φόρα σκληρές ειδήσεις κι εικόνες. Τα μέσα ενημέρωσης, το διαδίκτυο, οι φίλοι, οι παρέες. Οι πιθανότητες να μαθαίνεις σε καθημερινή βάση για τα του πολέμου είναι τεράστιες. Και τρέχουν με φρενήρεις ρυθμούς. Δεν μπορώ να τις εμποδίσω.
Κι έτσι, με κλάμα που πνίγω πίσω από και καλά ήρεμα μάτια, απαντώ πως κάποια από τα παιδιά που βλέπει να περνάνε τα σύνορα μόνα τους, ίσως να μη συναντήσουν τους γονείς τους ξανά. Νιώθω ανίκανη όταν εξηγώ με τα ψήγματα ψυχραιμίας που μου έχουν απομείνει, τι είναι το καταφύγιο, γιατί ακούγονται οι σειρήνες, πού πάνε τέλοσπάντων όλοι αυτοί οι άνθρωποι που αφήνουν νύχτα τα σπίτια τους, που ίσως δεν ξαναδούν ποτέ. Όλα κομμάτι ενός πολέμου. Όλα μοιάζουν σαν το σενάριο μιας καλοστημένης πολεμικής ταινίας με πρωταγωνιστές, κομπάρσους, θύτες και θύματα.
Ξέρω πως δεν πρέπει να κρύψω την αλήθεια. Δε θα το κάνω. Εξάλλου πολίτης αυτού του κόσμου είναι κι ένα παιδί. Έχει το δικαίωμα να ξέρει. Έχει κάθε δικαίωμα να μάθει πως σ΄ έναν πόλεμο δεν είναι όλα μαύρο ή άσπρο. Δεν υπάρχουν μονάχα καλοί και κακοί. Υπάρχει το αχανές γκρίζο στο οποίο χάνονται ζωές κι εγκλωβίζονται όνειρα. Υπάρχει στ’ αλήθεια ο κακός δράκος του παραμυθιού. Μόνο που σ’ έναν πόλεμο έχει τη μορφή μιας βόμβας ή ενός τανκ με πολυβόλα.
Δε θέλω να κάνω το παιδί μου να χάσει την πίστη του στους ανθρώπους. Δε θέλω να προκαλέσω περισσότερη ανησυχία κρύβοντας αλήθειες που θα μάθει έτσι κι αλλιώς. Θέλω να το κάνω να νιώσει πως μπορεί, αν κι είναι παιδί, να βοηθήσει με τον δικό του τρόπο. Να μάθει τι είναι η ενσυναίσθηση, πόσο σημαντική είναι η ειρήνη. Πόσο πραγματική η προσφυγιά. Εξηγώ περήφανα πόσο σημαντικό είναι να συμπαραστεκόμαστε όπως μπορούμε ο καθένας, σε κάθε παιδί, σε κάθε οικογένεια που ξεριζώνεται λόγω ενός παράλογου πολέμου.
«Πώς νιώθεις;»
«Τι είναι αυτό που φοβάσαι;»
«Μην κρατάς μέσα σου τίποτε»
Η δική μου σειρά να ρωτήσω. Σταματάω τη ροή των εικόνων και των ειδήσεων για να συζητήσω τα όσα είδαμε. Να στήσουμε ένα παιχνίδι. Να μην ξεχάσω να καλέσω και τη λογική να παίξει μαζί μας. Και την υπομονή. Και τη δύναμη. Και το θάρρος. Για να νιώσει ασφάλεια κι ευγνωμοσύνη για τα όσα έχει. Να τα φυλά όσα έχει. Είναι πολύτιμα. Θέλω να μάθει την αξία της ζωής μέσα από όσα έχει αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Τόσο απλά.
Με το τηλεκοντρόλ στο χέρι και τα βλέμματά μας πιο ήρεμα, κάνω κίνηση για αγκαλιά. Και κλαίει. Και κλαίω κι εγώ μαζί του. «Θα περάσει μαμά;» Αν κι είναι παιδί, καταλαβαίνει πολλά. Αν κι είμαι ενήλικας, δεν καταλαβαίνω απόλυτα τα πάντα. Με θάρρος και γενναιότητα απαντώ πως το ελπίζω. Κι αυτή είναι η δική μου πανοπλία αλλά και κάθε γονιού, απέναντι σ’ έναν πόλεμο με εχθρό τον φόβο και την αβεβαιότητα.
Αφιερωμένο στους γονείς που ψάχνουν τη δική τους πανοπλία θάρρους.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου