Ξεχασμένοι στη λήθη των αναμνήσεων, των κρυφών επιθυμιών και των διψασμένων προσδοκιών είναι οι ανομολόγητοι έρωτες. Το προσωνύμιό τους μαρτυρεί πως δεν ομολογήθηκαν ποτέ. Δε φανερώθηκαν, ούτε εκφράστηκαν. Οι ανομολόγητοι έρωτες είναι τα ρούχα που δε φορέθηκαν ποτέ από τους ιδιοκτήτες τους αλλά βρήκαν καταφύγιο στο χρονοντούλαπο περιμένοντας να έρθει η στιγμή που είτε θα βγουν στο φως και θα αναπνεύσουν φρέσκο αέρα γιατί μπούχτισαν από τη ναφθαλίνη της λήθης είτε θα πεταχτούν γιατί πια η παρουσία τους θυμίζει καταστάσεις που πονάνε.

Γιατί να θέλουμε αυτό που δεν έχουμε; Γιατί «κολλάμε» σε ένα ανομολόγητο συναίσθημα κι όλα τα σενάρια που πλέκουμε γύρω από αυτό; Γιατί εξιδανικεύουμε τους ανομολόγητους έρωτες; Μια αράδα από ερωτήματα με κοινό παρονομαστή τους ανομολόγητους έρωτες στις ζωές των ανθρώπων.

Τα ανείπωτα λόγια πονάνε περισσότερο κι από το φόβο μιας πιθανής απόρριψης κι ίσως αυτή είναι η βαθύτερη αιτία για την οποία ένα συναίσθημα τυγχάνει να μένει για πάντα στα αζήτητα. Το ζητούμενο όμως δεν είναι γιατί κάποιος επιλέγει να μην εκφραστεί ανοιχτά για έναν έρωτα κι ένα συναίσθημα αλλά γιατί με τον καιρό όλο αυτό αποκτά αξία ενώ παλιώνει. Στην τελική ένα συναίσθημα είναι σαν όλα τα άλλα, γιατί να υπενθυμίζει την ύπαρξή του μέσα στο μυαλό εκείνου που δεν τόλμησε να το πει;

Η εξιδανίκευση ενός ανομολόγητου έρωτα βρίσκει τη βάση της στη γοητεία της άγνοιας. Είναι αυτό που λέμε, «δεν είμαι βέβαιος/ α αν θα ήμασταν καλά μαζί» αλλά επιμένει να φλερτάρει ως ιδέα με το μυαλό σου. Εξιδανικεύεις ένα ανομολόγητο συναίσθημα επειδή δεν το έχεις γευτεί. Δεν το βίωσες κι έτσι δε σου δόθηκε η ευκαιρία να αντιληφθείς αν σου ταιριάζει κι αν είναι μια κατάσταση τόσο ελκυστική όσο νομίζεις ή θεωρείς ή ελπίζεις πως είναι. Κι αν δεν;

Τα σενάρια που «πλέκονται» γύρω από έναν ανομολόγητο έρωτα και τους άμεσα ενδιαφερόμενους φέρουν με τη σειρά τους τεράστια ευθύνη για την εξιδανίκευση που υπάρχει σε μια τέτοια περίπτωση. Το άτομο που δεν μπήκε στη διαδικασία να εκφράσει αυτό που νιώθει τη στιγμή που θα έπρεπε ίσως να το κάνει, θεωρεί αρχικά πως έχει πάρει τη σωστή απόφαση αλλά με τον καιρό η βεβαιότητα τις πιο μετουσιώνεται σε απογοήτευση και μετάνοια για το ότι δε συνέβη. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει τη φράση, «Μακάρι να το είχα πει ή να το είχα δείξει, τουλάχιστον θα το είχα βγάλει από μέσα μου.»

Κι έτσι, τα σενάρια για το τι θα μπορούσε να έχει συμβεί, πως θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, αν θα ήταν καλύτερα ή χειρότερα, αν θα ζούσες το ιδανικό, το άπιαστο και το τέλειο, παίρνουν και δίνουν με το πιο δυνατό να επικρατεί ως φαβορί για βραβείο. Περιπλέκουν όλες αυτές οι σκέψεις που κάνει κάποιος κι όλες οι υποθέσεις – γιατί περί υποθέσεων πρόκειται – ακόμη πιο πολύ την ψυχολογική κατάσταση αυτού που το σκέφτεται. Δε βοηθάει στο να λύσει κάτι. Οι σκέψεις για το πως θα εξελίσσονταν όλα αν είχε ομολογηθεί ένα συναίσθημα δε βοηθάνε από τη στιγμή που δεν έχει σκοπό να ομολογηθεί τελικά.

Οι ανομολόγητοι έρωτες ζουν στη σκιά ενός ΑΝ. Τι θα γινόταν αν; Καταλαβαίνει κανείς τη ζημιά που μπορεί να προκαλέσει ένα μικρό κι αθώο «αν» το οποίο ψάχνει απεγνωσμένα για στοιχεία κι αποδείξεις ώστε να επαληθεύσει αυτό που το μυαλό δεν μπορεί να ξεχάσει. Επίσης, το στοιχείο του εγωισμού είναι μια έμφυτη αντίδραση που δεν επιτρέπει στο μυαλό μας να αποδεχθεί κάτι και να πάψει να το αναμοχλεύει. Ο εγωισμός παίρνει θέση στην πρώτη γραμμή πριν καν του το ζητήσεις όταν μιλάμε για ανομολόγητα συναισθήματα.

Δεν είναι διόλου τυχαίο το ότι μας καρφώνεται στο μυαλό πάντα αυτό που δεν ολοκληρώσαμε για κάποιο λόγο. Αυτό που μας την έσπασε, αυτό που μας εκνεύρισε και το αφήσαμε, αυτό που δεν τολμήσαμε και φοβηθήκαμε. Το ίδιο ισχύει για έναν ανομολόγητο έρωτα και γι’ αυτό θα τον εξιδανικεύουμε μέχρι εκεί που δεν πάει. Μέχρι να τερματίσουμε κάθε σενάριο και να το ζήσουμε στο μυαλό μας ξανά και ξανά.

Και πάμε τώρα στην ξεκάθαρη κι ολοφάνερη αλήθεια. Οι ανομολόγητοι έρωτες εξιδανικεύονται γιατί δεν έχουν φθαρεί από την καθημερινότητα. Τους έχουμε τοποθετήσει σε ένα βάθρο με στέμμα την τελειότητα και το απόλυτο συναίσθημα. Δεν τους απασχολούμε με τα άγχη μας, δεν τους φορτώνουμε τα προβλήματά μας, δεν τους γκρινιάζουμε όπως κάνουμε στην καθημερινή μας ζωή και πιθανότατα στην πραγματική μας σχέση. Είναι άφθαρτοι στο μυαλό μας. Είναι όμως μια εμμονή του μυαλού ως προς το τι αξίζει να ανυψωθεί τελικά και τι πρέπει να αποκαθηλωθεί.

Συνηθίζουμε να λέμε πως ο έρωτας κι η λογική δεν πάνε μαζί και πως στα θέματα της καρδιάς η λογική περισσεύει. Μπορεί να ισχύει γενικότερα αλλά στην περίπτωση ενός ανομολόγητου έρωτα η λογική ίσως είναι το κλειδί για την αποκαθήλωσή του, αν αυτό είναι το ζητούμενο. Αν όχι, αφήνεσαι στις σκέψεις σου, στις υποθέσεις και τις ασύμφορες συγκρίσεις που αναγκαστικά θα κάνεις, και βιώνεις νοερά το ανομολόγητο συναίσθημα που δεν έζησες πραγματικά. Με κάθε κόστος και κάθε συνέπεια. Γιατί τα ανείπωτα κάποιες φορές κάνουν μεγαλύτερη φασαρία από τα χιλιοειπωμένα.

 

Αφιερωμένο στα συναισθήματα που δε βρήκαν ποτέ τους τις λέξεις που τους ταιριάζουν.

Συντάκτης: Μαίρη Σάμου