Η οικειότητα είναι παράξενη παγίδα. Το γεγονός ότι εξοικειωνόμαστε όλο και πιο πολύ με τον άνθρωπό μας θεωρούμε πως έχει μόνο θετικά να προσφέρει, ενώ η άλλη πλευρά του νομίσματος έρχεται να αναιρέσει τα όσα μέχρι τώρα πιστεύαμε. Υπάρχει η συναισθηματική οικειότητα που είναι ευπρόσδεκτη σε όλες τις φάσεις της σχέσης γιατί δημιουργεί μια ζεστή «αγκαλιά» που χωράει πάντα και τους δυο. Υπάρχει από την άλλη η υπερβολική οικειότητα όπου θεωρούμε ο ένας τον άλλον δεδομένο στο βαθμό που χάνεται ο ρομαντισμός κι όλα εκείνα τα στοιχεία που αγαπήσαμε ο ένας στον άλλον. Γινόμαστε φίλοι, κολλητοί. Γινόμαστε απλοί συγκάτοικοι. Αυτή η οικειότητα είναι ικανή να καταστρέψει τη σχέση.
Στις ερωτικές σχέσεις –ειδικότερα στις αρχές- αποζητούμε την οικειότητα. Να μάθουμε ο ένας τον άλλον. Τι σημαίνει εκ των πραγμάτων το «να αποκτήσουμε οικειότητα;» Το λέμε και το ξαναλέμε αλλά έχουμε αναρωτηθεί τι είναι και τι συνεπάγεται αυτής; Η οικειότητα περιλαμβάνει από τα πιο απλά μέχρι τα πιο περίπλοκα στοιχεία του χαρακτήρα και των συνηθειών που έχει κάποιος. Κι αφού κατακτηθεί η οικειότητα, τι γίνεται μετά; Ποιο είναι το μέτρο για να μην ξεπεραστούν τα όρια;
Για του λόγου του αληθές, σκεφτείτε πόσες φορές έχετε σκεφτεί τη φράση «παραγνωριστήκαμε μου φαίνεται» για ένα άλλο άτομο. Ακόμη και στα πλαίσια μιας πολύ καλής φιλίας, τα όρια είναι ναι μεν ευδιάκριτα αλλά η οικειότητα που έρχεται μέσα από το πέρασμα του χρόνου, μπορεί να τα σπρώξει λιγάκι παραπέρα από τα καθορισμένα κι αυτό να μην αρέσει και τόσο σε κανέναν.
O Μάριο Λούι Σμόλ, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ υποστηρίζει μέσα από τα στοιχεία μια έρευνας που έκανε πως τελικά θα εκμυστηρευτούμε πολλά περισσότερα σε ανθρώπους με τους οποίους ο βαθμός της οικειότητάς μας δεν είναι εκείνος που αντιστοιχεί στους πολύ δικούς μας ανθρώπους. Ίσως έχει να κάνει όλο αυτό με το πόσο άνετα νιώθουμε να ανοιχτούμε σε κάποιον για τις πιο μεγάλες μας ανησυχίες ή τις πιο σημαντικές μας έγνοιες. Ξεκάθαρα οικειότητα vs αποξένωση.
Όσο πιο οικεία νιώθουμε με κάποιον τόσο πιο ανεπαίσθητη τείνει να γίνεται η επικοινωνία μας. Κοινώς, δε δίνουμε και πολύ βάση σε αυτά που λέει. Δεν προσέχουμε και πολύ αυτά που λέει. Η παγίδα βρίσκεται στο ότι επειδή υποθέτουμε ότι ξέρουμε ο ένας τον άλλον πολύ καλά δε θα αναλύσουμε το γιατί και το τι θέλει ο δικός μας άνθρωπος να επικοινωνήσει μέσα από μια ουσιώδη συζήτηση. Θα έχουμε ήδη βγάλει στο δικό μας μυαλό ένα συμπέρασμα το οποίο βασίστηκε στην υπερβολική οικειότητα που έχουμε πλέον αποκτήσει.
Κι έρχεται έτσι η ίδια έπειτα, να απειλήσει με ύπουλο τρόπο τον σεβασμό και την ανεκτικότητα. Γιατί όταν θελήσουμε να εμβαθύνουμε λιγάκι παραπάνω στις συζητήσεις με το ταίρι μας και να φύγουμε από τα κλισέ του τύπου «τι θα φάμε σήμερα;» ή «πώς ήταν η δουλειά;» μπορεί να καταλήξει το όλο θέμα σε παρωδία αν δεν υπάρχει ο ανάλογος σεβασμός κι η σωστή διάθεση για επικοινωνία.
Κι όταν αρχίζεις να νιώθεις πως κοιμάσαι πλάι σε έναν «κολλητό» σου τι κάνεις; Όταν η οικειότητα έχει φτάσει στο σημείο του να εγκαταλείπετε κι οι δυο κάθε προσπάθεια αναθέρμανσης κι ανανέωσης της σχέσης, της ερωτικής επαφής και του δικού σας «μαζί;» Τότε η οικειότητα την οποία με δόξα και τιμές αποκτήσατε, κατάφερε να καταστρέψει τη σχέση. Η οικειότητα που κάνει κολλητή παρέα με τη ρουτίνα. Κι αυτές οι δυο δεν αστειεύονται όταν βάλουν κάτι στο μυαλό τους. Και δυστυχώς, δεν πέφτουν ποτέ έξω στα πλάνα τους.
Φυσικά δε νοείται σχέση και δη μακροχρόνια, χωρίς οικειότητα. Θέλεις δε θέλεις θα έρθει, αλλά το μυστικό είναι χρόνος για εμάς κι όταν λέμε «εμάς» εννοούμε τον εαυτό μας. Δεν είναι κακό να βγούμε με φίλους μας κι όχι κάθε φορά με το ταίρι μας. Είναι όμορφο να αποζητά ο ένας τον άλλον βγάζοντας έτσι από τη λίστα αρκετά από τα «δεδομένα» που είχαμε δημιουργήσει χωρίς καν να το θέλουμε.
Το σημαντικότερο όμως όλων είναι να αφιερώνουμε χρόνο σε ουσιώδεις συζητήσεις. Να κάνουμε τον άλλον να νιώθει τη σημαντικότητα που έχει ο ρόλος του μέσα στη σχέση μας. Να κοιτάζουμε στα μάτια ο ένας τον άλλον όταν μιλάμε κι όχι να χαζεύουμε σε κινητά. Να μην προτρέχουμε αν δεν ακούσουμε πρώτα τι έχει να μας πει και γιατί μας το λέει. Να αναρωτηθούμε. Να νοιαστούμε.
Αν λοιπόν η υπερβολική οικειότητα είναι ένα είδος δηλητηρίου για τις σχέσεις, το αντίδοτο θα ήταν ο ρομαντισμός, το πάθος, το φλερτ κι η δίψα για επικοινωνία. Όλα δηλαδή εκείνα τα στοιχεία τα οποία μας έκαναν να θέλουμε να μπούμε σε μια σχέση. Αλλιώς καθόμασταν και μόνοι μας. Επομένως, δεν υπάρχουν δικαιολογίες για τυχόν παρεξηγήσεις. Οικειότητα ναι, υπερβολική οικειότητα όχι. Υπάρχει διαφορά.
Αφιερωμένο στα μικρά κλισέ που μπορεί όμως να γίνουν μεγάλα εμπόδια.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου