Βαρεμάρα∙ μία έννοια, άπειρες αιτίες! Αν σε ρωτούσαν γιατί βαριέσαι, όταν βαριέσαι, μέσα σε όλες τις πιθανές απαντήσεις που ίσως να ‘δινες, θα ήταν, πιθανότατα, κι η απίστευτη μα αληθινή: «Έτσι, επειδή βαριέμαι!». Θα μπορούσαν να γυριστούν αμέτρητα επεισόδια ντοκιμαντέρ βασισμένα στο θέμα αυτό, μα θα σου πω, έτσι ενημερωτικά, πως τη βαρεμάρα την συναντά κανείς σε κλίματα εύκρατα αλλά και ξηρά. Είναι παντός καιρού, παντός βαθμού κι επιπέδου, και κυρίως ζει κι αδρανεί ανάμεσά μας!
Θεωρίες επί θεωριών που σχετίζονται με έρευνες ψυχολόγων και μη, αποδεικνύουν πως η βαρεμάρα είναι δείγμα ευφυΐας. Είναι λένε εκείνο το διάλειμμα που χρειάζεται το μυαλό μας για να φορτίσει, να γεμίσει, να κάνει reload και να βάλει πρώτη μετά από χειρόφρενο. Πολλοί είναι εκείνοι μάλιστα που αναλύοντάς την κατάλαβαν πόσο ελκυστική είναι ως κατάσταση, κι έτσι βαρέθηκαν κι οι ίδιοι πια να την αναλύσουν άλλο!
Έλα, όμως, που πέρα απ’ την οριοθετημένη κι ελεγχόμενη βαρεμάρα, ως δείγμα ευφυΐας και χρόνο ανασυγκρότησης, υπάρχει και το άλλο άκρο, η μόνιμη βαρεμάρα. Όλοι μας έχουμε κάποιον συγγενή, φίλο ή γνωστό που αγγίζει ή ξεπερνά τα όρια της διαρκούς αδράνειας. Είναι εκείνη η περίπτωση ανθρώπων που από ένα σημείο και μετά σε εκνευρίζει με την απάθειά της, απορώντας γιατί συμβαίνει αυτό.
Βαριούνται οτιδήποτε αφορά τη ζωή τους, κι αυτό είναι που σε εξοργίζει. Ξυπνώντας θα διαπιστώσουν πάντοτε με ύφος χαλαρότητας πως βαριούνται να ξεκινήσουν την ημέρα τους κι, αν τους παίρνει, θα αναβάλλουν τα σχέδιά τους. Κατά τη διάρκεια της ρουτίνας τους θα ανακαλύψουν εμβρόντητοι πολλούς ακόμη λόγους για τους οποίους βαριούνται, τους οποίους δεν είχαν ανακαλύψει ως τώρα!
Η παραγωγικότητά τους θα παραμείνει σε σταθερά –οριακά μηδενικά– επίπεδα, εννοείται με κάποιες εκλάμψεις τις στιγμές που το αφεντικό θα εμφανιστεί από κάπου ή κάποιος συνάδελφος παραπονεθεί για την απραξία τους. Μέχρι το τέλος της ημέρας θεωρούν πως έγιναν όλα όπως θα έπρεπε, έχοντας φυσικά βαρεθεί την κάθε στιγμή κι αναβάλλει όσα περισσότερα γίνεται για ένα πιο δημιουργικό «αύριο», που ίσως κάποτε να έρθει.
Κι αν νομίζεις πως όλο αυτό έχει να κάνει με κούραση, απογοήτευση, ρουτίνα και μουντή καθημερινότητα, τρέφεις αυταπάτες στην προσπάθειά σου να τους δικαιολογήσεις. Οι τύποι που λένε πιο συχνά «βαριέμαι» απ’ ό,τι καλημέρα, βαριούνται ακόμη και την κοινωνικοποίησή τους. Θα επινοήσουν άπειρες δικαιολογίες για να αποφύγουν ποτά, καφέδες, σινεμά κι οποιαδήποτε άλλη πρόταση απαιτεί έστω και την παραμικρή ενέργεια. Αν, μάλιστα, κάνεις το λάθος να προτείνεις κάτι πιο δραστήριο, τύπου γυμναστήριο, τρέξιμο, ή έστω περπάτημα και βόλτα με καφέ στο χέρι, τότε το «μπα, βαριέμαι» σκάει σε νανοσεκόντ, με βλέμμα γουρλωμένο κι έκφραση σιχασιάς.
Και μένεις εκεί, να αναρωτιέσαι τελικά πόσο παίζει να βαριέται κάποιος στη ζωή του. Μήπως όλη αυτή η άρνηση είναι απλά μια προσπάθεια να τραβήξουν την προσοχή πάνω τους; Φέρε στο μυαλό σου στιγμές που αυτό έχει συμβεί και θυμήσου πόσες φορές προσπάθησες να αλλάξεις τη διάθεση κάποιου που βαριόταν. Το έκανες, όντως, μπήκες στη διαδικασία να επιχειρήσεις να ταρακουνήσεις τον άλλον, να του δώσεις ένα κίνητρο για να τον ψήσεις να σηκωθεί απ’ τον καναπέ.
Κι αν, τελικά, όλη αυτή η έλλειψη διάθεσης κι ενδιαφέροντος για το οτιδήποτε είναι μια συμπεριφορά προσποιητή, μόνο και μόνο για να βρεθεί κάποιος στο επίκεντρο της προσοχής των άλλων, τότε η τάχα βαρεμάρα γίνεται ακόμα πιο εκνευριστική. Διότι είναι άλλο το «βαριέμαι γιατί νιώθω πεσμένος ψυχολογικά» και άλλο το «βαριέμαι κάπως και θα το τραβήξω για να με παρακαλέσουν». Και σίγουρα στην αρχή θα τον παρακαλέσουν από νοιάξιμο, όσο όμως η στάση αυτή επαναλαμβάνεται, θα σταματήσουν να ασχολούνται, επειδή βαρέθηκαν –δικαιολογημένα– να παρακαλάνε.
Και κάπως έτσι έχουμε φίλους που βγαίνουν εκτός εαυτού, συντρόφους να βρίσκονται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, συναδέλφους να απορούν για το πόσο ακόμη θα τραβήξει αυτό και γενικότερα έναν κύκλο ανθρώπων να ασχολείται αναπόφευκτα με το ποσοστό βαρεμάρας του καθενός. Η απόλυτη ειρωνεία της υπόθεσης είναι πως όταν πια πάψεις να ασχολείσαι, ίσως κατηγορηθείς για αδιαφορία, ενώ τόσο καιρό έκανες το ακριβώς αντίθετο. Προσπαθούσες να αποδείξεις σε έναν άνθρωπο πόσους λόγους έχει να μη βαριέται.
Εσκεμμένη ή μη, οριοθετημένη ή όχι, η ανία είναι μια κατάσταση με βαθύτερο υπόβαθρο και πολλές αιτίες που μπορεί να την γεννούν. Το σίγουρο είναι πως οι άνθρωποι που επιλέγουν να βαριούνται –ή που έστω δεν κάνουν κάτι για να το αλλάξουν–, ταυτόχρονα επιλέγουν να χάνουν πολλές σημαντικές στιγμές απ’ τη ζωή τους. Επιλέγουν να χάνουν πρόσωπα και συναισθήματα, που αν τα γεύονταν θα καταλάβαιναν πως η ευτυχία δε χωρά σε μια καθημερινότητα βαρετή.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη