Αναρωτιέμαι, πόσες θα ήταν άραγε συνολικά οι ώρες που σε αναζήτησα; Κι η αναζήτηση δεν είχε ποτέ περιορισμούς. Ήταν έξω στο δρόμο, σε πάρτι με φίλους, σε συναυλίες, στις καθημερινές μου μετακινήσεις για να πάω στον προορισμό μου που κάποτε ήταν «μας», αλλά επέλεξες να μην ισχύει αυτό πλέον.
Σε αναζήτησα και μέσα μου. Εκεί που κάποτε φοβόμουν να κοιτάξω γιατί είχες κλείσει το φως και σκόρπισες σκοτάδι. Χωρίς να με ρωτήσεις αν θέλω. Χωρίς να με ρωτήσεις πώς είναι να κουβαλάω μέσα μου έναν κόσμο τόσο σκοτεινό, γνωρίζοντας πως εσύ εκεί έξω έχεις το φως σου και σου έχει εξασφαλισμένο πάντα το χαμόγελό σου.
Αναρωτιέμαι, πώς απ’ το πιο όμορφό μου όνειρο και την πιο δημιουργική καθημερινότητά μου, επέλεξες να γίνεις κάτι τόσο άγνωστο για μένα. Κάτι που πλέον δεν μπορώ να αναγνωρίσω. Γι’ αυτό δεν μπορώ να σε βρω όπου και να ψάξω. Ακόμα και σ’ εκείνα τα μαγικά σημεία που κάποτε ταξιδεύαμε μαζί, για να δημιουργήσουμε εικόνες για το μέλλον μας, δεν μπορώ να σε βρω.
Άλλαξες! Μου φάνηκε σαν να άλλαξες μέσα σε μία στιγμή. Σε ένα βράδυ. Σου είχα πει πως σε κάποια πράγματα είχες ξεφύγει κι ήταν σαν να γνώριζα άλλον άνθρωπο κι άλλον να αντιμετώπιζα τώρα πια.
Η ανάγκη σου να είσαι συνεχώς κάπου αλλού όλο και μεγάλωνε. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβω πως μ’ αποφεύγεις κι όμως, προσπάθησα. Να βάλω κάτω κάποια πράγματα για να εντοπίσω το πρόβλημα και να το διορθώσω. Προσπάθησα τόσο πολύ και το κατάλαβες κι εσύ ο ίδιος. Δε με βοήθησες, όσες φορές κι αν στο ζήτησα.
Δε γινόταν να με αποφεύγεις άλλο. Μα πώς γίνεται να φεύγεις μακριά από έναν άνθρωπο που επέλεξες να κρατήσεις δίπλα σου και μοιραστήκατε μαζί στιγμές γέλιου, χαράς, πάθους κι έρωτα; Δε λέω, υπήρξαν και τα καβγαδάκια, αλλά από εκεί παίρναμε δύναμη. Μετά τις φωνές ερχόντουσαν οι αγκαλιές, εκείνες οι σφιχτές, που μάλλον δε θα ξαναστριμωχτώ μέσα τους -και πλέον αρχίζω να το συνηθίζω.
Δεν έβγαλα καμία άκρη κι όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιο μόνη μου ένιωθα. Με έβλεπες κάθε φορά που γυρνούσες σπίτι με ένα βλέμμα κενό, σαν να αναρωτιόσουν «Τι κάνεις εσύ εδώ ακόμα και δεν έχεις φύγει;».
Και το πιο δύσκολο βράδυ ήταν εκεί και το είχα καταλάβει. Μας βρήκε να συζητάμε στο σαλόνι. Τα πόδια μου έτρεμαν όπως κι η φωνή μου. Ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησες πως δεν μπορούσες να με κοροϊδεύεις άλλο. Δε μιλάω για τύψεις, γιατί είμαι σίγουρη πως θα πέσω εντελώς έξω. Με συνοπτικές, εννοείται, διαδικασίες μου είπες πως είχες πάρει τις αποφάσεις σου κι απλά ήρθες για να με ενημερώσεις κι εμένα, γιατί υποτίθεται πως αποτελούσα κάποιο κομμάτι της κάποτε ζωής σου.
Ουσιαστικά, περίμενα πως θα τις άκουγα όλες εκείνες τις γελοιότητες που μου αράδιασες. Δεν ήμουν χαζή όλο αυτό το διάστημα. Αν μου έχει μείνει ένα «γιατί» είναι ποιος ο λόγος να κάνεις τόσα όνειρα με κάποιον, αγκαλιά στον καναπέ, όταν τα έχεις ήδη πραγματοποιήσει με κάποιον άλλο; Όταν με γνώρισες, τόνιζες τα καλά προτερήματά μου. Έπρεπε να θυμόσουν πως ένα από αυτά, λοιπόν, ήταν κι η αντίληψή μου.
Ίσως να σε ψάχνω ακόμα, όχι γιατί έχω τα ίδια αισθήματα, αλλά γιατί θέλω να δω αν είσαι καλά. Βλέπεις, παρά τα σπασμένα, όταν κλείνω τα μάτια μου, ζωντανεύουν τα φιλιά μας στο κρεβάτι μας.
Μπορεί ως άνθρωπος να μην έχεις αναγνωρίσει ακόμα τη δύναμή σου. Σίγουρα, όμως, δεν έχεις ανάγκη στη ζωή σου κάποιον που κλέβει τη λάμψη απ’ το υπέροχο χαμόγελό σου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη