Παρίσι 1913. «Ιεροτελεστία της Άνοιξης». Ιγκόρ Στραβίνσκι, ο αδιανόητα πρωτοπόρος ρωσικής καταγωγής μουσικός παρουσιάζει το εντελώς καινούριο μπαλέτο του. Μια παράξενη και ασυνήθιστη μουσική που όμως δημιούργησε ένα σύννεφο στους θαυμαστές και τους επικριτές του, σε σημείο μάλιστα του να πρέπει να φυγαδεύσουν τον συνθέτη. Ήταν όμως το ίδιο ακριβώς βράδυ που η σχεδιάστρια μόδας Κοκό Σανέλ αντίκρυσε για πρώτη φορά τον Ιγκόρ. Μαγεμένη από το μεγαλειώδες έργο του και το μυαλό του, έκανε την είσοδό της στο εκθαμβωτικό περιβάλλον των Ρωσικών Μπαλέτων με αφορμή το γεγονός ότι ο ενδυματολόγος και σκηνογράφος Λέον Μπακστ άφησε το θίασο εξαιτίας ενός διαπληκτισμού. Η Κοκό αναλαμβάνει την πλήρη οικονομική υποστήριξη του θιάσου καθώς και την κατασκευή των κοστουμιών του έργου. Ήταν άλλωστε σίγουρη ότι όλο το εγχείρημα θα γινόταν ένα εμβληματικό γνώρισμα τόσο του οίκου της όσο και της ίδιας. Τα συναισθήματά της όμως για τον Ιγκόρ έμειναν αθόρυβα για εφτά ολόκληρα χρόνια.
Στη δίνη μιας ζωής που ζει υπό την ώθηση για δημιουργία, η Κοκό γίνεται η σχεδιάστρια που κάθε πράξη της επιτυγχάνει αληθινή επανάσταση και προκαλεί οριστική αλλαγή. Ντύνει τις γυναίκες με αντρικά πουκάμισα και παντελόνια, προτείνει το κοντό κούρεμα στα μαλλιά χρησιμοποιώντας η ίδια το ψαλίδι πάνω της, επινοεί το πασίγνωστο «μικρό μαύρο φόρεμα» και αποφασίζει να γράφει με όλα τα γράμματα κεφαλαία, όπως τα δύο διασταυρούμενα C που θα καθιερωθούν ως το σήμα κατατεθέν της στις αντιθέσεις που τη χαρακτηρίζουν. «Η μόδα περνάει, το στιλ παραμένει» ήταν ένα ακόμη ρητό της.
Δυνατή και με οικονομική άνεση, στο σπίτι της Κοκό πηγαινοέρχονται οι μεγαλύτεροι πρωτοπόροι της τέχνης: Πικάσο, Πιέρ Ρεβερντύ, Κοκτώ. Και στο Παρίσι του 1920 έμελλε να συναντήσει ξανά τον Ιγκόρ Στραβίνσκι. Μόνο που πλέον ο συνθέτης ζούσε μια παρακμή, όντας φτωχός και μη δυνάμενος να δημιουργήσει μέσα στο σπίτι που ζούσε με τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά τους. Η Κοκό ως από μηχανής θεά έδωσε λύση στον Ιγκόρ παραχωρώντας του το υπερπολυτελές σπίτι της στο Μπελ Ρεσπίρο. Εκεί όπου μεγαλούργησε ακόμη μια φορά συνθέτοντας στη μνήμη του Ντεμπυσσύ το «Μικρό κονσέρτο για κουαρτέτο εγχόρδων». Ο συνθέτης, αν και παντρεμένος, δηλώνει τρελά ερωτευμένος, δεν τα παρατάει και παρά την πρόδηλη άρνηση της Κοκό την προσκαλεί να παρακολουθήσει ένα κονσέρτο που θα διηύθυνε στη Βαρκελώνη. Η Κοκό αναχωρεί για το Μόντε Κάρλο και ο Ιγκόρ φανερά ενοχλημένος την κατηγορεί ότι προτιμά έναν Δούκα από την τέχνη. Οι επιπλήξεις της Μίσια, επιστήθιας φίλης της Κοκό ακούστηκαν και η δεύτερη επιστρέφει στο Μπελ Ρεσπίρο.
Ο έρωτας τους υπήρξε θυελλώδης και το ζευγάρι πέρασε ένα καλοκαίρι έρωτα με το παράδοξο ότι αυτό συνέβαινε υπό την ανοχή της Καταρίνα Στραβίνσκι, συζύγου του Ιγκόρ, η οποία γνώριζε ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος διαβίωσης της οικογένειάς της. Και στον αντίποδα η Κοκό μέσα από αυτήν την συνύπαρξη ρίσκαρε να εισπράξει αρνητικά σχόλια και αποδοκιμασία από την υψηλή κοινωνία του Παρισιού, καθώς και την ταμπέλα της επίσημης ερωμένης του παντρεμένου συνθέτη. Φημολογείται όμως ότι κάτι τέτοιο δεν την απασχολούσε καθόλου καθώς ήταν έτοιμη να θυσιάσει τα πάντα για την αγάπη του Ιγκόρ. Εξάλλου κι ο ίδιος αποτέλεσε έμπνευση για την Κοκό, η οποία δημιούργησε την ίδια περίοδο το εμβληματικό άρωμα Chanel No.5.
Ένας κρυφός δεσμός μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Κανείς δε γνωρίζει τους λόγους που αυτή η σχέση τελείωσε έναν χρόνο αργότερα. Ο Ιγκόρ ξεκίνησε το 1921 μια σχέση με τη Βέρα ντε Μποσέ και έφυγε για την Αμερική μετά το χαμό της γυναίκας του, ενώ η σχεδιάστρια παρέμεινε στη Γαλλία στο θρυλικό ξενοδοχείο Ριτζ. Η Κοκό ήταν πάντα αντιφατική και φειδωλή στις λεπτομέρειες της ζωής της, εκεί όπου τα όρια ανάμεσα στο θρύλο και στην πραγματικότητα, την αλήθεια ή το ψέμα είναι αβέβαια και αδιευκρίνιστα.
«Το ωραιότερο δώρο που μου χάρισε ο Θεός ήταν να μη μου επιτρέψει να αγαπήσω όποιον δε με αγαπά» έλεγε η ίδια. Υπήρξε πάθος, υπήρξε ένταση, υπήρξε έμπνευση έτσι όπως μόνο ο Ιγκόρ και η Κοκό το όρισαν και το έζησαν.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη