Το Bing Bang Theory, μια από τις πιο πετυχημένες sitcom, μάς σύστησε και μάς έκανε να αγαπήσουμε τέσσερεις ιδιόρρυθμους σπασίκλες, τέσσερα άτομα που ήξεραν 80 δεκαδικά ψηφία του π, έπαιζαν φανατικά Dungeon and Dragons, έκαναν διαλόγους με ατάκες του Star Wars και προσπαθούσαν απεγνωσμένα να προσεγγίσουν γυναίκες (τουλάχιστον οι τρεις από αυτούς) με τον πιο αποτυχημένο τρόπο.
Η πλοκή της σειράς περιστρέφεται γύρω από δύο συγκατοίκους, τον Λέοναρντ και τον Σέλντον και τους δύο φίλους τους, έναν Ινδό μετανάστη με τρομερό φόβο κι αλαλία όταν έχει απέναντί του άγνωστες γυναίκες και τον Χάουαρντ, που ζει κι ελέγχεται από τη μητέρα του, μια υπερήλικη και παχύσαρκη γυναίκα, την οποία δε βλέπουμε ποτέ στη σειρά. Ξεκινά με την απρόσμενη γνωριμία των δύο πρώτων με την εκ διαμέτρου αντίθετη προσωπικότητα και γειτόνισσα, Πένυ, γνωριμία που θα παίξει καταλυτικό ρόλο μέχρι και το τελευταίο επεισόδιο.
Το χιούμορ της σειράς ήταν πηγαίο, έξυπνο και ανυπόκριτο και παρ’ όλη την κριτική που δέχθηκε για ακραία αστεία, εμείς κρατάμε την ξεκαρδιστική φιγούρα του Σέλντον Κούπερ, ενός θεωρητικού φυσικού με βλέψεις για βραβείο Νόμπελ, ενός νευρωτικού και πανέξυπνου, ευφυούς άντρα, με αβάσταχτα μοναδικές ιδιαιτερότητες, φανατικού λάτρη του Star Trek. Ήταν τόσο αξιαγάπητα εκνευριστικός που κατάφερνε να σου προκαλέσει και γέλιο και θυμό. Ήθελες ταυτόχρονα να τον πάρεις αγκαλιά αλλά και να τον βρίσεις, κυρίως για τις προσβολές που ξεστόμιζε, αυθόρμητα κι επιπόλαια ( ; ).
Ο Σέλντον δεν είναι ομαδικός παίκτης, υπολείπεται πολλών (σχεδόν όλων των) κοινωνικών δεξιοτήτων με βασικότερο την ενσυναίσθηση, δεν μπορεί να καταλάβει τη λεπτή γραμμή που χωρίζει τη μεταφορά και τον σαρκασμό από την ειλικρίνεια και την κυριολεξία, έχει αμέτρητες εμμονές και ψυχαναγκασμούς και είναι υποχόνδριος, τυπολάτρης κι αγοραφοβικός. Έχει πάντα δίκιο, κάθεται πάντα στην ίδια θέση, έχει υπερβολική αυτοπεποίθηση (αν κι αυτός ο όρος δεν μπορεί να περιγράψει την εικόνα που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του), κι έχει τη μοναδική ικανότητα να σε βγάζει εκτός εαυτού με μια ατάκα του. Το κυριότερο χαρακτηριστικό του, αγνοεί κοινωνικές συμβάσεις και τρόπους συνύπαρξης με άλλους ανθρώπους.
Η Έιμι Φάρα Φάουλερ, φαίνεται από την αρχή ότι είναι η θηλυκή εκδοχή του Σέλντον, τουλάχιστον στο κομμάτι της ευφυΐας και της κοινωνικής απομόνωσης. Νευροβιολόγος, με ειδίκευση και προτίμηση στα πειράματα, ζει χωρίς φίλες ή κοινωνική ζωή και η παρέα που σταδιακά κάνει με την Μπερναντέτ και την Πένυ, τη μετατρέπουν σε πιο κοινωνική και ρομαντική.
Η γνωριμία (ανατρεπτική και απρόσμενη) τους γίνεται μέσω ενός site γνωριμιών, όταν οι Ραζ και Χάουαρντ δημιουργούν έναν κρυφό λογαριασμό για τον Σέλντον και η Έιμυ αποδεικνύεται η τέλεια σύντροφος. Η σχέση τους εξελίσσεται πολύ αργά, όπως θα συνέβαινε σε οποιοδήποτε ζευγάρι με ιδιορρυθμίες και θέματα κοινωνικοποίησης. Ο Σέλντον αρνείται πεισματικά να την αποκαλέσει η κοπέλα μου κι αρκείται στην ιδιότητα: γυναίκα-φίλη μου. Για πολύ καιρό δε διασαφηνίζουν τη φύση της σχέσης τους, παρ’ όλο που η μεν Έιμι θα το ήθελε, ο δε Σέλντον δέχεται πιέσεις από την Πένυ να συμπεριφερθεί «φυσιολογικά» απέναντί της.
Πανικοβάλλεται στην ιδέα να γνωρίσει τη μητέρα της κι επιχειρεί, με άτσαλο κι αστείο τρόπο είναι η αλήθεια, να αποδράσει από το σπίτι του για να μην τον βρουν. Νιώθει αμηχανία στο άγγιγμα από την Έιμι και δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί την πρωτόγνωρη γι’ αυτόν επαφή. Η Έιμι δέχεται στωικά και ψύχραιμα αυτή την ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσουν και περιμένει με συγκρατημένη αισιοδοξία στην αρχή, αλλά ανυπομονησία στη συνέχεια, τον Σέλντον να «ξεκλειδωθεί» και να τής δώσει όσα λαχταρά. Ορόσημα αποτελούν το συμφωνητικό σχέσης που υπέγραψαν, η στιγμή που ο Σέλντον ομολογεί ότι την αγαπά, η ολοκλήρωση της σχέσης και το δαχτυλίδι που τής δίνει όταν εκείνη βρίσκεται μίλια μακριά για επαγγελματικούς λόγους.
Μέσα από τους δύο αυτούς αταίριαστους κι εν τέλει απόλυτα ταιριαστούς επιστήμονες, βλέπουμε το πιο αποτυχημένο ραντεβού την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου σε βαγόνι τρένου (ο Σέλντον αγνοεί την ύπαρξή της για να μιλήσει με ένα παντελώς άγνωστό του), την τρελή επιθυμία του Σέλντον να τής καταστρέψει τα Χριστούγεννα γιατί ο ίδιος τα μισεί, την αμηχανία και των δύο όταν αποφασίζουν να συγκατοικήσουν, την τεράστια απόφαση να προχωρήσουν τη σχέση τους αγοράζοντας μια χελώνα ως κατοικίδιο, τη συνεργασία (όχι πάντα ομαλή) στην εκπόνηση της εργασίας που θα τους οδηγήσει στην υποψηφιότητα ενός βραβείου Νόμπελ και, τελικά, τον γάμο τους.
Από αυτή την καρμική σχέση ξεχωρίζουν τρεις στιγμές με τις οποίες συγκινηθήκαμε και ταυτιστήκαμε. Η πρώτη είναι όταν η Έιμι διακόπτει τον δεσμό τους (παρ’ όλα τα δυνατά συναισθήματα που τρέφει) διότι (αυτολεξεί) είναι πάρα πολύ δύσκολο σε σωματικό, ψυχολογικό και πνευματικό επίπεδο να διαχειριστεί την πραγματικότητα τού να είναι η κοπέλα του και χρειάζεται χρόνο και χώρο μακριά για να αξιολογήσει σωστά και ξανά την κατάσταση. Μάς υποδεικνύει το αυτονόητο: όταν δεν είμαστε καλά σε μια σχέση ή αν νιώθουμε ότι υπάρχουν στοιχεία που δεν μπορούμε να διαχειριστούμε, το οφείλουμε στον εαυτό μας να φεύγουμε.
Η δεύτερη είναι η τιτάνια προσπάθεια που καταβάλλουν αμφότεροι για το πολυπόθητο βραβείο Νόμπελ. Βρίσκουν εμπόδια μπροστά τους, τούς προδίδουν, τούς υποκλέπτουν τις ιδέες τους, είναι αντιμέτωποι με την απόλυτη αποτυχία αλλά με απόλυτο πείσμα, θέληση, υπομονή κι επιμονή τα καταφέρνουν. Η ομιλία της Έιμι όταν το παραλαμβάνει είναι πηγή έμπνευσης για κάθε έναν, ειδικά τις γυναίκες. Παρακινεί να μη σταματήσουμε να κυνηγούμε τα όνειρά μας και απευθυνόμενη στις γυναίκες, εξαίρει την τεράστια σημαντικότητα της αέναης προσπάθειας για επίτευξη του ενός, του μεγάλου στόχου, ειδικά όταν απέναντί μας βρίσκονται όσοι αμφισβητούν εμάς, τις δυνατότητες, τις ικανότητές μας.
Η τρίτη συμπυκνώνεται στον καταληκτικό λόγο του υπέροχου, του μοναδικού Σέλντον. Το πιο σημαντικό επίτευγμα της Έιμι σ΄αυτή τη σχέση είναι ότι ο Σέλντον συνειδητοποίησε ότι οι γύρω μας αξίζουν τον σεβασμό, την εκτίμηση, την ανοχή, την υπομονή και την αγάπη μας. Ακόμα κι αν σε κάποιες στιγμές δεν είμαστε ο εαυτός μας, οι πραγματικοί φίλοι θα μας ανεχτούν, θα μας κρατήσουν το χέρι, θα μας συμβουλέψουν και θα χαρούν με όσα χαιρόμαστε. Μια απλή, ειλικρινή συγγνώμη εκ μέρους μας θα αποκαταστήσει τη σχέση μας και θα αναδείξει την πεμπτουσία της φιλίας: την ανιδιοτελή κι ανυπόκριτη αγάπη. Την αγάπη που σε κάνει καλύτερο άνθρωπο αλλά ταυτόχρονα σου αφήνει χώρο να είσαι ο εαυτός σου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου