Μια φορά κι έναν καιρό, μεταφερόμαστε στην όμορφη Κρήτη. Πρωταγωνιστές σ’ αυτό το παραμύθι, ο Μαθιός κι η Βασιλική.
Από τον πρώτο καιρό του Σασμού φάνηκε πως ο έρωτάς τους ήταν κάτι ιδιαίτερο, ενώ δεν άφησε σίγουρα ασυγκίνητη τη ματιά μας. Είναι το είδος της αγάπης και του έρωτα δίχως όρια, εκείνη η αγάπη η πρώτη και παντοτινή, που θα έκαναν τα πάντα ο ένας για τον άλλον. Μια ιστορία βγαλμένη από τα βιβλία, που θυμίζει όλα όσα συμβαίνουν για την αγάπη και στο όνομά της. Είδαμε τον γάμο τους, καιρός να πιάσουμε το νήμα της ιστορίας τους με τους σημαντικούς σταθμούς του έρωτά τους από την αρχή έως το ευτυχές γεγονός.
Η ιστορία τους ξεκινάει 20 χρόνια πριν. Ο Μαθιός ήταν ακόμη φαντάρος και στην αναμονή μέχρι να τελειώσει τη θητεία του, έκαναν με τη Βασιλική όνειρα για το μέλλον τους μαζί, υπολογίζοντας όμως χωρίς τους θείους της Βασιλικής που αποφάσισαν να την παντρέψουν δυστυχώς με τον δεύτερο ξάδερφό του, τον Στεφανή. Εκείνος βρέθηκε στον γάμο τους με λαβωμένη καρδιά κι αφού πρώτα πέρασε να της μιλήσει στα κρυφά, όσο εκείνη ετοιμαζόταν να γίνει νύφη. Είχαν βρεθεί και μιλήσει αρκετές φορές κρυφά από τότε, σαν κυνηγημένοι σχεδόν· μάλιστα μία από αυτές τις φορές εκείνος περίμενε να το σκάσουν μαζί, η Βασιλική πήγε τον βρήκε, ωστόσο του εξήγησε πως δεν μπορούν να φύγουν μαζί διότι ήταν έγκυος. Την κοίταξε και με φωνή πικραμένη και χείλη τρεμάμενα της είπε να γυρίσει πίσω. Εκείνος βυθίστηκε στις μελαγχολικές του σκέψεις βλέποντας να χάνει για πάντα τη μία και μοναδική γυναικά της ζωής του.
Γνωρίζοντας όσα περνούσε η Βασιλική δίπλα στον σκληρό κακοποιητικό σύζυγό της και με κάποιο κίνητρο που ακόμη δεν έχει μαθευτεί, έφτασε να δολοφονήσει εν ψυχρώ τον Στεφανή, χωρίς η Βασιλική να γνωρίζει κάτι. Προς το παρόν. Για τον Μαθιό «δεν υπάρχει παρά μόνο ένα κορίτσι σ’ ολόκληρο τον κόσμο». Κυριολεκτικά. Άλλωστε όπως ο ίδιος της λέει θα την αγαπά για πάντα και θα έφτανε ακόμη και να σκοτώσει για χάρη της. Ένας έρωτας βγαλμένος από αρχαία τραγωδία.
Κανείς δεν ξεχνά όταν λίγο μετά τη δολοφονία του Στεφανή, η Βασιλική και ο Μαθιός ήρθαν για πρώτη φορά κοντά κι αντάλλαξαν το πρώτο τους φιλί μετά από 20 χρόνια. Ένα φιλί που έβγαλε στην επιφάνεια εκρηκτική ένταση ετών. «Τίποτα δε θα μας χωρίσει πια. Δεν πρόκειται να σε πιέσω. Δε θα το έκανα ποτέ. Θα περιμένω όσο χρειαστεί. Ξέρω να περιμένω. Βασιλική; Περίμενα 20 ολόκληρα χρόνια, μπορώ να περιμένω άλλα τόσα.»
Οι ερωτικές εξομολογήσεις του Μαθιού μοιάζουν πάντα βγαλμένες από μαγικές ιστορίες. Καταφέρνει πάντα να καθηλώνει με τα λεγόμενά του και τον τρόπο που αναφέρεται στην αγαπημένη του, αντίστοιχα όμως κι εκείνη μιλά στον αγαπημένο της με ύφος απόλυτου έρωτα. Ποιος μπορεί να ξεχάσει όταν του εξομολογήθηκε μια νύχτα στο σπίτι της καθισμένοι στην τραπεζαρία πως ήταν «όλη μου η ζωή μακριά από σένα. Να παλεύω όλη μέρα, να σε βλέπω και να σκέφτομαι όχι δεν πρέπει, όχι δεν πρέπει. Αυτός είναι ο άνδρας σου, αυτός που με κορόιδευε, αυτός που ήθελε να με εγκαταλείψει, αυτός με βασάνιζε. Πώς να γυρίσω τον χρόνο πίσω Μαθιό; Πάρε με.». Και κάπως έτσι έδωσαν τον ορισμό του παράφορου έρωτα, του ατέλειωτου πάθους.
Ο Μάθιος πάντα βρισκόταν κοντά στη Βασιλική και το παιδί της, τους στήριζε, περίμενε να περάσει ένας χρόνος να βγάλει τα μαύρα για να ανακοινώσουν επίσημα τη σχέση τους σ’ όλο το χωριό, καταπίνοντας όποιους φόβους είχε για το τι θα πει η μικρή κλειστή κοινωνία της Άνω Ποροίας, πάλεψε ενάντια σε όλους ακόμη και στην ίδια του τη μητέρα κι έφυγε από το σπίτι, όταν εκείνη ήταν αντίθετη με τη σχέση τους κι επιτέθηκε στην αγαπημένη του.
Ανάμεσά τους υπάρχει μια σύνδεση εσωτερική· πολλές φορές έχουν νιώσει πως ένας από τους δύο κινδυνεύει. Η πιο ιδιαίτερη φορά, ήταν όταν σε μία παραλίγο συμπλοκή στο βουνό εξαιτίας μιας οικογενειακής βεντέτας για αντίποινα που λίγο έλειψε να του κοστίσει τη ζωή, η Βασιλική ένιωσε μέσα της πως κάτι συμβαίνει με τον αγαπημένο της, αλλά κι ο Μαθιός την ώρα που έπεσε στο έδαφος για να δεχτεί τα πυρά φώναξε το όνομά της, θέλοντας αν φύγει από τη ζωή, η τελευταία του λέξη να είναι το όνομα της παντοτινής του αγάπης.
Φυσικά, όπως κάθε μεγάλος έρωτας, έτσι κι αυτός εδώ ο έρωτας έφτασε στο Happy End όχι μία άλλα δύο φορές. Την πρώτη πρόταση γάμου της την έκανε δημόσια στο καφενείο του χωριού, αφού βρήκε ένα σπίτι να μείνουν όλοι μαζί, φεύγοντας από το παλιό, ώστε να κλείσει και το τελευταίο κεφάλαιο άσχημων και δυσάρεστων αναμνήσεων της παλιάς της ζωής. Εκείνη φυσικά δέχτηκε κι εμφανίστηκε στην εκκλησία με νυφικό που την έκανε να μοιάζει νεράιδα. Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια, καθώς την ώρα που το περίμενε, εκείνος συνελήφθη για έναν φόνο που δεν έκανε ποτέ. Την επόμενη μέρα έφτασε στα χέρια του ένα γράμμα από εκείνη που του έλεγε πως θα τον περιμένει όσο χρειαστεί, ένα γράμμα όλο τρυφερότητα. Το μόνο που είχε από την αγάπη τους και μπορούσε να το διαβάσει, να το αγγίξει να το μυρίσει. Φρόντισε να το κρατά σαν φυλαχτό.
Αφού πέρασαν από σαράντα κύματα, η δεύτερη πρόταση γάμου έγινε ρομαντικά στην κρεβατοκάμαρά τους. Η ευτυχής αυτή στιγμή επισφραγίστηκε με μια νύχτα πάθους. Ακολούθησε ο παραδοσιακός και κρητικός γάμος με τα όλα του, και η νεράιδα με το παλικάρι της έγιναν επισήμως «σάρκα μία», με όλους τους αγαπημένους τους δίπλα τους. Σε όλη την διάρκεια του μυστηρίου και του χορού τους αντάλλαξαν τόσο τρυφερές και συγκινητικές ματιές και λόγια λάμποντας κι οι δύο από ευτυχία στα φωτισμένα τους πρόσωπα.
Φυσικά ένα τόσο μαγικό ζευγάρι δε θα ήταν τίποτα χωρίς τις εξαίσιες ερμηνείες του υπέροχου Δημήτρη Λάλου ως Μαθιού και της μοναδικής Μαριλίτας Λαμπροπούλου ως Βασιλικής. Ας ελπίσουμε να μην επισκιαστεί η ευτυχία τους ξανά. Εκτός κι αν…
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου