«Θέλει Αρετήν και Τόλμην η Ελευθερία», έγραφε ο Ανδρέας Κάλβος στα 1824, λίγο μετά την εκκίνηση του επαναστατικού αγώνα των Ελλήνων. Αρετή και τόλμη όμως, θέλει κι ο έρωτας, πολύ περισσότερο όταν προκύπτει στη συγκυρία της Ελληνικής Επανάστασης και μεταξύ δύο σπουδαίων προσωπικοτήτων του Αγώνα: της Μαντώς Μαυρογένους και του Δημητρίου Υψηλάντη.
Η Μαντώ, καταγόταν από την εύπορη οικογένεια των Μαυρογένηδων της Μυκόνου και ήταν παθιασμένη με την ιδέα της απελευθέρωσης του Έθνους. Η συμμετοχή της στον αγώνα δεν περιορίστηκε στην τεράστια οικονομική συνεισφορά της, διαθέτοντας όλη την περιουσία της στο σκοπό αυτό, αλλά επεκτάθηκε και στην ενεργή συμμετοχή της στα πεδία της μάχης. Η προσωπικότητά της ήταν φλογερή και συγκινούσε όποιον τη γνώριζε. Ταυτόχρονα, όπως μαρτυρούν σύγχρονοί της ιστορικοί, διέθετε σπάνια μόρφωση αλλά κι εξαιρετική εμφάνιση.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης, τώρα, καταγόταν από την εύπορη, φαναριώτικη οικογένεια των Υψηλάντηδων, ήταν στρατιωτικός της φρουράς του Τσάρου και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Ήρθε στην Ελλάδα με στόχο τη συγκρότηση κεντρικής εξουσίας, αλλά και την οργάνωση τακτικού στρατού, προσπάθειες που τον έφεραν σε αρκετές συγκρούσεις με τους πρόκριτους της εποχής. Η περιγραφή που μας δίνεται από τον σύγχρονό του ιστορικό Ιωάννη Φιλήμονα, είναι ότι το παρουσιαστικό του δεν ήταν διόλου εντυπωσιακό, αλλά «η καρδία, ανδρικωτάτη…».
Οι δυο τους συναντήθηκαν μεσούσης της επανάστασης και κάποιες ανεπιβεβαίωτες μαρτυρίες αναφέρουν ότι η σχέση τους ξεκίνησε στο πεδίο της μάχης και συγκεκριμένα στο φρούριο του Άργους στα 1822, απωθώντας την επίθεση του Δράμαλη. Η καλύτερη περίοδος της σχέσης τους όμως, θα ερχόταν λίγο αργότερα, όταν η Μαντώ, θα εγκαθίστατο στο Ναύπλιο, απέναντι από το οίκημα που είχε παραχωρηθεί στον Υψηλάντη. Η ηρεμία τους δεν κράτησε πολύ, αφού σύντομα ο Υψηλάντης ξαναβρέθηκε στο πεδίο της μάχης για να αναχαιτίσει την επίθεση του Ιμπραήμ Πασά στην Πελοπόννησο, αποστολή στην οποία τον συνόδευσε και η Μαντώ. Παρ’ όλες τις δυσκολίες που διαδέχονταν η μία την άλλη, τόσο στο επίπεδό του αγώνα για την ελευθερία, όσο και στις αντιπαραθέσεις του Υψηλάντη με τους προεστούς, ο δεσμός των δύο ηρώων συνεχιζόταν ισχυρός.
Ωστόσο, ο έρωτάς τους προκαλούσε τα ήθη της εποχής, αφού οι δυο τους ήταν αχώριστοι, αλλά χωρίς να επισημοποιούν τη σχέση τους. Από την άλλη, η δυναμική προσωπικότητα της Μαντώς, αλλά και οι νεωτεριστικές απόψεις του Υψηλάντη, ανησύχησαν ορισμένους πολιτικούς της εποχής και ιδιαιτέρως τον Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος κι αποφάσισε να αναλάβει δράση, ώστε να διαλύσει τη σχέση που θεωρούσε επικίνδυνη. Επιδόθηκε, λοιπόν, σε μια εκστρατεία δυσφήμησης της «φραγκοφορεμένης Μυκονιάτισσας», όπως αποκαλούσε μειωτικά τη Μαντώ, κατηγορώντας την αφενός για ηθική ελαφρότητα και αφετέρου για κακή επιρροή στον Υψηλάντη.
Τα σχόλια έδιναν κι έπαιρναν και η Μαντώ θιγμένη, ζήτησε από τον Υψηλάντη να παντρευτούν ώστε να αποκαταστήσει την τιμή της. Στη δίνη των γεγονότων όμως, εκείνος της πρότεινε ο γάμος τους να μετατεθεί χρονικά σε μια πιο ήρεμη συγκυρία, αλλά να της παραδώσει μια έγγραφη υπόσχεση αποκατάστασης, με την οποία θεωρούσε ότι θα σιωπούσαν οι κακές γλώσσες.
Η Μαντώ δεν ικανοποιήθηκε από την πρότασή του, ενώ την ίδια στιγμή ο Κωλέττης, συνέχιζε με ένταση τις προσπάθειές του να τους χωρίσει, διαβάλλοντας τη Μαντώ στους συντρόφους του Υψηλάντη. Έφτασε, μάλιστα στο σημείο να τους πείσει ότι η παρουσία της Μαντώς ήταν επιβαρυντική όχι μόνο για την ευθυκρισία του Υψηλάντη, αλλά και για την από χρόνια επιβαρυμμένη υγεία του. Με αυτό το σκεπτικό κι ενώ ο Υψηλάντης απουσίαζε από το Ναύπλιο σε στρατιωτική επιχείρηση, οι σύντροφοί του, σχεδόν απήγαγαν τη Μαυρογένους και την έστειλαν με πλοίο στη Μύκονο, απειλώντας τη μάλιστα για τη ζωή της αν επέστρεφε στο Ναύπλιο.
Ο Υψηλάντης επιστρέφοντας, οργίστηκε με αυτήν την πρωτοβουλία, με επιστολή του έπεισε τη Μαντώ να επιστρέψει κοντά του, αλλά δεν εντόπισε ποτέ τον ηθικό αυτουργό της συνωμοσίας, τον Κωλέττη. Ο οποίος, βλέποντας ότι το σχέδιό του δεν πέτυχε, εξύφανε ένα νέο: έστειλε τους γιατρούς του Υψηλάντη, να ενημερώσουν τη Μαυρογένους, δήθεν εμπιστευτικά, ότι η εύθραυστη υγεία του Υψηλάντη, κινδυνεύει από τις συγκινήσεις που του προκαλεί η παρουσία της στην καθημερινότητά του. Η Μαντώ, μην έχοντας ποτέ ξεπεράσει την άρνηση του Υψηλάντη να την παντρευτεί, θεώρησε ότι η επίσκεψη των γιατρών ήταν σχεδιασμένη από τον αγαπημένο της, ώστε να απαλλαγεί από αυτήν ανώδυνα. Έτσι, θιγμένη και βαθιά πληγωμένη, αποσύρθηκε για ακόμη μία φορά στη Μύκονο.
Ετούτη τη φορά, όλες οι προσπάθειες του Υψηλάντη να τη μεταπείσει, έπεσαν στο κενό. Η φλόγα του έρωτά της, μετετράπη σε μένος και πικρία. Νιώθοντας προδομένη κι ατιμασμένη, επιδόθηκε σε έναν αγώνα ηθικής αποκατάστασης, αλλά κι εκδίκησης, φτάνοντας στο σημείο να απευθυνθεί στην Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, επιδεικνύοντας τη γραπτή υπόσχεση του Υψηλάντη και με αίτημα να τον υποχρεώσουν να την πραγματοποιήσει. Το αίτημά της, όχι μόνο απορρίφθηκε, αλλά δε δέχτηκαν καν να διαβάσουν την αναφορά της. Παρ’ όλη την απαξίωση, η εμμονή της ήταν τέτοια, που συνέχισε στέλνοντας δύο ακόμη σχετικές αναφορές, που είχαν την ίδια τύχη με την πρώτη. Η υπόθεση, τελικά, μπήκε στο αρχείο. Οριστικά όμως, έκλεισε με το τέλος της ζωής του Υψηλάντη, στα 1832, νεότατου, μόλις στα 38 του χρόνια.
Η Μαντώ, δεν τον συνάντησε ποτέ ξανά μετά τη φυγή της πικραμένη απ’ το Ναύπλιο, ούτε καν όταν έμαθε ότι του απέμεναν λίγες ημέρες ζωής, παρ’ όλο που ζούσε και πάλι στο Ναύπλιο, απέναντι από το σπίτι του, στο ίδιο μέρος που πέρασαν τις πιο όμορφες στιγμές του έρωτά τους. Όταν όμως ο Υψηλάντης έφυγε απ’ τη ζωή, η Μαντώ, πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του, τον προετοίμασε για το τελευταίο του ταξίδι τον μοιρολόγησε και τον πένθησε, πενθώντας μαζί του μάλλον τα νιάτα και τον άδοξο έρωτά τους. Αποσύρθηκε στην Πάρο, όπου και πέθανε το 1848, μόνη και σε απόλυτη ένδεια.
Δύο γενναίοι, που υπερασπίστηκαν με πάθος την ελευθερία της πατρίδας τους, απέτυχαν να υπερασπιστούν με γενναιότητα τον έρωτά τους.
«Θέλει Αρετήν και Τόλμην η Ελευθερία», θέλει αρετή και τόλμη κι ο έρωτας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου