Εκείνη πασίγνωστη σταρ του κινηματογράφου στην εποχή της. Χαρακτηρίστηκε απ’ όλους ως το απόλυτο θηλυκό. Πάντοτε χαμογελαστή κι εξωστρεφής. Μέσα από το χαμόγελό της και τα μάτια της πήγαζε φως, όμως μέσα στην ψυχή της υπήρχε σκοτάδι που την κάλυπτε. Κατοικούσε μέσα της, την κυνηγούσε από τα παιδικά της χρόνια. Ήταν παιδί αγνώστου πατρός και ψυχικώς ασθενούς μητέρας.
Εκείνος κορυφαίος Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας. Στεκόταν σοβαρός, δε χαμογελούσε συχνά. Ήταν αφοσιωμένος στη δουλειά του και στα κείμενά του. Ήταν ένας εσωστρεφής άνθρωπος κι η παρέα του αποτελούνταν από διανοούμενους, όπως έλεγε.
Θες να το αποδώσεις στην τύχη, θες στο κάρμα, οι δύο αυτές παρουσίες συναντήθηκαν το 1951 στα γυρίσματα μιας ταινίας της. Ήταν παντρεμένοι κι οι δύο, βέβαια αυτή η λεπτομέρεια δε στάθηκε εμπόδιο μπροστά στον έρωτα που φούντωσε. Η φωτιά που άναψε στις καρδιές τους ήταν αρκετή για να κρατήσει ζωντανό το ειδύλλιο για πέντε ολόκληρα χρόνια. Στις 29 Ιουνίου του 1956, σε ένα δικηγορικό γραφείο στη Νέα Υόρκη, ενώνονται με τα δεσμά του γάμου κρυμμένοι από τα φώτα της δημοσιότητας.
Η Μέριλιν εκείνη την μέρα έγραφε στο ημερολόγιο που κρατούσε «Θέλω τόσο πολύ να προστατέψω τον Άρθουρ. Τον αγαπώ και είναι το μοναδικό ανθρώπινο πλάσμα, απ’ όσα γνώρισα ποτέ που θα μπορούσα να αγαπήσω, όχι μόνο γιατί με ελκύει τόσο πολύ, αλλά γιατί εμπιστεύομαι σαν τον εαυτό μου». Από την άλλη ο Άρθουρ έσπευσε να δηλώσει δημόσια «Η Μέριλιν θα γυρίζει μία ταινία κάθε 18 μήνες, τα γυρίσματα της οποίας δε θα διαρκούν πάνω από 2 μήνες. Το επόμενο διάστημα θα είναι η σύζυγός μου και το εννοώ, θα είναι πλήρους απασχόλησης». Εκείνος κτητικός μα κι εκείνη εγωίστρια, σαν να μη το άκουσε ποτέ, συνέχισε να είναι εξωστρεφής και να εργάζεται όπως ακριβώς ήθελε.
Μετά το, προς το παρόν, ευτυχές γεγονός για το ζευγάρι ακολούθησε ο μήνας του μέλιτος. Όλα έμοιαζαν ιδανικά. Φάνταζε ο απόλυτος έρωτας μέχρι την καταραμένη στιγμή που ο Άρθουρ ξέχασε ανοιχτό το ημερολόγιο που κρατούσε για τη Μέριλιν κι έπεσε μέσα στα χέρια της. Εκεί εξέφραζε τον προβληματισμό του για τη διάρκεια αυτού του έρωτα, πως δεν μπορούσε να ενταχθεί στην παρέα του με τους διανοούμενους διότι θα τον ντρόπιαζε και είχε μετανιώσει που την παντρεύτηκε.
Οι δαίμονες της Μέριλιν επέστρεψαν πιο δυνατοί από ποτέ και σιγά-σιγά την κυρίευαν. Δύο χρόνια αργότερα ζητούσε βοήθεια κι έγραφε «νομίζω πως κατά βάθος πάντα φοβόμουν την ιδέα να είμαι γυναίκα κάποιου, γιατί έμαθα από τη ζωή ότι δεν μπορούμε να αγαπήσουμε τον άλλο, ποτέ, αληθινά». Έπνιγε τον πόνο της πάνω από άδεια μπουκάλια ποτών και χρειαζόταν χάπια για να κοιμηθεί τα βράδια.
Το χάσμα ανάμεσα το πολύ συζητημένο ζευγάρι ξεκίνησε ολοένα να μεγαλώνει. Ο Άρθουρ αφοσιώθηκε στην εργασία του κι η Μέριλιν στη δική της. Ο έρωτάς τους έσβησε. Το 1960 βρισκόντουσαν επίσημα σε διάσταση. Εκείνη διατηρούσε παράνομη σχέση με το συμπρωταγωνιστή της στην ταινία που γυρνούσαν εκείνο το διάστημα όμως το πλήγμα και για τους δύο ήταν η αποβολή στη μοναδική εγκυμοσύνη της ζωής της. Έναν χρόνο αργότερα η φλόγα του γι’ εκείνη χάνεται εντελώς και το ενδιαφέρον του τραβάει μια φωτογράφος, η Ίνγκε Μοράτ. Έκτοτε το διαζύγιο ήταν μονόδρομος.
Οι δρόμοι τους χωρίστηκαν οριστικά. Ο Άρθουρ παντρεύτηκε τη φωτογράφο κι η Μέριλιν έπεσε ξανά σε παλιές αγκαλιές όμως μερικούς μήνες αργότερα η κατάθλιψη τη νίκησε και τερμάτισε την ζωή της με υψηλή δόση χαπιών.
Ο Άρθουρ δεν εμφανίστηκε στην κηδεία της αφού της είχε πει ήδη το βαρύ αντίο. Είπε όμως «Ήταν μια γυναίκα στοιχειωμένη από τα φαντάσματα μιας δυστυχισμένης παιδικής ηλικίας, τα οποία δεν κατάφερε να βάλει ποτέ πίσω της και να δει τον κόσμο σαν αναγεννημένη ενήλικη. Κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου μας δεν ήμουν τίποτε περισσότερο από ένας ανήμπορος παρατηρητής και αφού δεν κατάφερα να τη βοηθήσω, ήταν επόμενο να στραφεί σταδιακά εναντίον μου. Ήταν η πιο δυστυχισμένη γυναίκα που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου και όλα όσα βίωσα μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια ήταν εξίσου έντονα με τα μεγαλύτερα δράματα που έχει επινοήσει η πένα μου». Προσπάθησε να ρίξει τα δεινά της θυελλώδους σχέσης τους σ’ εκείνη μιας και δεν μπορούσε να υπερασπιστεί πια τον εαυτό της.
Στην πραγματικότητα όμως οι φόβοι της την στοίχειωναν πάντα. Δεν μπορούσε να ανήκει πουθενά, ούτε σοτυς θεατές της, ούτε στην τέχνη της, ούτε στον έρωτα. Ούτε καν στον εαυτό της. Φοβόταν ότι δε θα αγαπηθεί ποτέ και ταυτόχρονα αναζητούσε την αγάπη με μανία. Κι αγαπήθηκαν πολύ, αυτό είναι αλήθεια. Μα ίσως ο καθένας από τους δύο, να έπρεπε να δώσει λίγη από αυτή την αγάπη στον εαυτό του, πριν πνίξει τον άλλο. Ίσως πάλι τέτοιοι έρωτες, να πρέπει να τελειώνουν, γιατί το βάρος τους γίνεται αβάσταχτο. Ποιος ξέρει, μερικοί άλλωστε, το προτιμούν πάντα καυτό.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου