Εκείνος, βιομήχανος χάρτου και γνωστός Δον Ζουάν. Εκείνη, ανερχόμενη πρωταγωνίστρια του θεάτρου και της τηλεόρασης που δούλευε σε μπαρ. Οι δυο τους αποτελούν ένα από τα πιο δημοφιλή και cult ζευγάρια που πέρασαν από ελληνική σειρά και έχουν αφήσει παρακαταθήκη αξέχαστες κι ανεπανάληπτες ατάκες. Έχει ξεχάσει κανείς το επικό «μοναδική μου αγάπη» ή το «σκύλες της λύσσας!»;

Ο Μάνθος Φουστάνος, τον οποίο υποδύθηκε ο Βασίλης Κούκουρας, και η Πέγκυ Καρά, από τη Μαρία Λεκάκη, πλαισίωναν τους πρωταγωνιστές της πασίγνωστης σειράς του Χάρη Ρώμα και της Άννας Χατζησοφιά, «Κωνσταντίνου και Ελένης», που μεσουράνησε στον τηλεοπτικό σταθμό του ΑΝΤ1 το διάστημα 1998-2000. Ένα ζευγάρι με ιδιαίτερη ιστορία, που μας έδειξε πως η αγάπη μπορεί να θριαμβεύσει ακόμα κι αν περάσει από 40 κύματα.

Γνωρίστηκαν στο μπαρ που δούλευε η Πέγκυ και η σχέση τους ξεκίνησε κάπως ανορθόδοξα. Ο Μάνθος ήθελε απλώς να ικανοποιήσει τις ορμές του πολυγ@μικού του χαρακτήρα, ενώ εκείνη βρήκε στην Πόρσε και στα γαλανά μάτια του βιομήχανου το αντικείμενο του πόθου της. Ακολουθεί ένα ντελίριο ασυνεννοησίας και κυνηγητού, με την Πέγκυ να πιστεύει πως είναι ζευγάρι -εφόσον κοιμήθηκαν μαζί- και τον Μάνθο να προσπαθεί να ξεφύγει από τα δίχτυα της, φτάνοντας σε σημείο να κάνει τον τηλεφωνητή (πρακτική που χρησιμοποιούσε πολλάκις για να ξεφύγει από τις «μοναδικές του αγάπες») και να κρύβεται στα ερμάρια της κουζίνας. Ο επιμένων νικά, όμως, κι έτσι η Γκαρσόνα Β΄ της καρδιάς μας αποκτά σχέση με τον «ανεγκέφαλο ερωτύλο» -όπως τον αποκαλούσε συχνά ο Κατακουζηνός-, χαρίζοντάς μας ατελείωτες στιγμές γέλιου με τις ατάκες και τα βιώματά τους.

Στη σχέση τους είδαμε πως ο έρωτας τυφλώνει κι ενίοτε σε κάνει να χάνεις αρκετές μονάδες από τον δείκτη νοημοσύνης σου. Ο ευφάνταστος κι ετοιμόλογος Μάνθος κατάφερνε πάντα να καλύπτει τις απιστίες του (που δεν ήταν και λίγες) με δικαιολογίες που μας κάνουν μέχρι σήμερα να απορούμε πώς τις πίστευε η Πέγκυ. Αλλά έτσι είναι τα πράγματα. Όταν θέλεις να είσαι με κάποιον, πιστεύεις όσα παραμύθια σου πουλήσει.

Οι κοπέλες που έμεναν σπίτι του ήταν του κολλητού του, τα εσώρουχα και τα γάντια που βρίσκονταν παρατημένα στον καναπέ είχαν αποκτήσει νέους ιδιοκτήτες (γιατί πού το περίεργο μια μητέρα να συζητά τα ερωτικά της προβλήματα με τον γιο της εν έτει 1998;) και τα υπερατλαντικά ταξίδια κάθε εβδομάδα ήταν φυσικά για επαγγελματικούς σκοπούς -και όχι προφάσεις για να προλαβαίνει να βλέπει τις παράλληλες σχέσεις του. «Τατιάνα-Τατιανούλα, Φιόνα-Φιονούλα-Φιόνα». Κολλάει, όταν δε θες να βρεις ψεγάδι στο ταίρι σου και όλα πάνω του φαντάζουν ιδανικά.

 

 

Οι καβγάδες τους ήταν σκηνές απείρου κάλλους. Τις λίγες φορές που η Πέγκυ σκεφτόταν λογικά και ανακάλυπτε τις παράλληλες σχέσεις του Μάνθου κατέληγε να σπάει γυαλικά στο σπίτι του κι έπειτα να ψάχνει παρηγοριά στην κολλητή της, την Ελένη. Φυσικά, οι φίλοι δεν έμεναν στο απυρόβλητο. «-Σκάσε ρε μ@λάκα! Όχι, μίλα ρε μ@λάκα!», ακούσαμε το ζευγάρι να ουρλιάζει και τον βυζαντινολόγο να παραπονιέται «Δεν είμαι αυτό το επίθετο που προαναφέρατε αμφότεροι!». Ακόμα και οι δύο κολλητές φίλες είχαν καταλήξει να τσακωθούν -εδώ που τα λέμε, όχι και άδικα- όταν βγήκε στη φόρα ότι η Ελένη γνώριζε και κάλυπτε τις απιστίες του Μάνθου. «Πέγκυ, μοναδική μου αγάπη! Μάνθο, μοναδικό μου γαϊδούρι!» φώναζαν κι εμείς μέναμε να απορούμε πώς γίνεται αυτοί οι δύο να καταλήξουν μαζί.

Στους πιο σοβαρούς χωρισμούς τους έβγαινε στην επιφάνεια το ευαίσθητο και ρομαντικό πρόσωπο του Πορσάκια και έκανε την ψυχούλα μας να τον λυπάται και να του συγχωρεί τα ατοπήματα. Από τη δυσλειτουργία του όσο δεν είχε την πραγματική μοναδική του αγάπη δίπλα του (καημένη Φιόνα, τι τράβηξες κι εσύ), μέχρι την έκδηλη σκηνή ζηλοτυπίας που οδήγησε στον -σχεδόν οριστικό- χωρισμό τους, όταν η Πέγκυ κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό της και να γίνει πρωταγωνίστρια. Κάθε φορά που το ζευγάρι χώριζε, ο Δον Ζουάν μετατρεπόταν σε ερωτοχτυπημένο παιδαρέλι. Τώρα το ότι με την επανασύνδεση γινόταν ξανά ο παλιός του εαυτός είναι μια άλλη -μεγάλη- κουβέντα.

Με τον δικό τους μοναδικό και αξιοπερίεργο τρόπο τα κατάφεραν. Το τέλος της σειράς βρίσκει το ζευγάρι σε αμοιβαία αποκλειστική σχέση, έτοιμο να παντρευτεί. Τέλος η Φιόνα, η Λίλα, η Τζοάνα και οι υπόλοιπες «μοναδικές αγάπες». Πλέον η καρδιά του Καζανόβα ανήκει στην γκαρσόνα Β΄. Άφησαν πίσω κάθε λάθος του παρελθόντος και αποφάσισαν πως η αγάπη που τρέφουν ο ένας για τον άλλο είναι μεγαλύτερη από καθετί ικανό να τους κρατήσει μακριά. Δεν ξέρουμε κατά πόσο ο γάμος τους θα μπορούσε να ευδοκιμήσει, ωστόσο δε γίνεται να εθελοτυφλούμε στο γεγονός ότι επέλεξαν να το προσπαθήσουν μαζί.

Ένα ζευγάρι που προκαλεί τρομερό γέλιο και συνάμα σε βάζει σε σκέψεις. Ένα ζευγάρι που θαυμάζεις, αλλά με τίποτα δε θα ήθελες να βρεθείς σε ανάλογη σχέση. Ένα πρότυπο προς αποφυγή και προς μίμηση ταυτόχρονα. Αυτό ενσάρκωσαν με περισσή επιτυχία οι Κούκουρας και Λεκάκη. Η χημεία τους ήταν αυτή που έκανε το τηλεοπτικό κοινό ν’ αγαπήσει τον Μάνθο και την Πέγκυ, να γελάσει με τα καμώματά τους και ν’ αναλογιστεί με τις επιλογές τους.

Οι χαρακτήρες αυτοί παραμένουν πάνω από 20 χρόνια μετά τόσο προσφιλείς, ώστε οι μετέπειτα τηλεοπτικές συναντήσεις και συνεργασίες των ηθοποιών να χαρακτηρίζονται από νοσταλγία και φυσικά από την προσφώνηση «Μοναδική μου αγάπη», ενώ και μικρότερες γενιές αναγνωρίζουν στα πρόσωπα των ηθοποιών τον Μάνθο και την Πέγκυ, ακόμα κι αν δεν είχαν γεννηθεί καν όταν προβλήθηκε πρώτη φορά η σειρά. Κι αν έχουμε μάθει κάτι απ’ αυτούς όλα αυτά τα χρόνια σχεδόν αδιάκοπων επαναλήψεων είναι πως για όλα υπάρχει τρόπος -αρκεί να το θέλεις!

 

Πηγή φωτογραφίας

Συντάκτης: Αγγελική Τσαγκαράκη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.