Δίπτυχο που θα ‘λεγε κανείς πως είναι ο ορισμός της αυταπάρνησης, καθώς αν αποτελούσαν μαθηματική εξίσωση αυτή θα ήταν: 1+1=1. Γιατί; Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο ποιητής:
«Τι είναι η αγάπη; Δεν είναι συμπόνια, μήτε καλοσύνη. Στη συμπόνια είναι δύο, αυτός που πονάει κι αυτός που συμπονεί. Στην καλοσύνη είναι δύο, αυτός που δίνει κι αυτός που δέχεται. Μα στην αγάπη είναι ένας. Σμίγουν οι δύο και γίνονται ένα. Δεν ξεχωρίζουν. Το εγώ κι εσύ αφανίζονται. Αγαπώ θα πει χάνομαι».
Η Ελένη Σαμίου είχε αφιερώσει ολοκληρωτικά τη ζωή της στη δακτυλογράφηση του έργου του Νίκου. Ήταν κι η ίδια συγγραφέας και μάλιστα καλή, μα η αγάπη της για τον Νίκο νίκησε την ανάγκη του γραφιά μέσα της καθιστώντας οικειοθελώς τον εαυτό της απόλυτα δοσμένη σ’ εκείνον.
Αγαπήθηκαν μαζί, ποτέ κανείς τους δε χρειάστηκε να απορήσει για θέματα αξίας της αγάπης τους, πορεύονταν με ειλικρίνεια, με χαμόγελο και με έρωτα που καθημερινά ανανεωνόταν. Εκείνη, συντρόφισσα μη επεμβατική, μα πανταχού παρούσα, κι εκείνος βράχος ακλόνητος το ιδανικό της καταφύγιο. Οραματιστής καθώς ήταν, τι κι αν βίωσαν μαζί την κατοχή, με το Θεό που σε τόσο μεγάλες ποσότητες φύλαγε μέσα του και με το γέλιο που προκαλούσε για θεραπεία στην αναπόφευκτη μαυρίλα της εποχής, μαζί επιβίωσαν αυτής.
Βίωσαν τον έρωτα της ηρεμίας και της καθημερινής αλληλοεπιβεβαίωσης. Στην «Οδύσσειά» τους η Πηνελόπη ταξίδευε μαζί με τον Οδυσσέα κι η μισή Ιθάκη ήταν εκεί στο «μαζί» τους κι η άλλη μισή σ’ ό,τι άλλο έμενε ανεξερεύνητο και βρίσκονταν εκτός απ’ το καράβι τους. Ο αυτοσκοπός τους έγινε το ταξίδι μέσα από τις λέξεις του απύθμενου κόσμου του και το να καταλήγουν ζαλισμένοι από την πολύωρη εξιστόρηση, όταν επιτέλους η πραγματικότητα τους έβρισκε εκείνον όρθιο να εκπνέει τη στερνή λέξη κείνο το δειλινό κι εκείνη στη γραφομηχανή να δακτυλογραφεί την τελευταία τελεία.
Έτσι ταξίδεψαν πολύ, νοερά και μη. Πάντα μαζί, πάντα ο ένας να οδηγεί κι ο άλλος ν’ ακολουθεί αφοσιωμένα και με εμπιστοσύνη. Θα ‘λεγε κανείς πως αποτέλεσαν το παράδειγμα για το πως κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητα αρρωστημένο όπως σήμερα νομίζουμε. Δεν είναι κακή η αυτοθυσία κι η απόλυτη ένωση, απλώς είναι κάτι που δεν μπορείς να κάνεις με το λάθος άνθρωπο, γιατί τότε θα μεταμορφωνόταν η αγάπη σε μέγγενη. Οι δύο αυτοί ήταν τόσο ο ένας για τον άλλον που δε χρειάστηκε κανείς τους να υποφέρει το μαζί, ανάθεμα κι αν θα μπορούσε ποτέ να περάσει καν σαν σκέψη απ’ το μυαλό τους.
Η πρώτη τους ένωση υπήρξε αθώα και πνευματική. Η πρώτη επαφή συνέβη σε μια εκδρομή στη Ραφήνα παρέα με διανοούμενους της εποχής. Ο Νίκος θέλοντας να προστατέψει την Ελένη από τον ήλιο παράστησε την ομπρέλα για χάρη της όταν ενώ όλοι βούτηξαν στο νερό κι εκείνη έμεινε έξω να απολαύσει την παραλία. Απλά στέκονταν, κι ύστερα πριν φύγουν της χάρισε ένα βιβλίο με την αφιέρωση: «Για να θυμάσαι όσα είπαμε μπροστά στη μεγάλη θάλασσα».
Ολόκληρη η ιστορία τους απείχε πολύ από τις δικές μας, τις κοσμικές και τις επίγειες. Πρέπει να αφεθείς για να τη νιώσεις έστω σε μικρότερο βαθμό. Να οριστείς ξανά από την αρχή αυτή τη φορά με βάση τον άλλον κι αυτό δε θα ήταν καθόλου ριψοκίνδυνο, γιατί κι ο άλλος θα έπραττε εξίσου κι έτσι θα είσαστε 1+1=1.
«Ο Νίκος ήταν για μένα άβυσσος.», είπε η ίδια σε μια από τις μετρημένες συνεντεύξεις της.
«Στην Ελένη χρωστώ όλη την καθημερινή ευτυχία της ζωής μου», είπε εκείνος σε μια δική του.
Αμοιβαιότητα.
«Είμαι μια ηλεκτρική συσκευή κι είστε το ηλεκτρικό ρέμα. Αν κοπεί, χάθηκα», ο ποιητής σ’ ένα απ’ τα γράμματα που αντάλλαξαν.
Παραδοχή.
Ένας έρωτας θεόπνευστος. Δυο ζωές που δέθηκαν κι έγιναν μία και δε λύθηκαν ποτέ. Εκείνη να ζει μέσα από το θεόρατο πνεύμα του κι εκείνος να αναπνέει για τη φροντίδα και τη στοργή της πλάι του. Κάπου στις λαμπρές του λέξεις, βρίσκεται κρυμμένη κι εκείνη. Στην αιωνιότητα, ελεύθεροι, όπως το ήθελε κι εκείνος από πάντα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου