Πρίγκιπας Κάρολος–Πριγκίπισσα Νταϊάνα· ένα ζευγάρι που σημάδεψε την επικαιρότητα της εποχής του για πολλούς και ποικίλους λόγους. Ο μεγάλος γιος της βασιλικής οικογένειας του Ηνωμένου Βασιλείου κι επόμενος κατά σειρά διεκδικητής του θρόνου και η πριγκίπισσα που αγαπήθηκε όσο καμία άλλη από το βρετανικό λαό υπήρξαν ένα ζευγάρι που συζητήθηκε πολύ για την εποχή του για πολλούς και ποικίλους λόγους, που δεν αφορούσαν μόνο την εξέχουσα θέση του στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της χώρας.
Ας πάμε, όμως, λίγο πίσω. Το ημερολόγιο γράφει 24 Φεβρουαρίου 1981 και το πριγκιπικό ζεύγος επισημοποιεί στον βρετανικό Τύπο τον αρραβώνα του, που είχε λάβει χώρα κάποιες εβδομάδες πριν. Το Ηνωμένο Βασίλειο πανηγυρίζει στο άκουσμα του χαρμόσυνου αυτού γεγονότος, όμως ήδη από τότε υπήρχαν έμπειρα βλέμματα που διέκριναν το σκοτάδι πίσω από τα διαμάντια του βασιλικού στέμματος. Από τη συνέντευξη που παραχώρησε το ζευγάρι την ημέρα εκείνη αξίζει κάποιος να παρατηρήσει κάποιες λεπτομέρειες, τόσο σε λεκτικό όσο και σε μη λεκτικό επίπεδο, οι οποίες οδηγούν τον θεατή στο συμπέρασμα ότι μπορεί, τελικά, το ζεύγος να μη ζούσε τον παραμυθένιο έρωτα που όλοι μέχρι τότε (αλλά κι αργότερα) νόμιζαν.
Τόσο η θλίψη και η μελαγχολία στα μάτια της πριγκίπισσας όσο και η αφοπλιστικά κυνική απάντηση “Yeah, whatever love is” του πρίγκιπα Καρόλου όταν ερωτήθηκε εάν είναι ερωτευμένος με τη γυναίκα που έχει δίπλα του αποτελούν μια ανεπαίσθητη, πλην όμως έγκυρη προοικονομία κάποιων από τα γεγονότα που επρόκειτο να ακολουθήσουν.
Οι μήνες προχωρούν, με το ημερολόγιο πλέον να γράφει 29 Ιουλίου 1981. Εκείνη την ημέρα, η είκοσι ετών τότε Diana έγινε και επισήμως σύζυγος του Καρόλου και δούκισσα της Ουαλίας, καθώς και η δεύτερη αγγλίδα που παντρεύτηκε διάδοχο της βασιλικής οικογένειας, πρώτο στη διαδοχή για το στέμμα.
Όλα έδειχναν όμορφα, σωστά και παραμυθένια. Ωστόσο, το ζευγάρι απομακρυνόταν ολοένα και περισσότερο, με τον Κάρολο, μάλιστα, να διατηρεί και παράλληλη σχέση με την πρώην ερωμένη του και μετά το θάνατο της Diana, σύζυγό του, Camilla, γεγονός το οποίο αποτελούσε, σύμφωνα με ανθρώπους που σχετίζονταν με το ζευγάρι, κοινό μυστικό μεταξύ των μελών της βασιλικής οικογένειας. H Diana συνέχιζε να αποκτά ολοένα και περισσότερη αγάπη από το βρετανικό λαό, τόσο μέσω της ευγενικής της αύρας όσο και μέσω των φιλανθρωπικών της δράσεων, ενώ παράλληλα ασχολούνταν και με την ανατροφή των δύο γιων της, William και Harry.
Η απομάκρυνση (ή η παντελής έλλειψη εγγύτητας από την αρχή) του ζευγαριού οδηγεί στο διαζύγιό τους κάποια χρόνια μετά, το 1996. Με το διαζύγιο αυτό η Diana χάνει τον τίτλο της Δουκίσσης της Ουαλίας, καθώς και κάποια ακόμη από τα προνόμια της βασιλικής οικογένειας. Παράλληλα, ενώ οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι η σχέση αυτή γεννήθηκε ταυτόχρονα με τα τελευταία χρόνια του γάμου της με τον πρίγκιπα, η Diana συνάπτει σχέση με τον επονομαζόμενο από εκείνη “Mr Wonderful” και, μετά τη σύντομη διάρκεια της σχέσης τους, με τον Dodi Fayed, γιο του Mohamed Al-Fayed, ενός Αιγυπτίου επιχειρηματία και ιδιοκτήτη (μεταξύ άλλων) του πολυκαταστήματος Harrods στο Λονδίνο. Εν τέλει, το ζευγάρι πεθαίνει σε ένα θανατηφόρο αυτοκινητιστικό δυστύχημα, που θεωρήθηκε, μάλιστα, από κάποιους οργανωμένο από μέλη της Βασιλικής Οικογένειας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Δεν είναι τυχαίο που, ακόμη και σήμερα, ο βρετανικός λαός μιλά με τα πιο όμορφα λόγια για την «πριγκίπισσά τους», όπως την αποκαλούν ακόμα κάποιοι, ενώ ο πρίγκιπας Charles υπήρξε πάντα ανάμεσα στα λιγότερο δημοφιλή μέλη της βασιλικής οικογένειας. Πολλοί από όσους ζούσαν καθημερινά μαζί με το ζευγάρι υποστηρίζουν ότι η βασική αιτία των τριγμών που οδήγησαν στο χωρισμό του ζευγαριού ήταν η προβολή και η αγάπη του κόσμου της οποίας έχαιρε η Diana και όχι ο πρίγκιπας, ο οποίος θεωρούσε πως κάτι τέτοιο ήταν μη αποδεκτό, δεδομένου ότι εκείνος ήταν ο επόμενος διάδοχος του θρόνου. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο έρωτας της υπόθεσης υπήρξε εξαρχής μονομερής και εκ μέρους της Diana. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται πως μεταξύ τους αποτέλεσαν ένα ζευγάρι βυθισμένο στο σκοτάδι και ουχί βγαλμένο από παραμύθι. Σίγουρα όμως, μαζί ή χωριστά. έμειναν στην ιστορία.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου