Η σχέση του Μάκη Τσέλιου και του αείμνηστου Billy Bo, αποτελεί κάτι πρωτογενές για τα ελληνικά δεδομένα. Κάλλιστα θα μπορούσαμε να πούμε πως πρόκειται για έρωτα με την πρώτη ματιά, όπως εξομολογήθηκε ο ίδιος ο Τσέλιος σε συνέντευξή του τον Οκτώβρη του 2022, αλλά και ότι μιλάμε για μια γνωριμία που ανέτρεψε τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας κι έφερε στο προσκήνιο τον μέχρι τότε άγνωστο γι’ αυτή, χώρο της μόδας.
Κεντρικό ρόλο στη γνωριμία τους, έπαιξε ο Μάης, που αποτελεί την καρδιά της άνοιξης και τον ερχομό του καλοκαιριού, που είχε ως αποτέλεσμα τις ανθισμένες νεραντζιές. Αυτές θαύμαζε ο Τσέλιος κι αναφωνώντας «Τι όμορφα που μυρίζουν», κατάφερε να τραβήξει το βλέμμα του Βασίλη Κουρκουμέλη (Billy Bo). Φυσικά, δεν τον έβλεπε πρώτη φορά, αφού ήταν γειτονάκια και τον συναντούσε κάποιες φορές να παίζει με τους νεαρούς φίλους του.
Όντας έφηβος τότε κι υπερβολικά όμορφος, κατά δήλωση των περισσότερων Ελλήνων, αναμενόμενα κέρδισε το ενδιαφέρον του Μάκη Τσέλιου, ο οποίος θέλησε να τον βοηθήσει να αναδείξει το ταλέντο του και να τον βγάλει από το καλούπι του χορού στα μπουζούκια και τις παμπ. Από τη μέρα εκείνη, η καριέρα του άρχισε να διαγράφει τελείως ανοδική πορεία.
Το πρώτο επαγγελματικό εγχείρημα ήρθε το 1971, εισάγοντας αρώματα από τη Γαλλία. Δύο χρόνια αργότερα, η μικρή βιοτεχνία που είχε ξεκινήσει να λειτουργεί η οικογένεια του Τσέλιου, φύτεψε το μικρόβιο της μόδας στον Μπίλι Μπο κι από κει και πέρα, η ιστορία πασίγνωστη. Αποφασίζει να πάει να σπουδάσει σχέδιο μόδας στη σχολή «Βακαλό» και μαζί με τον μέντορά του, ανοίγουν το πρώτο τους κατάστημα στην οδό Σόλωνος. Τότε είναι που υιοθετεί και το παρατσούκλι «Billy Bo», εμπνευσμένος από το τραγούδι της Κατερίνας Βαλέντε «Billy Boy», όνομα που έμελλε να αποτελέσει και την επωνυμία του πρώτου τους μαγαζιού.
Η δουλειά του γνωρίζει τρομερό αντίκρισμα, όταν ανακηρύσσεται ως νικητής του πρώτου βραβείου στο περιοδικό «Γυναίκα». Η διάκριση αυτή αποτελεί και το έναυσμα και την πολυπόθητη για τους δύο συνεργάτες δουλειά εκτός συνόρων. Εκτός, από το μαγαζί τους στη Μύκονο, στη Θεσσαλονίκη και το Ψυχικό, η επιρροή του διάσημου πλέον σχεδιαστή μόδας, φτάνει μέχρι το Μανχάταν, αλλά συνάμα και την Ολυμπιακή αεροπορία, από την οποία επιλέγεται για να σχεδιάσει τις στολές των αεροσυνοδών.
Δυστυχώς, το μεγαλύτερο επιχειρηματικό του άνοιγμα που τον οδηγεί στο απόγειο της δόξας του, σκεπάζεται από την εμφάνιση της θανατηφόρας ασθένειας του AIDS. Σε μια μη εξελιγμένη ελληνική κοινωνία τότε, ήταν αρκετά δύσκολο να διαγνωσθεί και ακόμη πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί. Τότε ξεκινάει ένας τεράστιος Γολγοθάς για το όμορφο αγόρι της Αθήνας, έχοντας πάντα στο πλευρό του τον συνεργάτη και καλύτερό του φίλο, Μάκη Τσέλιο, ο οποίος παλεύει μαζί με την οικογένεια του νοσούντος, να κρατήσει την προσωπική ζωή του φίλου του μακριά από τους δημοσιογράφους, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο Billy Bo νοσηλεύεται στο Παρίσι, όμως στην ιδιαίτερη πατρίδα του, οι δημοσιογραφίσκοι έχουν υπογράψει τη θανατική καταδίκη του, με καθημερινά, πικρόχολα σχόλια, τα οποία συνδέονται με τη σιγουριά του θανάτου του καλλιτέχνη. Τα σχόλια αυτά, έχουν αποτέλεσμα τη δυσφήμηση της δουλειάς και των προϊόντων του, καθώς επικρατεί έντονα η αντίληψη για μετάδοση του υιού HIV, σε όσους ήρθαν σε επαφή μαζί του. Ακόμη κι ο κόσμος της μόδας άρχισε να παραλογίζεται, με τα μοντέλα να θεωρούν πως έχουν προσβληθεί από τον υιό, αφού τους ακούμπησε με καρφίτσα στη διάρκεια κάποιας καμπάνιας.
Όλα τα παραπάνω φτάνουν στα αυτιά του σχεδιαστή, ο οποίος καλεί από το Παρίσι τη δημοσιογράφο Λένα Ζανιδάκη και ξεκαθαρίσει πως βρίσκεται στη ζωή, εκφράζοντας τη βαθύτατη θλίψη για τις ενέργειες και τη στάση των συμπολιτών του, αποκαθιστώντας την αλήθεια. Αυτή έμελλε να είναι και η τελευταία του συνέντευξη.
Το 1986, μεταμφιεσμένος σε ηλικιωμένη γυναίκα, αποβιβάζεται στο αεροδρόμιο της Αθήνας κι από κει, πάντα με τη συνοδεία του Τσέλιου, κατευθύνεται στο Καβούρι, στην τελευταία του κατοικία, γιατί «ήταν πειραιωτάκι» κι ήθελε να βλέπει τη θάλασσα που τον γαληνεύει. Στις 13 Ιουνίου του 1987, δυστυχώς αφήνει την τελευταία του πνοή, αποτελώντας ένα από τα πιο διάσημα θύματα του HIV.
Αναμφισβήτητα, η σχέση του με τον Τσέλιο, αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση. Μια σχέση αγάπης κι έρωτα, παρ’ όλα τα 10 χρόνια διαφοράς που τους χώριζαν. Πέρασαν μια ολόκληρη ζωή μαζί, μια ζωή με πάθη, δυσκολίες, αγώνες, νίκες. Κατάφεραν να φτάσουν στην κορυφή, ξεκινώντας από το μηδέν, με μοναδικό σύμμαχο την πίστη στις δυνατότητές τους. «Ο Βασίλης ήταν κάποιος που ήθελα να γεράσουμε μαζί», έχει πει ο Μάκης Τσέλιος. Κι αυτό, τελικά, τα λέει όλα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου