«Ovidius poeta in terra pontica exulat». Είναι μια απ’ τις πιο γνωστές –για να μην πούμε η πιο γνωστή- φράση της λατινικής γλώσσα. Ο Οβίδιος λοιπόν, ο ποιητής εξορίστηκε στην ποντιακή γη κι η αιτία για την εξορία του ήταν τα 14 βιβλία των «Μεταμορφώσεων», τα οποία έγραψε σε μια προσπάθεια να ξεπεράσει τον μεγαλύτερο Λατίνο ποιητή, τον Βιργίλιο και το έπος της «Αινειάδας».
Απ’ τη μία λοιπόν, οι μεταμορφώσεις ανάγκασαν τον Οβίδιο να εγκαταλείψει την πατρίδα του, απ’ την άλλη, τα βιβλία αυτά είναι και η βασική αιτία για να ερωτευτείς με τη λατινική γλώσσα.
Και τι είναι οι μεταμορφώσεις; Επί της ουσίας είναι μύθοι. Αλλά την περίοδο εκείνη οι μύθοι είχαν ήδη γίνει μυθολογία και πλέον διαβάζονταν για να προσφέρουν απόλαυση κι όχι τόσο με διδακτικό χαρακτήρα και με διάθεση να εξηγήσουν όσα οι άνθρωποι δεν κατάφερναν με τη λογική τους σκέψη, όπως συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια. Η μεταμόρφωση είναι η αλλαγή της μορφής των προσώπων που συμμετέχουν ως πρωταγωνιστές στις ιστορίες των βιβλίων. Μεταμορφώνονται σε ζώα, δέντρα ή λουλούδια, σ’ έμψυχα ή άψυχα όντα, αλλάζουν φύλο, ψυχισμό, συνήθειες.
Ίσως, η πιο γνωστή ιστορία μεταμόρφωσης είναι αυτή του «Νάρκισσου και της Ηχούς» του νεαρού που ερωτεύτηκε τον εαυτό του στο καθρέφτισμα της λίμνης ή της «Αράχνης», της κορασίδας που τόλμησε να προκαλέσει την Αθηνά ν’ ανταγωνιστούν στον αργαλειό. Ωστόσο, μέσα σ’ αυτές τις ιστορίες υπάρχουν κι εκείνες που θυμίζουν τα ιπποτικά μυθιστορήματα ή τα έργα του Σαίξπηρ. Ένα απ’ αυτά είναι και η ιστορία του Πύραμου και της Θίσβης. Δύο νέοι με εξέχουσα ομορφιά που έμεναν σε διπλανά σπίτια. Έτσι γνωρίστηκαν κι η γνωριμία αυτή κατέληξε σ’ έναν μεγάλο έρωτα.
Ωστόσο, οι γονείς τους ήταν αρνητικοί για τη σχέση τους, βάζοντας ένα μεγάλο εμπόδιο στον έρωτα τους. «Μα δε χωράει όχι στην αγάπη». Έτσι ο Πύραμος κι η Θίσβη αποφάσισαν να κρατήσουν την αγάπη τους ως ένα μεγάλο μυστικό. Έψαχναν τρόπο να συναντηθούν και να επικοινωνήσουν. Τη λύση αρχικά έδωσε μια λεπτή ρωγμή που υπήρχε στον τοίχο που χώριζε τα δύο σπίτια. Απ’ τη ρωγμή αυτή συνομιλούσαν κι αντάλλασσαν λόγια αγάπης κι έρωτα. Άκουγε ο ένας την ανάσα του άλλου μέσα απ’ τη ρωγμή και τα βάζαν με τον τοίχο που έστεκε ανάμεσα τους και τούς χώριζε.
Μια νύχτα αποφάσισαν να βγουν κρυφά απ’ τα σπίτια τους και να συναντηθούν με σκοπό να δραπετεύσουν απ’ τα τείχη της Βαβυλώνας. Συμφώνησαν να βγουν ξεχωριστά και ‘δώσαν ραντεβού στο μνημείο του Νίνου, στην κρυψώνα που είχε στον κορμό της μία πανύψηλη μουριά με κατάλευκα μούρα, δίπλα σε μια κρυστάλλινη πηγή. Οι ώρες δεν περνούσαν. Τότε, πρώτη ξεκίνησε η Θίσβη, αφού κάλυψε το κεφάλι της με μια μαντίλα για να μην την αναγνωρίσει κανείς. Έφτασε στη μουριά και κάθισε από κάτω.
Ξαφνικά, εμφανίστηκε μπροστά της ένα λιοντάρι αγριεμένο. Θίσβη φοβισμένη, κρύφτηκε μέσα στη σπηλιά. Καθώς έτρεχε για να κρυφτεί, της έπεσε η μαντίλα που φορούσε, στο έδαφος με το λιοντάρι να κατασπαράζει τη μαντίλα της.
Φτάνοντας αργοπορημένος στο σημείο ο Πύραμος και βλέποντας τη ματωμένη και ξεσκισμένη μαντίλα της Θίσβης, άσπρισε ολόκληρος και πίστεψε πως την είχε κατασπαράξει το λιοντάρι. Τότε φώναξε: «Μια νύχτα, δύο ψυχές! Δυο που αγαπιούνται χάνονται απόψε!» Έπιασε το σάλι της, άρχισε να το φιλάει και το γέμισε με δάκρυα και στεναχωρήθηκε που έφτασε σε αυτό το σημείο.
Έβγαλε το ξίφος του και το έμπηξε βαθιά. Σχεδόν νeκρός πια, σωριάστηκε στο έδαφος. Εκείνη τη στιγμή η Θίσβη βγήκε απ’ τη σπηλιά τρομαγμένη μήπως ο Πύραμος φτάσει στο σημείο και δεν τη βρει εκεί. Η Θίσβη πήρε απ’ τα χέρια του το ξίφος βάζοντας κι αυτή τέλος στη ζωή της. Λίγο πριν ξεψυχήσει η Θίσβη, ζήτησε απ’ τη μουριά, να είναι οι καρποί της, στο εξής, σημάδι του διπλού θανάτου. Έκτοτε τα μούρα έχουν κοκκινωπό και μαύρο χρώμα.
Πρόκειται για έργα τόσο κλασικά και κείμενα που μάς ταξιδεύουν σε μία άλλη εποχή, που τα συναισθήματα ήταν τόσο έντονα, πιθανόν λόγω των δυσκολιών που πρακτικά εμπόδιζαν τις σχέσεις.
Επιμέλεια κειμένου: Ανδρέας Πετρόπουλος