«Ναι, ήμουν ερωτευμένη μαζί σου: είμαι ακόμα. Κανείς δε μού έχει αυξήσει ποτέ μια τόσο έντονη ικανότητα σωματικής αίσθησης. Σε απομάκρυνα γιατί δεν άντεχα να είμαι περαστικός. Πριν δώσω το σώμα μου, πρέπει να δώσω τις σκέψεις μου, το μυαλό μου, τα όνειρά μου. Και δε δεχόσουν τίποτα από αυτά».
The Unabridged Journals of Sylvia Plath
Η Σίλβια Πλαθ ήταν και θα παραμείνει ένα φεμινιστικό είδωλο, μία προσωπικότητα που μέσα σε 30 χρόνια κατάφερε να κερδίσει τη λογοτεχνική κοινότητα και να χαρακτηρίζεται μέχρι και σήμερα μια κλασσική συγγραφέας της οποίας όμως η ζωή δεν ήταν – όπως φαίνεται απ’ τα ποιήματα και τα διηγήματα της – καθόλου εύκολη.
Όπως όλοι οι μεγάλοι λογοτέχνες έμελλε κι εκείνη να γνωρίσει έναν άνθρωπο που θα της άλλαζε την πορεία της καριέρας της αλλά και της προσωπικής της ζωής, έναν έρωτα που θα έβρισκαν αντίκρισμα όλα όσα περιέγραφε στις λέξεις της. Η συνάντηση όμως που θα περιγράψουμε ήταν σίγουρα καθοριστική αλλά μην πιστέψετε πως ήταν ένα love story.
Η νεαρή ποιήτρια γνωρίστηκε το 1956 στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ με τον μετέπειτα σύζυγο της Τεντ Χιουζ, όπου μέσα σε 4 μήνες μετά τη γνωριμία τους παντρεύτηκαν. Ο επίσης ποιητής σύζυγος της περιέγραψε το γεγονός αυτό ως μια ένωση που έγινε από το ηλιακό σύστημα ενώ η Πλαθ τον χαρακτήριζε ως το τέλειο αρσενικό αντίγραφο του εαυτού μου. Όλα έδειχναν πως αυτοί οι δύο είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, σ’ ένα γράμμα προς τη μητέρα της μάλιστα είχε γράψει πως πιστεύει πως είναι ο μοναδικός άνδρας που θα μπορεί ποτέ ν’ αγαπήσει. Όλα φαίνονταν να κυλούσαν ομαλά μέχρι και τη γέννηση των δύο τους παιδιών.
Στις αρχές του 1960 κι έπειτα η Πλαθ σ’ ορισμένες επιστολές προς τον ψυχίατρο της παραδέχτηκε πως κακ0ποι0ύταν σωματικά απ’ τον σύντροφο της ενώ έγραψε μάλιστα πως δύο μέρες πριν μια απ0βολή που είχε βιώσει εκείνος την είχε ξuλοκοπήσει πάρα πολύ ενώ 4 μήνες πριν η ίδια aφaιρέσει τη ζωή της ο Χιουζ την είχε απειλήσει πως θα τη δ0λ0φ0νήσει και πως θα ήθελε πολύ να την έβλεπε να π3θaίνει.
Μέχρι το 1963 όπου και αυτ0κτόνησε, αυτά τα τρία χρόνια γάμου τους ήταν η αποκορύφωση της κακ0π0ιητικής και τ0ξικής συζυγικής της ζωής. Μέσα στο διάστημα αυτό, ο Χιουζ είχε συνάψει σχέσεις και με την εξίσου παντρεμένη Ασσία Βέβιλ κοινή φίλη του ζευγαριού με την οποία μάλιστα αρνήθηκε να σταματήσει να βρίσκεται και παράτησε τα δύο του παιδιά μαζί με τη Σύλβια Πλαθ.
Έχει γραφτεί μάλιστα πως παράτησε την Πλαθ και πήγε με τη Βέβιλ στο μέρος όπου είχαν περάσει τον μήνα του μέλιτός τους. Σαν να ήταν προοικονομία η Πλαθ είχε γράψει: «Επιθυμώ τα πράγματα που θα με καταστρέψουν στο τέλος» και μπορεί να μη φταίει ολοκληρωτικά εκείνος αλλά σίγουρα επέδρασε αρνητικά στην ήδη ταραγμένη της ψυχοσύνθεση.
Το 1963 άνοιξε το γκάζι της κουζίνας και εισέπνευσε το αέριο μ’ αποτέλεσμα να π3θaνει ενώ τα δύο της παιδιά κοιμόντουσαν στο ακριβώς διπλανό δωμάτιο αφήνοντας μάλιστα όλη της την περιουσία στον Χιουζ να τη διαχειριστεί. Εκείνος προφανώς κατέστρεψε τα χειρόγραφα που περιέγραφαν τα τρία χρόνια κακ0π0ιητικής σχέσης.
Το κύκνειο άσμα της The Bell Jar ήταν εκείνο που δημοσίευσε με ψευδώνυμο (Victoria Lucas) και μίλησε ανοιχτά για την ψυχική της κατάρρευση μετά την απιστία του συντρόφου της αλλά και για την κατάθλιψη που την ταλάνιζε τόσα χρόνια. Η «βασίλισσας της θλίψης» όπως την αποκαλούσαν ίσως εκείνη την εποχή να μην μπόρεσε να ξεφύγει απ’ τα ψυχικά της προβλήματα και μπορεί αυτοί ακριβώς οι λόγοι να έπαιξαν ρόλο στον κεραυνοβόλο αυτό έρωτα της με τον Χιουζ. Εκείνος ήταν όλα όσα εκείνη δεν ήταν ποτέ, ήταν μετέπειτα ο εθνικός ποιητής της Αγγλίας, την παρακινούσε να ασχοληθεί με τη γραφή όλο και περισσότερο χωρίς αυτό όμως να δηλώνει πως την αγαπούσε πραγματικά.
Η Πλαθ είναι η μόνη που κερδίζει Πούλιτζερ, μετά θάνaτ0ν κι αναγνωρίζεται η πραγματική αξία αλλά δεν προλαβαίνει να το χαρεί. Αυτοί οι δύο ίσως σε μια μεταγενέστερη ανάγνωση θα έπρεπε να παραμείνουν γνωστοί και το πάθος της να εξωτερικευτεί στην ποιητική δημιουργία. Μπορεί όμως να σταματήσει κάποιος το πάθος ή την άμεση έλξη; Πιθανότατα όχι, αλλά γι’ αυτό υπάρχουν αυτές οι τραγικές ιστορίες ώστε να μπορούμε να βλέπουμε και πίσω απ’ τις λέξεις των ποιητών κι αναγνωρίζουμε πως η βί@ δεν είναι ποτέ όμορφη.