Κάπου στα βάθη της επαρχιακής Αγγλίας του 19ου αιώνα, εξελίσσεται ένα από τα πιο διαχρονικά μυθιστορήματα, όπου κατά την προσωπική μου εκτίμηση βρίσκεται για πολλά συναπτά έτη στο Πάνθεον του ρομαντισμού. Μέσα από τη γραφή της Τζέιν Όστεν δύναται με αιχμηρότητα και καυστικότητα ένας σχολιασμός σχετικά με τις αλλόκοτες πεποιθήσεις για τον έρωτα, την εκφραστικότητα, το κοινωνικό καθήκον, τη γυναικεία ελευθερία, το αίσθημα της ερωτικής καταπίεσης εκείνης της εποχής.
Η ιστορία διαμορφώνεται ανάμεσα σε δύο εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες, τόσο σε κοινωνικό επίπεδο όσο και σε χαρακτήρα. Η Ελίζαμπεθ Μπένετ, είναι μια από τις τέσσερις κόρες της οικογένεια του κου Μπένετ, με εντελώς διαφορετικές πεποιθήσεις για εκείνη την εποχή, καθώς η ιδέα ενός καταξιωμένου γάμου δεν την έκανε να πετάει από χαρά. Δυναμική, πνευματώδης, ανεξάρτητη, ετοιμόλογη αλλά ωστόσο χωρίς κάποια υψηλή κοινωνική θέση στα τότε κοσμικά της Μεγάλης Βρετανίας. Την ίδια αυτό δεν την αφορούσε, αφού δεν ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένη όταν έπρεπε να παρασταθεί σε χορούς και δεξιώσεις, ενώ προτιμούσε τη συντροφιά ενός ωραίου λογοτεχνικού βιβλίου.
Από την αντιπέρα όχθη, υπάρχει η επιβλητική μορφή του κου Ντάρσι, με ανώτατη εκπαίδευση, επικριτικό βλέμμα, αλαζονικό χαρακτήρα, κυνισμό, και μια έπαρση η οποία πηγάζει από την κοινωνική του θέση. Κάθε συνάντηση των δύο, είναι ένα μικρό πυροτέχνημα, εριστικών απαντήσεων, με έξυπνα λογοπαίγνια αλλά και μιας αίσθησης κόντρας, από εκείνες που καίει το δέρμα και καταπίνει τη λογική.
Ο χαρακτήρας της Ελίζαμπεθ, σαφώς πιο παρορμητικός, καθώς πιστεύει στον απόλυτο έρωτα δίχως δεύτερες σκέψεις, αρχίζει να συνειδητοποιεί πως πίσω από όλη αυτή την ένταση κρύβεται ο όφις ο προγενέστερος, που φέρει τον καρπό του πάθους. Αυτός ο παρορμητισμός είναι κάτι που ο κος Ντάρσι επικρίνει, καθώς είναι από εκείνους που έχουν εκλογικεύσει τα χαρακτηριστικά του έρωτος, με απόρροια, σε μια εν δυνάμει εξωτερίκευσή του απέναντι στην Ελίζαμπεθ, να φαίνεται απαθής στα όρια της αναισθησίας.
Μέσα από μια σειρά διαλόγων, μάς μεταφέρεται πως ακόμα και ο πιο «απαθής» φαινομενικά κος Ντάρσι, μπορεί να ερωτευθεί μέσω πολύ λεπτεπίλεπτων κινήσεων, χωρίς ακραίες εκφάνσεις κι άλλες περίτεχνες δεξιότητες, χωρίς το μεγαλείο των εύκολων ερωτόλογων. Πως μπορεί σταδιακά και δημιουργεί μια οικειότητα συναισθηματική, την οποία μοιράζεται με την Ελίζαμπεθ, όταν εκείνη ανακαλύπτει το πρόσωπο που κρύβεται πίσω από διάφορες καταστάσεις και σιγά-σιγά σπάει το τείχος, χωρίς ούτε η ίδια να το γνωρίζει.
Στο τέλος, κι όπως αξίζει σε κάθε επικό έρωτα, φαίνεται το έντονο συναίσθημα που κρύβει ο κος Ντάρσι προς το πρόσωπο της Ελίζαμπεθ, μέσω ενός υπέροχου γράμματος (που ίσως θα έπρεπε να διδάσκεται). Συνεπώς, η προσλαμβάνουσα αυτού του υπέροχου ειδυλλίου, η οποία μας παρέχεται απλόχερα, είναι πως η συνειδητότητα του έρωτα δεν είναι κάποιο θαύμα. Συμβαίνει και σταδιακά οδηγεί στην αμοιβαιότητα, η οποία προέρχεται μέσα από ένα πλέγμα φαινομενικών αντιθέσεων. Έπειτα, μαθαίνουμε ότι στον αμοιβαίο έρωτα όλοι είμαστε ίσοι, δεν υπάρχει κοινωνική τάξη ή ανώτερη μόρφωση. ‘Οσο σπουδαίος επιστήμονας και να είσαι, όταν έρθεις αντιμέτωπος με τον αμοιβαίο έρωτα, αυτόματα ξεχνάς τα πάντα και παρασύρεσαι.
Σ’ έναν κόσμο όπου ο χαρακτήρας της Ελίζαμπεθ μοιάζει αφελής κι εκτός πραγματικότητας, να αναζητάς και να γεμίζεις προσδοκίες από ανθρώπους που μπορούν να σταθούν αντάξιοί τους. Κι έπειτα, να γοητεύεσαι από εκείνους που έχουν το σθένος να σε αναγνωρίζουν, όπως ο κος Ντάρσι. Άλλωστε, τα πράγματα είναι όλα πιο εύκολα, αν νιώθουν και οι δύο. Ευχαριστούμε Τζειν Οστεν, για όλες τις υπέροχες αναμνήσεις που μας έχεις δημιουργήσει μέσω αυτού του αριστουργήματος.
Στον δρόμο της Ελίζαμπεθ λοιπόν.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου