«Γιατί έμεινες μαζί του;» «Γιατί δεν τον κατέδωσες στην αστυνομία;»
«Από αγάπη», ήταν η μόνιμη απόκριση της Tata, της συζύγου και πιστής συνοδοιπόρου καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του μεγαλύτερου ναρκέμπορου της Κολομβίας και όχι μόνο. «Από αγάπη», είναι ό,τι πιο ειλικρινές μπορεί να εκφράσει το γάμο και τη ζωή της στο πλάι του Pablo Escobar.
Η Henao γνώρισε τον Escobar όταν ήταν μόλις 12 ετών, ενώ εκείνος ήταν 23. Έζησε μαζί του ένα μεγάλο μέρος της ζωής της κι όπως η ίδια έχει δηλώσει «ήταν η πρώτη και μοναδική αγάπη της ζωής μου». Κι αφού στην ουσία μεγάλωσε στο πλάι του Pablo, θεωρώντας πως είχε γεννηθεί προορισμένη για να είναι η σύζυγός του, δεν είχε θέση στο να εκφέρει γνώμη σχετικά με τις παράνομες ενέργειές του. Ο ρόλος της δεν ήταν να ρωτήσει, ν’ αμφισβητήσει, να κρίνει. Ο ρόλος της ήταν ξεκάθαρα το να είναι η πιστή σύντροφος του άντρα της.
Ο σύζυγός της, ως ο μεγαλύτερος ναρκέμπορος στην Κολομβία, είχε προβεί σε τρομερά εγκλήματα, που συμπεριλάμβαναν τους θανάτους χιλιάδων ανθρώπων, εμπλεκομένων και μη. Πολλοί αθώοι έχασαν τη ζωή τους στο βωμό της στέψης του βασιλιά των καρτέλ, ο οποίος είχε πάντοτε την Tata του να τον περιμένει στο σπίτι με τα παιδιά τους. Σ’ ένα από τα πολλά παλάτια που κατάφερε να χτίσει μέσω της παράνομης αυτοκρατορίας την οποία κατάφερε να δημιουργήσει και να διανθίσει.
Χρόνια μετά το θάνατο του άντρα της, η Henao παραδέχεται πως ανάμεσα σ’άλλα, είχε επίσης τυφλωθεί από το βόλεμα και τον πλούτο. Στο πλάι ενός τέτοιου ισχυρού άντρα είχε πάντοτε ό,τι θα μπορούσε να ζητήσει, αυτή και τα παιδιά τους. Κι ας είχε μαζί δεχθεί απειλές κατά της ζωής όλων, ας είχε ζήσει μέσα στον τρόμο μη γνωρίζοντας αν η επόμενη μέρα θα την έβρισκε ζωντανή ή όχι. Όλα από αγάπη αλλά κι από φόβο, πως αν τολμούσε να τον αφήσει, τότε ο πιο ισχυρός άντρας της Κολομβίας θα μπορούσε να τη βλάψει. Όπως μαρτυράει κι ο τίτλος ενός βιβλίου αφιερωμένου στον Escobar, «Loving Pablo, Hating Escobar», αυτές οι τέσσερις λέξεις χαρακτήριζαν τη σχέση των δύο.
Η κοινή τους ζωή ξεκίνησε το 1976, αφήνοντας μια γλυκόπικρη γεύση στα χείλη της Henao. Η οικογένειά της, αδυνατούσε ν’ αποδεκτεί το συγκεκριμένο άντρα για σύζυγό της κι εκείνη ήταν ενθουσιασμένη με το νέο ρόλο που της είχε δοθεί αλλά και φοβισμένη γιατί βουτούσε σ’ άγνωστους ωκεανούς, ενώ ταυτόχρονα πήγαινε στο σχολείο. Σχεδόν αμέσως, ο Pablo ξεκίνησε να λείπει για πολλές ώρες στη δουλειά, μια δουλειά για την οποία η σύζυγός του διατηρούσε πλήρη άγνοια. Αρχικά, γιατί αργότερα ήξερε ακριβώς το επάγγελμα το οποίο τους τάϊζε και τους προσέφερε όσα δεν είχαν εκατοντάδες άνθρωποι μαζί.
Το 1977 απέκτησαν το πρώτο τους παιδί, τον Juan Pablo Escobar κι η Henao, ούσα μαθήτρια, έφυγε από το σχολείο μετά από ένα διαγώνισμα Αγγλικών αφού είχαν σπάσει τα νερά της. Επτά χρόνια αργότερα, απέκτησαν και την κόρη τους, Manuela Escobar. Στο πλάι του Pablo, είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει, να δει τον κόσμο, να γνωρίσει καινούρια μέρη κι εμπειρίες. Μαζί μ’αυτά, γνώρισε όμως και τις ερωμένες του άντρα της, οι οποίες ήταν πολλές και μερικές από εκείνες τις παράνομες σχέσεις διαρκούσαν για μήνες, όταν εκείνος έλειπε από κοντά τους, φροντίζοντας τις επιχειρήσεις του.
Όμως από την άλλη, ο Escobar κατάφερνε να είναι ένας στοργικός πατέρας, ένας σύζυγος που μπορούσε να διατηρεί τη φλόγα στη σχέση του με τη γυναίκα του πάντα αναμμένη. Όπως η ίδια έγραψε στο βιβλίο της «Η ζωή μου με τον Pablo», ένιωθε βαθιά ερωτευμένη μαζί του. Ήταν ο άντρας της, ο εραστής της, ο προστάτης της. Αυτός που είχε τη δύναμη να την εξυψώσει αλλά και να την καταστρέψει. Κι εφόσον της είχε δοθεί η επιλογή, εκείνη φυσικά επέλεξε το πρώτο.
Ο πολυτάραχος βίος κι η μοίρα του διασημότερου καρτέλ της Μεντεγίν, άλλαξε ριζικά μετά τη δολοφονία του υπουργού δικαιοσύνης, Rodrigo Lara Bonilla, η οποία διατάχθηκε φυσικά από τον ίδιο τον Escobar. Ανάμεσα σε διάφορες ανθρωποκτονίες, πολλές φορές πολιτικών προσώπων, εφόσον ο Escobar ήταν άνθρωπος του λαού κι είχε βλέψεις για να ενταχθεί στην πολιτική. Όνειρα τα οποία τελικά δε βρήκαν αντίκρυσμα, παρ’ολες τις δωρεές και τη βοήθεια που είχε προσφέρει στην πόλη του. Παρ’ολα τα σπίτια που έκτισε για τους φτωχούς και το φαγητό που έδωσε σ’εκείνους που δεν είχαν να φάνε. Ήταν τότε που απογοητεύτηκε από εκείνους που διοικούσαν τη χώρα του κι έτσι σήμανε την απαρχή του μεγαλύτερου πολέμου ναρκωτικών, ορμώμενος από πολιτικά και οικονομικά κίνητρα, αλλά και θέματα τιμής, όπως ο ίδιος θεωρούσε. Ένας πόλεμος ο οποίος βασάνισε τη χώρα και τις αρχές για μια ολόκληρη δεκαετία.
Όταν η κατάσταση έφτασε πια στο απροχώρητο, ο Escobar αποφάσισε πως ο μόνος τρόπος με τον οποίο η οικογένειά του θα επιβίωνε, θα ήταν αν αυτοί ζούσαν μακριά του. Έτσι, το 1993, τους έστειλε να μείνουν αλλού, υπό την προστασία της κυβέρνησης. Εκείνο το βράδυ της 18ης Σεπτεμβρίου και μετά από κλάματα κι αποχαιρετισμούς, ήταν η τελευταία φορά που οι δυο τους ειδωθήκανε. Η Tata συνειδητοποιούσε πόσο απελπισμένη και μίζερη θα ήταν χωρίς εκείνον, ακόμα κι αν η ζωή στο πλάι του ήταν μια ζωή μέσα σ’ απειλές και ταπείνωση. Μετά από αυτό, ο Pablo έζησε ακόμη 75 μέρες προτού καταδιωχθεί και σκοτωθεί από την αστυνομία.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου